Παπαλιάζω, παρατ.: παπάλιαζα, στιγμ. μέλλ.: θα παπαλιάσω, αόρ.: παπάλιασα, μτχ.π.π.: παπαλιασμένος.

Ολοκληρώνω κάτι, κάτι εξαντλείται ή φτάνει στο τέλος του.

Σ.ς.: Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, τρώει στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.

  1. Τώρα, παπαλιάζω μια στιγμούλα τις γαμοεργασίες και έρχομαι να λιώσουμε στο Pro.

  2. «Δημητράκη, όπως έρχεσαι σπίτι, σταμάτα στο τυράδικο του κυρ-Αριστείδη και πάρε μισό κιλό φέτα γιατί παπάλιασε».

  3. Ο διαγωνισμός παπαλιάστηκε και οι νικητές θα ανακοινωθούν σύντομα (πηγή).

Προσοχή: να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης αφού δεν ταιριάζει επ' ουδενί με το κόνσεπτ (π.χ. «Παπαλιάζω μωρό μου, παπαλιάζω»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο μαστόρων και γλυπτών σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, με ξύλινη λαβή (αγγλ. turning tool). Χρησιμοποιείται ευρέως από αρχαιολόγους και εργάτες ανασκαφών για λεπτοδουλειές και καθαρισμούς. Γνωστό και ως τριγωνάκι.

- Σαν πολύ τετράγωνος να είναι ο τάφος, ή μου φαίνεται;
- Άσε, έχουμε έναν εργάτη μάστορα στο τριγωνάκι! Αφού δεν έφτιαξε και καμία σφίγγα πάλι καλά.

(από σφυρίζων, 05/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία, λέει εδώ, ή το φλερτ, λέει εδώ, λέξη που διασώζεται στα κερκυραίικα.

O Σάραντ στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται το έχει και ως γάρμπος και εννοεί την χάρη, την κομψότητα κλπ.

Από την λέξη παίζει και η έκφραση «αλλού τα γάρμπα», δηλ. αλλού τα κόλπα, οι γαλιφιές, τα κωλογλειψίματα, οι χαριτωμενιές, η προσπάθεια δηλαδή να μου κάνεις τα ωραία μάτια και να με πείσεις, ασ' τα τζούφια, σεταμάς κλπ.

  1. Πελασγός είπε
    Βέβαια δεν κατάλαβα τίποτα σχεδόν από το τραγούδι , αλλά είναι υπέροχο να σου χαιδεύει τα αυτιά αυτή η μουσική.Μήπως ξέρεις τι θα πεί “Το Γάρμπο”;
    ΜΑΡΙΑ είπε
    Τό καμάκι!!!
    Κομψά τό φλέρτ……..

(από το νέτι)

  1. Σα βουρλίτας ξυπνώ και βραδυές ξαγρυπνώ. Σα σονάμπουλα γυρνώ
    και πληρώνω ακριβά αυτό το γάρμπο μ’ αυτή τη . . . Γκρέτα Γκάρμπο.

(από το νέτι)

  1. κερκυραϊκό τραγούδι: «Το Γάρμπο» ή Το τραγούδι των Πινιατόρων« (βλ. στίχους εδώκαι μουσική εδώ.

  2. Οι δύσπιστοι Πηλιορείτες, αυτοί που δε σε κοιτάνε στα μάτια μα στις μύτες των παπουτσιών, δε γελαστήκανε! «Ήθελε ο θεομπαίχτης να μας κοροϊδέψει. Αλλού τα γάρμπα

Βάρναλης, για τα Αθεϊκά του Βόλου, από το Ο Άγνωστος Βάρναλης, του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός (έχει βάλει και το χεράκι του ο Σάραντ σε αυτή την πολύ καλή δουλειά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τόπου. Με λογοπαίγνιο με το πέος (και καλά «επί το πέος») και με ένα χμου καθαρεύουσας («επιτοπίως»).

Να μου το φέρεις εδώ, επιτοπέως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάθε λογής λεβεντομαλάκα με αξιώσεις.

Το λήμμαν έχει σαφείς ρατσιστικές γκαταβολές, αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για να στιγματίσει συμπεριφορές πομπώδους μικροπρέπειας και ξεφτίλας, ασχέτως φυλής, θρησκείας, φύλου, και ταλιμπάν.

Βλ. επίσης: γύφτουλας, βλαχοδήμαρχος, μπαστου(ρ)νόβλαχος.

1. Χατζηδάκης, παρθένος νεοφιλελεύθεροος. Βρούτσης, κυκλαδίτης γυφτοπρόξενος. Κεδίκογλου, ωραιοπαθής, Πεταλωτής ο Β΄. Πιπιλή, (γάμησέ τα).

2. Σε καίνε όλα αυτά που έγραψα για τις παρανομίες που κάνουν, όχι όλοι οι ποδηλάτες του κόσμου, αλλά οι συγκεκριμένοι χωρίς καμιά παδεία και οδική συμπεριφορά ελληναράδες, κάφροι και γυφτοπρόξενοι, κατεβασμένοι απ'τα βουνά «ποδηλάτες» της Γκατζολούπολης που πήρανε ένα ποδήλατο για να το παίξουνε κάποιοι ή απλά γιατί έγινε της μόδας!

3. Τσαντιρομεσιτης γυφτοπροξενος κ φανατικος συριζα

4. Κάποτε, ζούσε σε κάποια πλάτη, ψηλά σε ένα κώλο, ένα μικρό μικρό τράιμπαλ ξεκωλόσημο....το τράιμπαλ ήταν μικρό ασθενικό και λίγο φυλακόβιο, αλλά η ιδιοκτήτριά του το αγαπούσε, το αγαπούσε πολύ, και, το τάιζε, και σιγά σιγά τοπ ξεκωλόσημο έγινε ξεκωλοσέντονο, γινε ξεκωλοταπετσαρία. Η ξεκωλοταπετσαρία εξαπλωνόταν με εκθετική πρόοδο στους κώλους κι’ άλλων γυναικών. Αρχικά σαν εμφανίστηκε σαν αθώο τραϊμπαλ κωλαράκι στο διάβα του. Τρομοκράτες; Αρμαγεδδών; Τα εξαγριωμένα πλήθη λεβενονοικοκυραίων με πυρσούς και τσουγκράνες άρχισαν να στήνουν αυτοσχέδιες αγχόνες σε κάθε γωνιά. Πρωτοστατες σ' αυτη την τρελη επιδημια εγκληματικοτητας εις βαρος αθωων κατα τ' αλλα ξεκωλων, ηταν μια ομαδα απο εξαγριωμενες γιαγιουμπες συνεπικουρουμενες απο διαφορες μπαζολες και τους ευνουχισμενους φλωροκουπες γιους και συζυγους τους. Η συνοχη του κοινωνικου ιστου ειχε πλεον διαταραχθει ριζικα και, ακομα χειροτερα, ολες μα ολες οι αξιαγαμητες γκομενες το κλειδωσαν με αποτελεσμα το ασπρισμα των τοιχων σε ολη την επικρατεια μέχρι που ο άσσος σπαθί έβαλε υποψηφιότητα για γενικός γυφτοπρόξενος. το ασυμβίβαστο της ιδιότητας αυτής με το επάγγελμά του ως ποντικομαμή προκάλεσε χάος στο βασίλειο, αφού δεν υπήρχε πλέον κάποιος που να φυλακίζει το σκόρο. το άβα περλέ εξαντλήθηκε κ πωλείται μόνον στη μαύρη αγορά έναντι της σοφοκλέους και τα κωλόμπαρα δεν έχουν τί να σερβίρουν μαζί με τα φιστίκια κ όλα τα παρελκόμενα. κ ζήσαν αυτοί καλά, κ μεις τη ρόκα μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαταθέτω ότι όσες λέξεις αρχίζουν με γκ αποτελούν ανεξαιρέτως σλανγκιές, ή τουλάστιχον εμπεριέχουν σλανγκοενεργό ζενεσεκουά λόγω βαρβαρικών γκαταβολώνε.

Ωσεκτουτού, η χρήση γκ- αντί για κ- είναι εβληματική μέθοδος εκσλανγκάζ. Συγκρίνετε πιχί την σλανγκοαδρανή καμήλα με την σλανγκοσφυρίζουσα γκαμήλα και βγάλτε συμπέρασμα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν ένα από θα εμβληματικότερα γκαμοσλανγκοτέτοια της σλανγκογραμματικής, αντλώντας παραδειγματα του ανά οθόνης σαητόστ:

  1. Πω ρε γκάβλα!

  2. Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ

  3. Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

  4. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  5. - Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
    - ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
    - Σε σένα ρε αρχίδι!
    (και γίνεται της πουτάνας).

  6. - Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
    - Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

  7. Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

  8. Πω, ρε μαλάκα, δες γκαυλοτάκουνα!!! Για να στον παίζει με τα τακούνια είναι αυτή!!!

  9. - Την είδες την καινούργια; - Ναι, ρε φίλε, πολυ γκαυλόφατσα.

  10. - Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
    - Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
    - ...

  11. - Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
    - Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα και το σκυλί είναι οι αρχαιότεροι και καλύτεροι φίλοι του άνδρα. Ουδείς όμως αχαριστότερος του ευεργετηθέντος: και οι δύο έννοιες, αντί να δοξάζονται αενάως, εκφυλίστηκαν σε άκρως υβριστικά γαμοσλανγκομπινελίκια. Υπ' αυτή την έννοια, το πουτανόσκυλο αποτελεί μνημείο αχαριστίας.

Παρά τις σεξουαλικές του ετυμολογικοκαταβολές, εκφέρεται πρωτίστως με την έννοια του τσογλανιού / κοπρόσκυλου και δευτερευόντως σεξιστικά (μουνόσκυλο / καραπουταναριό).

  1. Δειτε το πουτανοσκυλο το Γιωργακη που αφου εκανε τη δουλιτσα του και κατεστρεψε τον τοπο τωρα τα μαζευει και παει στην πατριδα του την Αμερικη να το παιξει καθηγητης ο κρετινος να διδαξει και αλλους σοδομισμενους να κανουν και αυτοι τα ιδια κατα τοπους οπου τους ανατεθει.Ποτε θα ξυπνησουμε επιτελους;

  2. Κακογαμημένη κατσίκα, πουτανόσκυλο, μουνί της λάσπης, μπρίζα σουκω, κοκκινοτσουτσουνομαλάκα, ψωριάρη, λινάτσα, ξυνομούνα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, μαλακομπούκωμα, Μαλακοκαύλη, πορδοβούλωμα, λιγουροσαλιάρη, ντιβανοκασέλα NIMITZ MHN ΞΑΝΑΓΡΑΨΕΙΣ ΕΔΩ ΠΟΥΤΑΝΟΣΠΕΡΜΑ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ............................

  3. ΚΑΜΑΡΩΣΤΕ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΥΡΗ ΜΠΛΟΥΖΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΣΤΑ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΩΝ SS! ΕΛΑ ΜΑΣΟΝΙΚΟ ΠΟΥΤΑΝΟΣΚΥΛΟ ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟ ΝΑ ΠΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΜΑΣ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΩΤΟΜΟΝΤΑΖ ΟΛΑ ΑΥΤΑ.

(από διάφορα σάη)

Με την καυλή έννοια (από Khan, 01/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός της αυτοηδονιζομένης γυναικός, της βιρτουόζας στο μουνοδάχτυλο. Την φέρουσα δηλαδή σαφρακιασμένο αμνί συνεπεία συστηματικής ψηφιακής επεξεργασίας.

- Μετα τον καρπουζογαμικουλα και την δαχτυλοφαγωμενη μας ξεπεταχτηκε και η δικεφαλομπουκωμενη.

- Από περίεργες βρισιές... δαχτυλοφαγωμένη (το «μαλάκας» για θηλυκές) ψωλοφούκαρο (άρρενες) πεοκρουστης (το μαλάκας πιο κυριλέ) και άλλα όμορφα... δε μούρχονται τώρα οι καλές, θα τις θυμηθώ όμως που θα πάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified