Λολοπαίγνιο που φορέθηκε ιδίως αυτόν τον χειμώνα 2012-2013, λόγω του ακριβού πετρελαίου θέρμανσης και της προσπάθειας να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι να ζεσταθεί ο κοσμάκης, ο πλέον κλασσικός από τους οποίους είναι ασφάλουσλυ το σεχ. Κάνει κρύο, καιρός για τρίο άλλωστε, η ομοιοπαθητική καυλοριφέρ βέρσους πουτσόκρυο είναι η πιο ενδεδειγμένη.

  1. Επειδη καλοριφερ δε βλεπω να αναβουμε ουτε εμεις, εχω βαλει το καΥλοριφερ στο φουλ, μηπως πιασει θερμοκρασια και ζεσταθούμε με την κυρά (Εδώ).

  2. Θερμαντικο σώμα που σου προκαλεί σεξουαλικο ερεθισμο. Καυλοριφερ. (Εδώ).

(από Khan, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.

Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.

- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!

-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ

Μαυρομάτικο ξεκόλι (από σφυρίζων, 31/01/13)Πράσινα Χecol-mas (από σφυρίζων, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτούμπα είναι ένα αειθαλές φυτό που φύεται κατ' αποκλειστικότητα στον ελλαδικό χώρο.

Συναντάται κυρίως στην πολιτική, αλλά και σε άλλους κλειστούς χώρους, όπως ομάδες, συντεχνίες και συνδικάτα. Πολύ συχνή είναι επίσης η εμφάνιση της στις διαπροσωπικές σχέσεις. Φημίζεται για τις αναρριχητικές της ικανότητες και την ιδιότητά της να παραλλάσσεται βάσει των εκάστοτε συνθηκών και συγκυριών. Όταν συναντήσει το κατάλληλο υποστήριγμα μπορεί να φτάσει πολύ ψηλά στην ιεραρχία, καθώς αν και ευκόλως αντιληπτή, ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού, βρίσκει πάντα τρόπο να περνά απαρατήρητη, κλέβοντας τις εντυπώσεις!

Αλέφαντος πριν το ντερμπι: Ο Σαλπιγγίδης τις μέρες αυτές είναι να παίζου εδώ μέχρι τη Β' εθνική κατηγορία. Για να παίξεις στην Ευρώπη, να βγεις, πεθάνανε οι 1,15 ύψος, ξέχασέ το. Ποιος Σαλπιγγίδης τώρα...

Αλέφαντος μετά το ντέρμπι: Που εγώ με τον Σαλπιγγίδη, πρόσεξε να δεις, σφήνα, τον παρακολούθησα, τον είδα πολύ καλό σε όλες τις πλευρές να φεύγει, καλά είπες, είχες δίκιο, αυτός είναι μπουκαδόρος, άμα βρει την ευκαιρία θα σου το πλασάρει, το δε γκολ το πλασέ ήτανε μεγάλου παίχτου, μεγάλου παίχτου σου λέω... ανακάτεψε το σύμπαν, αντοχή στην ταχύτητα, πνεμόνια, γρήγορος και άντεχε, εντωμεταξύ τα πόδια του είναι σιδερένια, σιδερένια... μα γκλούτσα σου λέω, τι να σου πω...

(από Iαπετός, 30/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακός ιδιωματισμός.

Το τσιφί είναι ο (συνήθως μεταλλικός) μηχανισμός των πορτών που επέτρεπε να κλείνουμε / ανοίγουμε τη πόρτα. Αν θέλαμε να ανοίξουμε τη πόρτα σηκώναμε το τσιφί, ενώ για την κλείσουμε-κλειδώσουμε κατεβάζαμε το τσιφί. Λόγω της ασφάλειας που (δεν) παρέχει, στις μέρες μας χρησιμοποιείται μόνο σε πόρτες αγροτόσπιτων, σε μαντριά και στάνες.

  1. Παππούς και εγγονός στο χωράφι του παππού:
    - Πώς ανοίγει αυτή η πόρτα ρε παππούλη; - Α ρε φλώμε. Τι ψάχνεις για κλειδιά και κλειδαριές; Δεν το βλέπεις το τσιφί; Το σηκώνεις και ανοίγει η πόρτα.

  2. Mεταφορική έννοια:
    - Τι διάολο, γιατί δε μπαίνεις gtalk τελευταία να κάνουμε κανά chat;;
    - Άστα ρε ξάδερφε, ο proxy της εταιρίας μου έχει κλείσει το τσιφί στη πόρτα του gtalk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί σουσουράδα, που κουνά πάνω-κάτω την ουρά της. Από το κώλος και σείω.

Η λέξη, όπως και η λέξη σουσουράδα, λέγεται και για ένα τσαχπίνικο και ανήσυχο κοριτσάκι, αλλά κατά σλανγκ μεριά σημαίνει την προκλητική γυναίκα, αυτήν που κουνά τον κώλο της και ψάχνεται για τρελίτσες.

Κάποτε ήρθε μες τα λούσα
τις πούδρες και τις μυρωδιές
στη γειτονιά μια κωλοσούσα
(τι ντόρος όλες τις βραδιές!)
πριν μας χαλάσ' η Αφροδίτη
φωτιά της έβανα στο σπίτι.

από το «Ο Άγνωστος Βάρναλης», του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διέρχομαι χωρίς να ελεγχθώ, να πληρώσω τέλη, εισιτήριο, παράβολο ή να υποστώ άλλες διατυπώσεις.

Χρησιμοποιείται για αντικείμενα που περνούν από τελωνείο, για πρόσωπα που περνούν μέσα από τουρνικέ (π.χ. σε γήπεδα), για αυτοκίνητα στα διόδια και γενικά για οπουδήποτε καταπατούνται οι διατυπώσεις ορθής διελεύσεως προσώπων, αντικειμένων ή εμπορευμάτων.

Εκ του ισπανικού arriba=μπροστά.

Το tablet που πήρα από το Guanzhu πέρασε αρίμπα, δεν πλήρωσε μία στο τελωνείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκατόφατσα.

Η μουτσούνα ετυμολογείται: < βενετικό musona < muso = μουσούδι, ρύγχος < λατινικό musum.

  1. Ρε παιδια τον θυμαστε καμποσα χρονια πριν;
    Δεν ηταν μονο οτι ειναι σκατομουτσουνος, ητανε οτι επειδη φυλαγε γελαδια δεν πλυνοτανε,και η μουρη του ητανε γεματη σπυρια..
    Και τωρα εγινε ...ΜΕΓΑΛΟΣ!
    Σταματαει! και καπου καπου!,ετσι διαβασε σε καποιο βιβλιο,οτι πρεπει να το παιζεις σπουδαιος,...
    Μα καλα ,ρωταω τωρα ειλικρινα ,αυτα τα διανοητικα καθυστερημενα σκυλοπασοκια που «εμβριθουν» εδω ,μα καλα ρε τομαρια ,αυτο το σπυριαρης γελαδοβοσκος...σας αντιπροσωπευει;; (Εδώ).

  2. ετσι ,το παιδι της φαπας , ο σκατομουτσουνος καταφερε να γινει πλουσιος και ετσι να τη πει στους κακους συμμαθητες που τον φωναζαν μαλακα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Κοριτσίστικη σλανγκιά για το φιλαράκι. Πρόκειται για άκρως γουτσιστική εκδοχή της κολλητούμπας (q.v.).

  1. μαζιιι θα γελασουμε..να το δεις....δεν μας ξερουν καλα ...ειμαστε τρελεςςςςςς εμειςςςς....κολλητουμπινακι μμ ♥ ♥ ♥ ♥ ツ ツ ツ ツ ♥ ♥ ♥ ♥ ☆ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ .

  2. λολ, ιπποκρατους. α ρε νομικη τη ζωη μου κατεστρεψες, εχω γινει κολλητουμπινακι με τα περιστερια σ'ολη την περιοχη.

  3. Ε τώρα τι της λες; Πως δεν ειμαι πια το ΚΟΛΛΗΤΟΥΜΠΙΝΑΚΙ ΤΗΣ και πως ειμαι μια αλλη;Νταξει, πιο απλα, της το ξεκαθαριζω απο κοντα.

(Από διάφορα σάη πνιγμένα στα οιστρογόνα)

Got a better definition? Add it!

Published