Λέξη που αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χώρα: την Αλβανία. Την ακούς με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα σύνορα με την συγκεκριμένη χώρα (Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Είναι τύποις συνθηματικό, όμως όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοείς.

  1. - Θα πας μέσα το Σαββατοκύριακο;
    - Ναι, θα πάρω τη γυναίκα και θα πάμε.
    - Ποιος τη χάρη σου Λεντιόνα! Θα σε πάει και στο εξωτερικό ο άντρας σου!

  2. - Από πού είσαι ρε;
    - Από το Αργυρόκαστρο.
    - Από μέσα είσαι πουλάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική τροπή της ευχής «σιδεροκέφαλος!» που την επεκτείνει και στο κάτω κεφάλι. Με το kitschy ζενεσεκουά του β΄ συστατικού -τσουτσουνος, πετυχαίνει να αποφορτίσει μια αμήχανη στιγμή, όπου οι συνήθεις κοινοτοπίες χρειάζονται μια διασκέδαση, τ.πολύχρωμος και εντοιχισμένος. Ενώ έχει και το πλεονέκτημα ότι είναι και μια πραγματικά χρήσιμη ευχή. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις, όπου η ευχή κυριολεκτεί, όπως για παράδειγμα όταν ευχόμαστε σε κάποιον να αναρρώσει από αφροδίσιο νόσημα (ή περιστασιακό πρόβλημα στύσης ξερωγώ). Επίσης, είναι χρήσιμο ως ευχή κατά τη γέννηση άρρενος τέκνου.

Συναφώς, έχει υπάρξει παρατσούκλι του Ανδρέα Παπανδρέου, την περίοδο που γύρισε στην Ελλάδα ύστερα από την περιπέτεια υγείας του, ταυτόχρονα με την επισημοποίηση της σχέσης του με την Δήμητρα Λιάνη. Πόσω μάλλον που ο συγχωρεμένος αποτελούσε το σοσιαλιστικό αντίπαλον πέος στη νεοφιλελού Σιδηρά Κυρία.

Χρησιμοποιείται, όμως, και γενικότερα, ανεξάρτητα της ευχής υγείας, για γκραν γαμίκουλες, είτε για να τους θαυμάσουμε, είτε για να τους ειρωνευτούμε.

Συνώνυμα: ρόμποκοπ, σιδηρόπουλος.

1.α) Σιδεροκεφαλος, σιδεροποδαρος και σιδεροτσουτσουνος!

β) Κατα αρχας φιλτατε συναγωνιστη περαστικα σου,ελα μην τρελενεσαι ενταξει θα κανεις θεραπεια με ενα αντιβιοτικο κ ολα καλα ο τσουτσουνος σου κ εσυ γενικα,οσο για τα αλλα δεν εχεις αρπαξει τιποτα ;) μην τρελενεσαι ,,,,περαστικα σου κ παλι σιδεροτσουτσουνος παλικαρε! (Από μπουρδελοσάιτ).

γ) μπραβο ρε μπραβο ρε!!!να σου ζισει μανα μουυυυυυυυυυ!!!!!!και σιδεροτσουτσουνος!!!!!!!!!!!!1

2.α) Θάτσερ αυτοί σιδεροτσούτσουνος εμείς.

β) Επίσης οι παλιότεροι θα θυμούνται οτι ο “σιδεροτσούτσουνος εθνάρχης” ηταν ο πρωτος που έβαλε χέρι στο ΝΑΤ

3.α) Η γερμανική «τσατσά» και το ελληνικό «τσατσόπουλο». Μετά το πρώτο σοκ του αιφνιδιασμού από τη συγκλονιστική και αποκαλυπτική δήλωση που περήφανα έκανε ο χαλκέντερος και σιδεροτσούτσουνος εθνοπατέρας και καμάρι της φυλής μας, άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου διάφορες ιδέες-προτάσεις γιά την, όσο το δυνατόν επωφελέστερη, εκμετάλλευση της μοναδικής πηγής πλούτου που εναπέμεινε στην μαραζωμένη χώρα μας. [...] Αντί να κουβαλιόνται, σωρηδόν, πολυπρόσωπες, κοστοβόρες και άχρηστες αντιπροσωπείες στις Βρυξέλλες κι εδώ κι εκεί, αρκεί ο εκάστοτε επίσημος εκπρόσωπος της χώρας να κουβαλάει μαζί του τον Πετράρα, το απόλυτο όπλο, το ικανότερο sex-pistol! Έναν και καλό και ..μπάνικo.

β) καλα, ποιος καβαλαει το «κοριτσι» ο ΣΙΔΕΡΟΤΣΟΥΤΣΟΥΝΟΣ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα, ειρωνικά, επειδή τα πρεζάκια παλιότερα ζητούσαν ένα κατοστάρικο για να πάρουν τυρόπιτα. Τώρα το έχουν γυρίσει στο ένα ευρώ.

Τι να σου κάνει κι η αποτοξίνωση; Μόλις βγήκε άρχισε πάλι την τυρόπιτα.

(από Khan, 18/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χημειοθεραπεία, στην αργκό των καρκινοπαθών και των ανθρώπων τους.

Αγγλιστί: chemo.

1.
Οι γιατροί μας είχαν μιλήσει για 6 μήνες ζωής και να μην κάνουμε ούτε χημειο, ούτε τίποτα.

2.
Ο πυρετος εχει πεσει 2 μερες τωρα οποτε ευχομαι να μην ξανανεβασει (φτου φτου σκορδα :) ) κ τωρα εχουμε τις παρερνεργειες της χημειο που τη μαμα μ την ανησυχουν αλλα εγω καθοτι εχω διαβασει κ τις ξερω ειμαι οκ.

3.
Τλκ ξεκινησαμε χημειο γτ δ σηκωνει χειρουργιο αυτη τη στιγμη μασ το απεκλεισε...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρυφερό πόδι (στον κόσμο όχι του Λούκι Λουκ αλλά του Παλούκι Λουκ), το αντίθετο του κωλοπετσωμένου. Είναι δηλαδή ο φλώρος που δεν έχει εκτεθεί στην τραχύτητα και τους κινδύνους της ζωής με αποτέλεσμα τα κωλομάγουλά του να είναι υπερβολικά τρυφερά, ο βουτυρομπεμπές, ο βιτάμ σοφτ.

1. Θέρμανση ανοιχτή όλο το χρόνο; Μα, καλά, πόσο τρυφερόκωλος είσαι;

2. afta na ta vlepoun meriki triferokoli grafiades me mixani pou gkriniazoun gia na pane mia volta e8niki!

3. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι τρυφερόκωλοι χαρτογιακάδες ;

4. Για να περάσει ένας χρόνος λιγότερος χαμηλά επειδή οι τρυφεροκώληδες της 4 δεν μπορούσαν τη Δ, μπήκαμε σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφός του ελαμωρέ και ξάδερφος του ωχαδερφιστή, με εκλεκτικές συγγένειες προς τον καικαλά και κυρίως τον οτινάνα.

Ο τιταθές (πληθ. τιταθέδες) είναι κι αυτός φιγούρα νεοελληνικής μιζέριας. Που παράπονο δεν έχει (με το σύστημα) αλλά κι ευχαριστημένος δεν είναι (δηλαδή, θέλει ακόμα κι άλλα κοκαλάκια να γλείψει)... Τι τα θες; Πάντα έτσι δεν ήταν ο μικροαστός; Άσε ρε τώρα...

Αγούγλιστον προς το παρόν, εθεάθη στο λόγο και στους τοίχους αναρχικών και καταλήψεων.

Θάνατος στους Τιταθέδες! (Α)

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κι αν στην κοινωνία μας χτυπούν αλύπητα οι μπόρες
Μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή για να έχει κάποιος γερό κεφάλι.

Το εύχονται σε εργαζόμενους που κάνουν δουλειά με το μυαλό τους, σε άτομα που έχουν αναρρώσει από παθήσεις σχετικές με το κεφάλι, αλλά και σε άτομα που χρειάζονται καλό μυαλό σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους.

Το λένε όμως και όχι ως ευχή, για κάποιον που είναι ήδη σιδεροκέφαλος, δηλαδή πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. Στο ποδόσφαιρο και για παίκτες που αντέχουν τις άγριες κεφαλιές, κυρίως τερματοφύλακες.

  1. Του λέγανε όλοι «σιδεροκέφαλος» του υπουργού κι αντί να πάει καλύτερα στην υγεία του τον μάτιαξαν!

  2. Άντε Γιάννη σιδεροκέφαλος! Ελπίζω τώρα που παντρεύτηκες να ξεχάσεις τις γυναίκες στο γραφείο.

  3. Με τέτοιο σιδεροκέφαλο τερματοφύλακα πώς να μη νικήσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μεν «μπάκακας», «μπακακάς» και «μπακακός» είναι ο «βάτραχος» όπως ορθότατα δηλώνουν αντίστοιχα οι σφυρίζων, leonpanos και vikar εδώ, οπότε «μπακακάκι» το «βατραχάκι», αλλά επίσης «μπακακάκι» είναι και σύνεργο ψαρέματος.

Πρόκειται για μια μικρή σχετικά μεταλλική κατασκευή συχνότατα με ιχθυοειδές σχήμα και βάρος ανάλογο με το βάθος των νερών που θα γίνει το ψάρεμα με τη μέθοδο της συρτής. Απ’ το μπακακάκι κρέμονται δύο ή και παραπάνω αγκίστρια ή σαλαγκιές στα οποία δολώνεται (εκτός ίσως του τελευταίου), ανάλογα με το θήραμα - στόχο, ζωντανό ή φρέσκο ήδη ψαρεμένο ψάρι (π.χ. γόπες), καλαμαράκια ή ακόμη και χταπόδι.

Όλο το σύμπλεγμα δένεται στο νήμα που θα βυθιστεί στο νερό. Το δε νήμα μπορεί να συγκρατείται από το καλάμι του ψαρέματος ή ηλεκτρικό καρούλι.

Το μπακακάκι εξασφαλίζει με το σχήμα και το βάρος του πως η κίνηση των δολωμάτων κάτω από το νερό θα μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με αυτήν ζωντανών ψαριών σε μικρό κοπάδι ώστε να ξεγελαστεί το μεγάλο ψάρι - θήραμα (σφυρίδα, φαγκρί, στείρα κλπ).

Η έκφραση «κατεβάζω μπακακάκια» συνήθως παίζει χαιρέκακα στο γ’ πρόσωπο.
Περιγράφει την κατάσταση κάποιου σε και γαμώ τη στριμόκωλη φάση, όπου κάτι έχει πάει τόσο σκατά κι απόσκατα και τόσο απρόσμενα κόντρα από το αναμενόμενο που κυριολεκτικά γαμήθηκε το σύμπαν και επιπλέον όχι μόνο δεν μπορεί να την κάνει με μικρά πηδηματάκια, αλλά είναι αναγκασμένος να κάτσει να φάει στη μάπα, δημόσια ή όχι, μια άλφα ξεφτίλα, να λουστεί άσχημες συνέπειες λόγων και πράξεων ή απλά επειδή έμεινε με το μουτζούρη και την ψωλή στο χέρι, να δει τις φιλοδοξίες του να καταρρέουν δίχως να μπορεί όχι μόνο να αντιδράσει αλλά ούτε να μπινελικώσει την καργιόλα τη μοίρα του γιατί απλά δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο η θέση, το αξίωμα, ο περίγυρος ή η όλη φάση.

Συνώνυμη με την έκφραση «κατεβάζω γουστέρες» -κάτι που ωθεί στο να θεωρήσω πως ετυμολογείται από το συμπαθές πλην γλοιώδες αμφίβιο.

  1. Θα ήθελα πολύ να δω όσους πιο πολλούς γίνεται από εσάς την άλλη Κυριακή στο 14άρι του ΣΔΥΠ, για να ενώσουμε τα χέρια και να κάνουμε ''ΖΝΤΟ'' μπροστά στην ξινισμένη μούρη του Κατσαρού, που θα κατεβάζει μπακακάκια που τον πέρασε πάλι ο Sam. Να βγάλουμε τη γλώσσα στα μέλη του αντίπαλου team (πιστοί στο πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι) και να τους δείξουμε πόσο τους λυπόμαστε για την επιλογή τους.

  2. Α, όλα κι όλα. Το να καρφώνεις τον τιμώμενο για τη γιορτή του Αντώνη Σαμαρά, μέσα στη Βουλή, είναι απρέπεια. Κι αυτό επισήμανε ο Παπαδημούλης του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την ντρίπλα Βενιζέλου, με το να απαρνηθεί τις εφτά κάλπες για τις τέσσερις που πρότειναν όλοι.
    (Τώρα στην Πύλο, στη Μήλο, ή στην Τήνο, ο κυρ Αντώνης, κατέβαζε μπακακάκια)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified