λοιμά

Είναι το ίδιο λιμά των δύο παλιότερων ορισμών, αλλά το βρίσκω να γράφεται επίμονα με όμικρον γιώτα, δεν ξέρω γιατί, μπορεί πχ να είναι ακούσιος ανορθογραφισμός.
Είπα να μην το βάλω ως καινούργιο λήμμα, γιατί κατά τα άλλα σημαίνει ότι και το λιμά, δηλ. τα υπόλοιπα, τα ρετάλια, τα αδύναμα, τα τριτοτέταρτα. Χρησιμοποιείται αρκετά στα οπαδικά.

λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) rebetiko.sealabs.net

  1. ο εθνικος και τα αλλα λοιμα σωματεια που εχουν 200 οπαδους δεν επρεπε καν να ηταν 1η κατηγορια για αυτονοητους λογους ΕΔΩ

  2. Μακάρι να τα καταφέρω να σας βλεπω με Θερμαϊκό, Οδυσσέα Κορδελιού, Δόξα Κρανούλας, Τηλυκράτη κ άλλα λοιμά. ΕΔΩ

  3. ME25EURO ο Λιάπης χτίζει βίλα. Τα λοιμά με κρατική επιχορήγηση ΕΔΩ

  4. Ακόμη λόγο του εκλογικού νόμου την πλήρωσαν κυρίως βουλευτές της επαρχίας και όχι τα δοκ άρια της Αθήνας και της διαπλοκής και οι εκλεκτοί των ΜΜΕ. Την πλήρωσαν τα "λοιμά" και η "ψιλαδούρα" που ήταν ... χωρίς κυβερνητική θητεία και αντικειμενικά έφταιγαν λιγότερο από όλους! ΕΔΩ

  5. -τοσα καταλαβαινεις ή θελεις να καταλαβεις. Αλλα μην φας, εχουμε #mnimonio3
    -Το κακο για τα κομματοσκυλα ολων των χρωματων ειναι οτι καταλαβαινω και εγω και οι υπολοιποι. Τα λοιμα στο χρονοντουλαπο ΕΔΩ

  6. το κατεχεις το θεμα ... στην ενορια μου ζηταν παιδι που θα περιφερει μετα το κηρυγμα τον δισκο ... """με τους μπακλαβαδες.""""... ξερεις για την αγιογραφηση του ναου και τα λοιμά ... Εισαι ;; ΘΑ ΣΟΥΧΩ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία πολιτική βρισιά. Το επίθημα -αριό κάνει τη λέξη χίτης ακόμη πιο χυδαία και βαρειά απ΄ότι είναι.

Δυστυχώς στις μέρες μας έφτασαν να εκτοξεύονται λέξεις σαν κι αυτήν και τις συνώνυμές της ταγματαλήτης και γερμανοτσολιάς, με μεγάλη αψηφησιά και όχι μόνο εναντίον των πολιτικών απογόνων των χιτών (βλέπε ναζίδια, χρυσαύγουλα και λιμά ακροδέξια ρετάλια).

  1. Σαν μεγαλύτερος κουβαλάω αναμνήσεις πολλών δεκαετιών και θυμάμαι, φοβισμένους αδιάφορους της εποχής της γερμανικής κατοχής που φορέσανε στολές του θρυλικού ΕΛΑΣ, από το Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1944 και ύστερα από την ήττα της Αθήνα γίνανε «Χιταριά». ΕΔΩ

  2. Την αρπάξανε οι λύκοι και τα χιταριά
    - θάτανε, καμία τριανταριά…
    Στα μπουντρούμια τ’ Αη – Νικόλα,
    της κάναν τα μαρτύρια όλα… (Μάνη Μου Καημέ Μου)

  3. Εδώ στο μέγα φασιστοτοπο που ζω περιμένω το βράδυ να δω τις μαπες των χιταριων. καλη λευτεριά. ΕΔΩ

  4. Το χειρότερο είναι ότι μέσω ΣΥΡΙΖΑ, ο σοσιαλφασισμός ονόμασε το χιταριό των ΑΝΕΛ "κέντρο", ενώ "ακροδεξιά" ονόμασε τους μνημονιακούς (πράγματι άθλιους γενικά) αστοφιλελέδες. ΕΔΩ

  5. [...] τότε που το ΠΑΣΟΚ ψήφιζε τον νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και σήμερα που το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνάει με όλο αυτό το «χιταριό» ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κάγκλα ή κάγγλα

Η δίπλα, η πτυχή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Αγνώστου ετυμολογίας (σ' εμένα τουλάχιστον). Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Πιθανή συσχέτιση με το

καγκέλι ή καγγέλι:

Καγκέλια σημαίνει δρόμος με πολλές στροφές (από εδώ)

επίσης

Καγγέλι σημαίνει στροφή. (από εδώ)

Και φυσικά ο γνωστός χορός:

τα καγκέλια

Κοντεύει να σκάσει από το πάχος! Όταν κάθεται η κοιλιά του κάνει πέντε κάγκλες.

Βλ. και γάγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρέλα, μίστατο

Η βαρέλα είναι μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως κρασιού, που χρησιμοποιούσαν (και κάποιοι χρησιμοποιούν ακόμα) στην Κύθνο. Η βαρέλα είχε χωρητικότητα 70 όκάδες. Αν μετατρέψουμε τις όκάδες σε λίτρα (με βάση αυτά που γράφει ο dryhammer στο λήμμα εικοσιπενταράκι: "τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ ... 1 οκά = 1280 γρμ") η χωρητικότητα της βαρέλας είναι περίπου 90 λίτρα (γιά την ακρίβεια 89,6 λίτρα).

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

βαρέλι, το το βουτσί ή βαρέλι ή βουτίον· μέτρο χωρητικότητας υγρών ενός, μισού ή τετάρτου του κόρου.

( κόρος, ο

[ναυτιλία] Μετρική μονάδα της χωρητικότητας των πλοίων, κυρίως των εμπορικών και των φορτηγών, η οποία ισοδυναμεί με 100 κυβικά πόδια, δηλαδή με 2,83 κυβικά μέτρα.

κόρος ή τονελάδα: βάρος 1000 χιλιόγραμμων από το ίδιο).

Υποδιαίρεση της βαρέλας ήταν το μίστατο που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της βαρέλας, δηλαδή 7 οκάδες ή 8,96 λίτρα.

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

μίστατο, το [Κρήτη, Κυκλάδες] δοχείο και μέτρο χωρητικότητας υγρών 6 – 12 οκάδων.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ενώ η βαρέλα της Κύθνου είνα σημαντικά μικρότερη από το βαρέλι του Λεξικού, το μίστατο είναι μέσα στα όρια.

Δεν έβαλα πολύ κρασί φέτος. Ήτανε κακή η χρονιά, έπεσε κι η πρέδα στ' αμπέλι, ίσα πού'βαλα δυό βαρέλες και τρία μίστατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άκαμπτα και νοσηρά κολλημένος σε πρόσωπα, σε γκατζετόνια, στην κακώς εννοούμενη τάξη όπως αυτός την αντιλαμβάνεται, ή σε κάθε καρυδιάς ανούσια φετίχ και idées fixes (που λένε και στα ορεινά Σέκλανα) -- εκ πεποιθήσεως ή λόγω ψυχικής διαταραχής.

- Ο κολληματίας της μπάλας είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της πολιτικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της μουσικής, που είναι το ίδιο ξενερωτικός με τον κολληματία της τεχνολογίας... (εδώ)

- Πωωωω, με φρικάρει λίγο αυτό, ο κολληματίας που σε ψάχνει ενώ έχεις πει “όχι”... (εκεί)

- Σκληροπυρηνικός γέρος μάλλον, κολληματίας με αυτά που μάθαμε. Ή εθισμένος στο καρτεροτικό μου με το μονολάστιχο. Είναι και πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό το θέμα... (παραπέρα)

σχετικό τραγουδάκι

Βλ. επίσης: βίδας, ψώρας, πωρωμένος, καμένος, αρρωστάκι, κ.ά.

Πάσα: +COY+

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ούχου, uhu

H μποτιλιαρισμένη οδός, αυτή που η κυκλοφορία έχει κολλήσει και δεν κινείται τίποτε. Από τη γνωστή κόλλα uhu.

Μη πατάς από Ευζώνων, είναι ούχου λόγω του Μαραθωνίου πόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified