Further tags

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμος, καχεκτικός. Συνώνυμα: δείγμα (άντρα, γυναίκας)

  1. Εμφανίζεται η Ρωσίδα και τι να δω; Μισή μερίδα γυναίκα. Ύψος 155, κιλά 45. (από το διαδίκτυο)

  2. Αν ήξερα [...] δεν θα τον έπαιρνα τη μισή μερίδα. Μισός άνθρωπος και 'γω νταρντάνα. (από ιστολόγιο)

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.

- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.

- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.

- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.

Αρκάς, Δουλειά δεν είχε ο διάβολος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν σταματάμε κάτι τελείως απότομα, π.χ. το τσιγάρο.

- Αν θες να κόψεις το τσιγάρο, η συμβουλή μου είναι να το κόψεις μαχαίρι! Μόνο έτσι θα έχεις βέβαιο αποτέλεσμα.

(από Vrastaman, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified