βυζαντινιστάν, βυζαντιστάν

Εθνικό αυτοφαυλιστικό για την Ελλάδα ως μια συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή (Ανατολικής) Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τους κορεκτίλες ρωμιοσυνολάγνους, στην οποία όμως συνέχεια εντοπίζονται και τα δεινά του τόπου μας. Ήτοι οι χρησιμοποιούντες τον όρο θεωρούν το Βυζάντιο ως τη μάνα όλων των Σοβιετιών, άλλωστε ήδη από την εποχή του Arthur Koestler πολλοί υποστήριξαν ότι δεν είναι τυχαίο που ο σοβιετικού τύπου κομμουνισμός επεβλήθη σε χώρες που άλλοτε ανήκαν στη λεγόμενη «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», ενώ και Έλληνες στοχαστές, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Στέλιος Ράμφος θεωρούν ότι η αντίσταση της Ελλάδας σε μια ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία οφείλονται στη βυζαντινή παράδοση.

Εν ολίγοις, οι όροι Βυζαντιστάν και Βυζαντινιστάν δηλώνουν χαρακτηριστικά παρόμοια με τη Σοβιετία, όπως λ.χ. συγκεντρωτισμό με την κακή έννοια, γραφειοκρατία, αυταρχισμό, νεποτισμό, κλειστό συμβολικό σύστημα συν τη μισαλλοδοξία και μη ανεκτικότητα που προκύπτει από το ορθοδοξιστάν στη Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν. Ο όρος δηλώνει ασφαλώς και το ότι η βυζαντινή παράδοση είναι αυτή που μας προσεγγίζει σε ανατολίτικες χώρες εμποδίζοντας την ευρωπαϊκή μας ολοκλήρωση, είτε πρόκειται για ανατολικομπλοκέ -στάν της Σοβιετικής Ένωσης, είτε για χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής με τις οποίες το Βυζάντιο είχε στενές σχέσεις και επηρεαζόταν από αυτές, όπως η Περσία.

Τέλος, να σημειώσω ότι τον όρο χρησιμοποιούν όχι μόνο οι φιλελέδες και οι φιλελέφτ, αλλά κατ' εξοχήν οι παγάνες και κάποιοι Ελληνάρες, οι οποίοι θεωρούν ότι το χριστιανικό Βυζάντιο καταπίεσε τον Ελληνισμό, και ότι αν θέλουμε να επιστρέψουμε στη δόξα των αρχαίων ημών προγόνων θα πρέπει να απαρνηθούμε τη βυζαντινή κληρονομιά και την καταπίεση και καθυστέρηση που αυτή συνεπήγετο.

1. αντωνακη γιατι μπερδεύεσαι; - δηλαδη η καλιφoρνια ρωταει την φλοριντα για την χρηματοδοτηση της παιδειας; - σε χαλαει να γινει καποια στιγμη ενωμενες πολιτειες της ευρωπης; ή μηπως αυτο το προνομιο το εχουν οι νοσταλγοι της φασιστικης Σοβιετίας; εκει αραγε το αρζεμπαιτζαν ρωταγε την μαμα ρωσια; σου την χαλασα ε; - και ναι χιλιες φορες να καθοριζεται η παιδεια απο τις βρυξελες παρα απο τους νεορωμιους του βυζαντινισταν.

2. ΕΙTE σας αρεσει ΕΙΤΕ οχι, εγινε η Επανασταση το 1821. Το Κρατος που δημιουργηθηκε ονομαστηκε ΕΛΛΑΣ και εμεις ΕΛΛΗΝΕΣ. Αντι κλαιγεστε πισω απο μια οθονη οραματιζομενοι μια «δημοκρατικη» Οθωμανικη αυτοκρατορια η ενα Βυζαντινισταν μπορειτε καλλιστα να προσπαθησετε να μοιασετε και να τιμησετε τους Μεγαλους Αρχαιους που σας εδωσαν το Ιερο ονομα «ΕΛΛΗΝΕΣ» ως κληρονομια...

3. Είναι το ακριβώς Αντίθετο από τον εθνικό ελληνισμό. Εθνικισμός, ορθοδοξία, ψευτο-επιστήμη - όλα τα καλά του βυζαντισταν εκεί είναι ενωμένα.

4. Τα ανθελληνικά Ψέματα που λένε στο Ορθοδοξιστάν/Βυζαντιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπλιφ, spliff

Σπλιφ ή σπλιφάκι είναι το τσιγάρο που περιέχει ανάμειξη ταμπάκου και χόρτου. Προέρχεται από την αγγλική λέξη spliff ή splif, που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δες και μπάφος.

1.-Έλα ρε φίλε να στρίψουμε κανένα σπλιφάκι.
-Δεν έχω καπνό ρε μαν, το έχω κόψει.
-Κόβονται ρε τα αούα;
-Όχι ρε είσαι καλά; Το κάπνισμα έκοψα.

(από fitifititis, 06/02/15)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί σύντομο διάλογο σε μπαφοκατάσταση. Μετά το πέρας αρκετών γύρων του μπάφου που έχει αρχίσει και επέρχεται σχετικά ο κορεσμός των συνδαιτυμόνων σε THC ή σε λιγότερο οργανωμένες παρέες που δεν τηρούν τον κανόνα του ρολογιού (το τσιγάρο να γυρίζει αυστηρά από το ένα άτομο μόνο προς αυτόν που κάθεται αριστερά του, ώστε να γίνεται ένας κύκλος) ο κάτοχος του μπάφου λέει τη λέξη «Μποπ» και όποιος από την παρέα απαντήσει τη λέξη «Μάρλεϋ» τον παίρνει.

Αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στο να εξασφαλίζει γρήγορα και άκοπα τη διαδοχή του μυρωδάτου τσιγάρου προς το άτομο της παρέας που το θέλει περισσότερο, ενώ είναι και αποδεδειγμένα λιγότερο κλασμένος από τους άλλους, αφού κατάφερε να συγκεντρωθεί και να απαντήσει πρώτος στο κάλεσμα του χόρτου. Επίσης είναι και ένας εύκολος τρόπος για τον κάτοχο του γάρου να το γυρίσει χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί τίνος σειρά είναι και να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει τον επόμενο στη διαδοχή, ο οποίος ίσως είναι τελείως ζάντα για να ανταποκριθεί γρήγορα ή μπορεί να έχει δηλώσει στον προηγούμενο γύρο πως δεν θέλει να πιει άλλο. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πλεονέκτημα για τον εκκινητή της διαδικασίας Μπομπ-Μάρλεϋ είναι πως δεν είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί/τεντωθεί/ζοριστεί για να περάσει το τσιγάρο στον επόμενο, καθώς αυτός που θα πει το «Μάρλεϋ» έχει την ευθύνη να πάει να το παραλάβει ο ίδιος.

Ο διάλογος αυτός αποτελείται από το όνομα του θρυλικού μουσικού Bob Marley, ο οποίος είναι γνωστός πέρα από τη μουσική του και για τη συχνή και βαριά χρήση μαριχουάνας, οπότε αποτελεί ένα φόρο τιμής στο πρόσωπό του. Ο διαλογικός τρόπος εκφοράς του ονόματος του Bob Marley φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από το παιχνίδι Marco Polo, το οποίο είναι ένα είδος τυφλόμυγας στο οποίο ο παίχτης που έχει δεμένα τα μάτια του φωνάζει «Marco», ενώ οι υπόλοιποι παίχτες «Polo» και ο πρώτος παίχτης προσπαθεί να ακολουθήσει τη φωνή τους για να τους πιάσει.

(21:21) Θάνος: Μπομπ
(21:22) Νάσος: Μάρλεϋ
(21:23) Θάνος: Φφφφφ, μια τελευταία τζούρα.
(21:25 και 3 τζούρες μετά) Θανάσης: Μάρλεϋ
(21:26) Νάσος: Ε το έχω ζητήσει ήδη ρε φίλε, με 3 τζούρες είμαι όλο το βράδυ. Εσείς έχετε πιάσει τα 7 μάρλευ και εγώ δεν έχω φτάσει ούτε το πρώτο.
(21:27) Θανάσης: Καλά ρε φίλε, άραξε θα στρίψουμε κι άλλο. Πήγαινε φέρε τα χαρτάκια.
(21:28) Νάσος: Πάλι εγώ να σηκώνομαι;
(21:39) Θανάσης: Μόνος σου το είπες πως είσαι χαμηλά στην κλίμακα.
(21:45) Θάνος: Έλα πάρ'το.
(21:46) Νάσος: Τι πάρ'το ρε; Αυτή είναι μόνο η τζιβάνα!
(21:47) Θάνος: Άραξε μωρέ έχουμε σταφ. Φέρε τον τρίφτη. Και καμία σοκολάτα.
(21:55) Θάνος: Μποπ
(21:56) Θανάσης: Μάρλεϋ
(22:00) Νάσος: Πάλι δε θα πιω τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επαναλαμβάνει κάτι χωρίς καμία πρωτοτυπία. Επίσης, αυτός που γίνεται φερέφωνο μιας ιδεολογίας. Λέγεται ιδίως για δημοσιοκάφρους που γίνονται τηλεντελάληδες του συστήματος διαχέοντας εκδοχές της πραγματικότητας και αξιολογήσεις που υποβοηθούν ένα καθεστώς. Λέγεται, όμως, και για κομματόσκυλα γραμμιτζήδες που διαδίδουν τη γραμμή που έχει περάσει από τη μονταζιέρα του κώματος.

1. Λεφτά (πάντα) υπάρχουν! Για συστημικά παπαγαλάκια

2. Γιατί άραγε ξεσηκώθηκε τόση φασαρία για τα πράσινα παπαγαλάκια;

(από Khan, 06/02/15)Blast from the past - πράσινα παπαγαλάκια (από σφυρίζων, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο το οποίο περιέχει μίξη καπνού και κάνναβης ή χασίς και συνήθως αντί για φίλτρο έχει τζιβάνα. Συχνά χρησιμοποιούνται King Size χαρτάκια για το στρίψιμό του ή περισσότερα του ενός χαρτάκια κανονικού μεγέθους κολλημένα μεταξύ τους (δίφυλλο, τρίφυλλο, κ.ο.κ.) Συνώνυμα: Γάρο, τσιγαριλίκι, ρο, φόσμπα (ποδανά), joint, reefer (αγγλιστί).

1.-Παιδί μου, πού ήσουν και μυρίζεις λιβάνια; Δεν πιστεύω εκεί στην παρέα σας να πίνετε τίποτα μπάφους!
-Όχι μάνα, είσαι καλά; Χαχαχα. Στην εκκλησία ήμουν και πέρασε από δίπλα μου ο παπάς που ευλογούσε.
-Α, έτσι μπράβο παιδάκι μου. Να σου βάλω τίποτα να φας;
-Ναι ναι ναι ναι ναι, με θέρισε αυτός ο παπάς.

2.-Τάσο, θα έρθεις να αράξουμε;
-Ε, τι να σου πω έχω κάτι εργασίες να κάνω, κάνει και κρύο σήμερα που να βγαίνω..
-Καλά ρε φίλε. Έχω έρθει στου Μανόλη και λέγαμε να πιούμε κανένα μπάφο. Θα πιούμε στην υγειά σου αφού δεν μπορείς.
-Στο μπαφόσπιτο ρε και δεν το έλεγες πιο πριν; Ντύνομαι και σε μισή ώρα είμαι εκεί!

(από fitifititis, 05/02/15)(από fitifititis, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να μη θες ν' αλλάζει τίποτα, αντίθετα να αγωνίζεσαι όλα να δείχνουν οτι βαίνουν καλώς. Βusiness as usual, κεντρισμός, κονφορμισμός, κάργα συντηρητισμός δηλαδή.

Σαν να αγοράζεις κάθε μέρα για χρόνια, ζεστή τυρόπιτα απ' τον ίδιο τυροπιτά. Όμως δε λέω, έχει και τα καλά της η σταθεροτυρόπιτα ...

Απ' το TWITTER
- το ότι οι ξένοι προμηθευτές ζητούν προπληρωμή εισαγωγών το λέμε ή ενοχλούμε τη σταθεροτυρόπιτα;

- Η ψήφος εμπιστοσύνης δεν ήταν ικανή να κάνει τον Πρετεντέρη να αλλάξει τη θεματολογία της εκπομπής του: Αμφίπολη και σταθεροτυρόπιτα.

- Κι η #σταθεροτυρόπιτα κύριε; | Υπέρ των πρόωρων εκλογών ο Κ. Σημίτης #κλαίω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο φθόνου και χαιρεκακίας που διακατέχει ορισμένους λεβέντες ελληναράδες (και όχι μόνον): ξέρετε, αυτούς που θα σε ρουφιανέψουν στην πολεοδομία επειδή η μάντρα που έχτισες είναι μισό εκατοστό ψηλότερη απ' ότι προβλέπει Βασιλικό Διάταγμα του 1952, ή αυτούς που θα σού χαράξουν κλειδιές στο τσίλικο τουτούνι σου.

Η έκφραση αυτονομήθηκε από την παμπάλαια στιχομυθία του αναξιοπαθούντα κτηνοτρόφου που προσεύχεται στον Γιαραμπή να ψοφήσει η τροφαντή κατσίκα του γείτονά του. Το φαινόμουνο μοιράζεται κοινή αφετηρία και ελατήρια με τον λαϊκισμό.

1.
Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα!!! Αντί η οικονομική κρίση, αυτός ο νέος εθνικός λοιμός να μας φέρει πιο κοντά, να μας κάνει μια γροθιά, ώστε να ξεπεράσουμε τα δεινά, μας έχει κάνει τέρατα και μάλιστα πιο αιμοβόρα από ποτέ.

2.
Κάποιοι δεν θέλουν την ανάπτυξη της Ακαδημίας Πλάτωνος και προσπαθούν να βάλουν λουκέτο, σε όποιον ξεπερνάει το μέσο όρο. Είναι οι θιασωτές της μιζέριας, είναι οι οπαδοί του δόγματος, «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα».

3.
Κακή αρχή φαίνεται ότι κάνουμε και φέτος στα Χανιά. Η νοοτροπία «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα» φαίνεται ότι δύσκολα εγκαταλείπει κάποιους Χανιώτες. Το φαινόμενο του περσινού καλοκαιριού με τα τηλεφωνήματα για βόμβα σε δημοφιλή καφέ και μεζεδοπωλεία όπως δείχνουν τα πράγματα θα το ξαναζήσουμε και φέτος.

4.
Τις τελευταίες ημέρες διαβάζουμε για έντονες αντιδράσεις στη Μεσσηνία μετά την ανακοίνωση της μετρατοπής του αεροδρομίου της Τρίπολης από στρατιωτικό (και) σε πολιτικό. Γιατί όμως; (...) Αποψή μας; Η κατσίκα του γείτονα να ζήσει και το γάλα να γίνει περισσότερο για όλους.

(από σφυρίζων, 05/02/15)(από σφυρίζων, 05/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη στον υπερθετικό βαθμό. Η τελείως κραγμένη. Η αποτελειωμένη και ξεφτιλισμένη λούγκρα. Ο απόπατος του gay οικοσυστήματος. Η απόλυτη αδέρφω. Η πουστάρα του κερατά. O σερ Λάνσελοτ του Αδερφάτου των Ιπποτών. Ο τιτανοτεραστίου βεληνεκούς στης-πού κ.ά.

Συνήθως η κοινωνική θέση της κεκραγμένης βρίσκεται πιο κάτω από τον μέσο όρο. Οι κεκραγμένες που κατέχουν ανώτερη κοινωνική θέση είναι πολύ σπάνιες γιατί η ανατροφή, η παιδεία, το lifestyle και το κύρος τους σπάνια τους επιτρέπει να εξελιχθούν σε «αρχοντοκεκραγμένες»(κάτι αντίστοιχο με τις αρχοντοπουτάνες αλλά σε στη-πού), την κρεμ ντε λα κρεμ, την αφρόκρεμα της πουτσίλας της gay αριστοκρατίας. Εν ολίγοις δύσκολα θα δει κάποιος ξεφτιλισμένη αρχοντοκεκραγμένη να γαμιέται σαν καρνάβαλος σε κάνα πάρκο με περίεργους τύπους χαμηλής κοινωνικής θέσης όπως η «ξαδέρφη» της η απλή κεκραγμένη.

Επίσης, η κεκραγμένη και συγκεκριμένα η «αρχή της κεκραγμένης» θα μπορούσε σε ένα παράλληλο gay σύμπαν να είναι κάτι σαν την «αρχή της δεδηλωμένης», τον όρο δηλαδή του Συνταγματικού Δικαίου που ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των Βουλευτών κτλ. με την διαφορά ότι θα μπορούσε (με μια εντελώς εικαστική προσέγγιση) να εκφράζει αντίστοιχα τον όρο του Συνταγματικού Δικαίου των στη-πού κτλ.

- Έβλεπα πάλι στο youtube εκείνα τα παλιά μεσημεράδικα μ' εκείνη την κραγμένη τον Σ**********λο την θυμάσαι;
- Πως να μην την θυμάμαι ρε τέτοια κεκραγμένη; Καλά πώς μπορείς και βλέπεις αυτές τις μαλακίες;

(από Mpiliardakias, 04/02/15)(από Mpiliardakias, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified