Further tags

…το Χριστό (μου, σου, του, σας, τους) ή/και την Παναγία (μου, σου, του, σας, τους):

Προσοχή, ακολουθεί σεντονάρα, διαβάζετε υπ΄ ευθύνη σας:

Με αρετή και τόλμη, (που θέλει η ελευθερία), χωρίς φόβο και πάθος, έφτασε η ώρα για τον γενναίο λημματογράφο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, να αναμετρηθεί με την ποιητικότατη, (ίσως την ποιητικότερη όλων), φράση αυτή και τα τεράστια υπαρξιακά - ανθρωπολογικά ερωτήματα που γεννά, σε φάση Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους ανεμόμυλους.

Απαραίτητες προκαταρκτικές παρατηρήσεις :

1) Πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του μυστηρίου είναι η συντακτική ανάλυση της πρότασης, που έχει ως εξής :

α) Ένα γνωστό μεταβατικό ρήμα : γαμάω.

β) Αντικείμενο του ρήματος: ο Χριστός ή/και η Παναγία

γ) Μία προσωπική κτητική αντωνυμία (-μου, -σου, -του, -σας, -τους, ποτέ -μας, αφού, όπως θα δούμε, βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας και δεν χωρούν εδώ συλλογικότητες παντός είδους). Η αντωνυμία ορίζει σε ποιόν ανήκει το αντικείμενο, δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία. Η χρήση της αντωνυμίας είναι προαιρετική, αφού η φράση συναντάται και χωρίς αυτήν.

2) Δεύτερο κλειδί για την κατανόηση της φράσης είναι η μορφή που λαμβάνει η εξύβριση των θείων σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και μόνον :

Αγγλικά : Υπάρχει το Holy shit, αγαπημένη έκφραση του Μπουκόβσκι, που ο Τέος Ρόμβος μεταφράζει ως “θεία σκατά”.

Ιταλικά : porco Dio, porco Cristo, Dio maiale, και το χειρότερο όλων, porca la Donna, δηλαδή παραλληλισμός των θείων προσώπων με γουρούνι και χοίρο.

Ισπανικά : me cago en Dios, me cago en Cristo, me cago en copon (δισκοπότηρο), me cago en la ostia (η όστια), και το χειρότερο όλων, me cago en la Virgen, δηλαδή οι φίλοι μας οι Ισπανοί, για λόγους που αυτοί ξέρουν, δεν γαμούν, αλλά χέζουν τα θεία.

Εισαγωγικό συμπέρασμα : Η εξύβριση των θείων με την άνω συντακτική μορφή που απαντάται στην ελληνική, δηλαδή το συγκεκριμένο ρήμα, το συγκεκριμένο αντικείμενο/α + (προαιρετική) προσωπική αντωνυμία, δεν απαντάται, τουλάχιστον στις άνω γλώσσες.

3) Η φράση αυτή λέγεται από κάποιον υβριστή σε κάποιον υβριζόμενο και θεωρείται από τις χειρότερες βρισιές που μπορούν να ειπωθούν στα ελληνικά. Η ένταση της στιγμής είναι μεγάλη, η ατμόσφαιρα βαριά και ασήκωτη. Δεν είναι από τις βρισιές που λέγονται για πλάκα. Κυριαρχεί και ξεχειλίζει το μέγα πάθος. Τόσο βαριά είναι η βρισιά, ώστε θεωρείται μεγάλη ύβρις (βλασφημία, αμαρτία) ακόμα και από τον ίδιο τον υβριστή, και για αυτό το λόγο έχουν εφευρεθεί και οι γνωστές παραλλαγές που βοηθούν τον υβριστή να παρακάμψει την αμαρτία που διαπράττει με το να σκεφθεί και μόνον την φράση. Βλ. γαμώ την Παναχαϊκή μου, γαμώ την πανακόλα, το χριστόφορο κολόμβο, κ.λπ. Οι ανώδυνες αυτές παραλλαγές δεν μας αφορούν εδώ. Μας αφορά μόνον η φράση όπως ακούγεται στην πληρότητά της, (ρήμα + αντικείμενο + αντωνυμία).

Όποτε λοιπόν ακούμε την φράση πλήρη, ένα καμπανάκι συναγερμού χτυπάει, ο Ρουβίκωνας είναι πια πίσω μας, τα σύνορα έχουν παραβιαστεί, γνωρίζουμε ότι μπαίνουμε στην περιοχή του αληθινού πάθους, του αληθινού θυμού, της αληθινής απόγνωσης, της αληθινής άσκησης εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, (η λεκτική βία όταν είναι πηγαία και αληθινή είναι από τις πιο έντονες και σπαρακτικές μορφές άσκησης εξουσίας, δείτε π.χ. τις ταινίες του Οικονομίδη), των αληθινών ανθρώπινων συναισθημάτων.

Είναι αδιάφορο εάν τα συναισθήματα είναι θετικά ή αρνητικά, μικροπρεπή και ταπεινά ή μεγαλόπνοα, σημασία έχει ότι είναι αφενός αληθινά, αφεδύο ανθρώπινα. Άλλωστε «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο υβριστής είναι άνθρωπος με πάθη και παθήματα, και την στιγμή που εκστομίζει την φράση, τον πνίγει το υποκειμενικό του δίκαιο, (εννοείται ότι αντικειμενικά μπορεί να έχει, και συνήθως έχει, άδικο), τα πάθη του ξεπερνούν τα όρια, δεν γνωρίζει αυτός από φτιασίδια, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς, γκρεμίζει τις συμβάσεις και επικεντρώνεται στην ουσία, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσβολή του υβριζόμενου, μέχρι εκμηδενισμού του, αν είναι δυνατόν. Μυρίζει ανθρωπίλα ένα γύρω, δεν είναι ευχάριστο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν, ο υβριστής και υβριζόμενος ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Εδώ ο υβριστής θυμωμένος αυτοοικτίρεται και αυτοεκμηδενίζεται, κυριαρχημένος από το συναίσθημα της ιερής αγανάκτησης και συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία του, (βλ. 2ο παράδειγμα), χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο ενικό πρόσωπο, – μου.

Μπαίνουμε λοιπόν στην περιοχή της απόλυτα επικίνδυνης πραγματικότητας. Στην αληθινή αλήθεια της αλήθειας που έλεγε και ο Σκαρίμπας. Από εδώ και πέρα, enter at your own risk. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλήρης φράση ακούγεται συχνά από ανθρώπους της δουλειάς, κυρίως χειρώνακτες, π.χ. από μάστορες προς νέους μαθητευόμενους για ένα λάθος τους, ή πάνω σε μία δύσκολη και έντονη στιγμή της εργασίας, όπου η αμείλικτη πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Οι σπουδαγμένοι, οι πολιτισμένοι και οι καθωσπρέπει, θα την αποφύγουν πάση θυσία, έστω και με τις άνω παραλλαγές. Θέλει πρωτογονισμό για να το πεις αυτό το πράγμα, πόσο μάλλον να το λες και να το πιστεύεις. Δεν θα το ακούσεις από χείλη φλώρου, και αν το ακούσεις, δεν θα σε πείσει.

Και ας μπούμε επιτέλους στο ζουμί. Τι εννοεί ο ποιητής, συγγνώμη, ο υβριστής;;;

α) Ο υβριστής (λέει ότι) γαμεί.

Ναι, αλλά τι είναι το γαμήσι, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Το γαμήσι είναι η επικοινωνία με τα βαθύτερα ένστικτά μας, η κραυγή του ζώου, η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα υπέροχο και συνάμα ρυπαρό ζωώδες πλάσμα, (ρυπαρό γι΄αυτό υπέροχο), η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας μας, η οποία βέβαια πάει πακέτο με την θνητότητά μας, (όλοι θα πεθάνουμε αδέρφια, γι΄ αυτό γαμάτε, γιατί χανόμαστε). Να γιατί κατά τη διάρκεια, αλλά και για λίγο μετά από κάθε γαμήσι, για λίγο πιο ανάλαφροι, για λίγο πιο χαρούμενοι, ιδρωμένοι, πασαλειμμένοι, λερωμένοι από τα σωματικά μας υγρά και τις εκκρίσεις, αισθανόμαστε λίγο πιο άνθρωποι, ή αλλιώς, το ίδιο κάνει, αισθανόμαστε έστω για λίγο θεοί, πάει να πει έστω και για λίγο αθάνατοι !!!.

β) Τι (λέει ότι) γαμεί ο υβριστής ;;;;

Ο υβριστής γαμεί και αναπόφευκτα λερώνει αυτό που η ανθρώπινη σύμβαση που λέγεται θρησκεία (εδώ χριστιανισμός, ορθοδοξία), καθορίζει ως το πιο αμόλυντο, το πιο άχραντο, το πιο σεπτό, το πιο ιερό, το πιο σεβαστό, το πιο ανέγγιχτο, το άμωμο, το πιο πνευματικό, πνευματώδες και άυλο, εν τέλει το πιο μη ανθρώπινο ον που μπορεί ποτέ να υπάρξει, δηλαδή το Χριστό ή/και την Παναγία.

Άρα ο υβριστής μέσα από το πάθος και την ένταση της στιγμής, φέρνει το θείο στα ανθρώπινα δικά του μέτρα, ο υβριστής άνθρωπος θεώνεται, ενώ το θεϊκό υπέρτατο και άυλο αντικείμενο, (ο Χριστός ή/και η Παναγία) εξανθρωπίζεται. Όλα αυτά με τρεις λέξεις. Αν δεν είναι ποίηση αυτό, τι είναι;;

Εδώ μπαίνουμε στην ουσία της ελληνικής σλανγκικής ιδιαιτερότητας. Το γεγονός ότι η εξύβριση των θείων έχει αυτή την μορφή στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να με οδηγήσει συνειρμικά σε μία μακρινή εποχή, όπου η θρησκεία, (όχι θεϊκό, αλλά πάντα ανθρώπινο δημιούργημα, μην το ξεχνάμε), μιλούσε για τσαχπίνηδες θεούς και θεές, που λιάζονταν τεμπέλικα, κόβοντας από ψηλά την κίνηση (σημαντικός ο ήλιος για να φτιαχτεί η όλη κατάσταση).

Εάν λοιπόν κόζαραν κανένα θνητό κομμάτι τούμπανο, δεν δίσταζαν να κατέβουν στα χαμηλά και να ζήσουν από κοντά την περιπέτεια του έρωτος, να μοιραστούν έστω και για λίγο την χαρούμενη αλλά και αναπόφευκτη μοίρα της θνητότητας και να εξανθρωπιστούν γαμώντας ή/και γαμούμενοι/ες.

γ) Και ποιο το νόημα της προσωπικής κτητικής αντωνυμίας;

Η αντωνυμία επιβεβαιώνει και κλειδώνει όλα τα παραπάνω. Η χρήση της σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ατομικό θεό (Χριστό, Παναγία, γουατέβερ), το δικό του προσωπικό υπέρτατο και άχραντο πνευματικό άυλο ον. Η διαφορά είναι ότι εδώ το υπέρτατο ον ανήκει αποκλειστικά και ad hoc στον υβριζόμενο.

Δηλαδή πάει να πει ότι δεν πρόκειται γενικά για τον θεό όλων των ανθρώπων, είναι συγκεκριμένα ο συγκεκριμένος αποκλειστικός θεός του υβριζομένου. Και εδώ λοιπόν έχουμε μία σημαντική ιδιαιτερότητα, δηλαδή έναν ολόκληρο αθάνατο θεό μόνον για την δική μας την θνητή πάρτη, για ατομική χρήση. Για αυτό είπα παραπάνω ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας.

Μην ξεχνάμε, ξαναλέμε, την πολύ συχνή ταύτιση υβριστή και υβριζόμενου στο ίδιο πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας - μου, όπου είναι πλέον φανερή η ύπαρξη του ατομικού θεού, μόνο για πάρτη μας, για ατομική χρήση, έναν θεό που δεν διστάζουμε να (λέμε ότι) τον γαμάμε, πάνω στα νεύρα μας.

Ο υβριστής λοιπόν, πάνω στην ένταση της στιγμής, δεν κωλώνει να κατεβάσει κάτω το αποκλειστικό υπέρτατο θεϊκό ον του υβριζόμενου, (ή και του εαυτού του), από τα ψηλά που βρίσκεται και να το εξανθρωπίσει, κατά την έννοια που πιο πάνω αναλύσαμε. Ένα είδος βίαιης αποκαθήλωσης που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του θείου. Η σχεδόν βάρβαρη και βίαιη λεκτική αντίθεση που δημιουργείται από την άμεση αντιπαράθεση μέσα στην ίδια φράση των εννοιών: α) του ιερότατου, πάνσεπτου και άυλου όντος, και β) της αδυσώπητης εξανθρώπισης του όντος αυτού, δια του γαμησιού, οδηγεί στην επίτευξη του αρχικού στόχου, δηλαδή την λεκτική εκμηδένιση του υβριζόμενου και στην δημιουργία μεγάλης έντασης και υπερβολής, ή αλλιώς ποίησης.

Υπενθυμίζεται ότι η εξύβριση των θείων τιμωρείται από τα άρθρα 198 και 199 του ελληνικού ποινικού κώδικα, με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

  1. «Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν τάχατες για μένα κλαίνε δε μ΄ απαρατάν !

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ΄ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ΄ τον γκρεμό.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη).

  1. Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό.

(Τζίμης Πανούσης, Ερωτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κωλοδάχτυλο αφενός είναι βεβαίως βεβαίως ένα από τα δάχτυλα του χεριού μας, όπως δεν μάθαμε στην Ανθρωπολογία στο σχολείο, αφεδύο είναι κατάσταση / πράξη, αφετρίτου είναι χειρονομία-βρισιά. Είναι μια πολυσήμαντη λέξη την οποία δεν έτυχε να εκθέσει κανείς εδώ, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο συσλανγκιστής Βράσταμαν, νονός του λημμάτου.

α. το δάχτυλο περ σε

Είναι το καλό το δαχτυλάκι. Το τρίτο και το μακρύτερο. Αυτό με το οποίο δεν ευλογούν οι παπάδες, αλλά είναι ευλογία για τον προστάτη -για τους άντρες. Είναι ο μέσος δάκτυλος του χεριού μας. Το τρίτο δάχτυλο για τους πιανίστες -και νομίζω για όλους τους μουσικούς. Ο λόγος που ονομάζεται και κωλοδάχτυλο είναι η περίσταση στην οποία πρωταγωνιστεί και την οποία συμβολίζει.

β. η κατάσταση

Στη γυναίκα:
Για τις γυναίκες, καθώς και για τον/την παρτενέρ στο σεξ που τους το βάζει, η διείσδυση του δακτύλου αυτού στον πρωκτό (ή και άλλου δακτύλου αν δεν βολεύει, πχ παίζει και ο αντίχειρας όταν το κωλοδάχτυλο δεν είναι στον κώλο αλλά στο μουνί, προς θεού όμως όχι αφού προηγουμένως έχει μπει στον κώλο, υποθέτω τα ξέρουμε πια αυτά), για τις γυναίκες λοιπόν, είναι άλλη μια καλή πηγή ηδονής, τουλάχιστον στη φάση των προκαταρκτικών, αν όχι και καθόλη τη διάρκεια του σεχ. Αφορά την άλλη δίοδο λοιπόν, και συμπληρώνει την ηδονή που προκαλείται με θωπείες κλπ στην υπόλοιπη περιοχή. Εννοείται ότι αν ο/παρτενέρ δεν το έχει σκεφτεί, μπορεί η γυναίκα να το βάλει και μόνη της, άμα λάχει.

Το κωλοδάχτυλο είναι ίσως ιδανικότερο και ηδονικότερο τής απόλυτης παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, γιατί δεν πονάει. Αποτελεί δε άριστο τρόπο μύησης και προετοιμασίας της υποψηφίου προς διακόρευσιν κώλοτρυπίδος. Πλην αλλ' όμως υπάρχουν τόσο σφιγμένοι κώλοι που το κωλοδάχτυλο δεν τους διαπερνά με καμία...

Στον άντρα:
Αυτό το παραπάνω, παραδόξως, δεν συμβαίνει ιδιαιτέρως στους άνδρες, οι οποίοι ως επί το πλείστον (ως επί το πλείστον, είπα!) το παίρνουν και το καλοπαίρνουν το κωλοδαχτυλάκι. Και δεν συζητάμε για τους ομοφυλοφιλόφιλόφιλους.

Για την χρήση και την κατάχρηση του κωλοδάχτυλου στον κώλο του πούστη (αχ ας με ξανασχωρέσουν οι ομό φίλοι μου, αφού αυτοί τα λένε ωμότερα από μας ντε...), καλύτερα να μας πει κάποιος που το ξέρει από χέρι, δηλ. κάποιος που την τρίζει την όπισθεν, δηλαδή κάποιος ομοφυλόφιλος που δεν ντρέπεται (με τόσα που έχουν ειπωθεί εδώ μέσα) να το δηλώσει και να μας πει αυτά που δεν ξέρουμε. Αλλιώς θα αρκεστείτε στις πενιχρές μου γνώσεις, τουτέστιν στο ότι έχω ακουστά πως η χρήση του κωλοδάχτυλου βοηθάει στην αποφυγή του καρκίνου του προστάτη (μάλλον γιατί ο προστάτης είναι κει κοντά και ερεθίζεται και αιματούται και του κάνει καλό, τι άλλο να πω). Η δική μου όμως η θεωρία είναι ότι ο προστάτης παθαίνει βλάβη όταν δεν καλογαμά ο άντρας ή δεν γαμά καθόλου, αλλά γιατρός δεν είμαι και δεν μπορώ να έχω άποψη.

γ. η χειρονομία

Ισούται με την βρισιά «άει και γαμήσου γαμημένε μαλάκα θα σου σκίσω τον κώλο παλιόπουστα και τη μάνα που σε πέταγε και της θειας σου το μπογαδοκόφινο κλπκλπκλπ», την οποία και συνοδεύει καμιά φορά.

«Βγάζω κωλοδάχτυλο» = ξεχωρίζω το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μου απ' όλα τα άλλα (είτε κλείνοντας τη γροθιά μου και αφήνοντάς το να περισσεύει, ή γέρνοντάς το προς τα μέσα της παλάμης ενώ τα άλλα κοιτάνε τον θεό) και το δείχνω στον άλλον σαν απειλή, ή σαν βρισιά, ή με έκφραση εκδίκησης στη μούρη κλπ. Το κουνάω, δε, καλά-καλά προς το μέρος του ή, απλά κι όμορφα, δείχνω ότι τσακ! του το καρφώνω. Η κατεύθυνσή της κίνησης προέρχεται είτε από κάτω προς τα πάνω, είτε από πάνω προς τα κάτω, είτε από μας προς το άτομο.

Συμβουλή: μην βγάλετε ποτέ κωλοδάχτυλο σε οδηγό πούλμαν. Η υποφαινομένη το έκανε μια φορά (με όλο της το δίκιο, είναι γεγονός, αλλά δεν αρκεί αυτό) και ακολούθησε τρελό χολλυγουντιανό ανθρωποκυνηγητό μέσα στη Μεσογείων, μέρα μεσημέρι, με παρολίγο τραγικό, αλλά τελικά ευτυχές, τέλος (=τη γλίτωσα).

Συμβουλή β, ας την ξαναπώ καλού κακού:
προτού το κωλοδάχτυλο μετατραπεί σε μουνοδάχτυλο, πλύντε το ή, πιο απλά (μη γίνει και θέ(α)μα), μην το χρησιμοποιήσετε, βάλτε άλλο στη θέση του...

- Τι έχεις ρε μαλάκα και βογκάς;
- Τι νά 'χω ο κακομοίρης, βγήκα χθες με την Ιλιάνα και εκεί που με τσιμπούκωνε ωραία-ωραία μέσα στο αυτοκίνητο, χάααπ! μου χώνει ένα κωλοδάχτυλο, μου γάμησε τις αιμορροΐδες ρε πστ, τα είδα όλα, ούρλιαζα μισή ώρα από τον πόνο! και σήμερα δε μπορώ να περπατήσω ρε πστ!
- Βρε βρε βρε το Λιανάκιιιι!
- Τι βρε βρε βρε ρε μαλάκα άρρωστε, πονάω σου λέω, την αγαρμπομούνα μου μέσα! Αααααααχχχ!

βλ. και κλάβρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το ανδρικό μόριο.

- Άμα δει το κρέας μου να δεις για πότε θα της πέσουν οι αναστολές και το υφάκι!
- Σιγά ρε πουτσαρά!

Στο 0.25 (από Khan, 17/03/14)

Και πουτσοκρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν θέλουμε να πούμε οτι μία γκόμενα είναι το απόλυτο ξέκωλο, μία που τρέφεται μόνο με σάντουιτς.

Οι κατίνες της γειτονιάς το χρησιμοποιούν για να δώσουν έμφαση ότι η κοπέλα είναι μοσχοαναθρεμμένη.

  1. (Μεταξύ κολλητών) - Τί λέει το καινούργιο μωρό; Σου παίρνει καμία πίπα; - Η γκόμενα έχει πεοφιλίαση μεγάλε. Τα πίνει κανονικά, της αρέσουν τα μπινελίκια, της αρέσει το κωλοδάχτυλο, τι να σου λέω... - Με γαλλικά και πιάνο μεγαλωμένη ετσι;

  2. (Στη γειτονιά)
    - Α χρυσή μου, εγώ τη Λίλιαν την έχω μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο.
    - Καλέ φαίνεται! Είναι πολύ καθωσπρέπει η κόρη σου Ευτέρπη.
    - Τυχερός αυτός που θα την πάρει Ευανθία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τεχνικός εξοπλισμός για την προστασία της ευαίσθητης περιοχής της ανδρικής κωλοτρυπίδας από αναίτιες και απρόκλητες επιθέσεις.

Η παράδοση θέλει την πρώτη ιστορική εμφάνιση του συγκεκριμένου εξοπλισμού στα χρόνια του Μεσαίωνα, εξού και η χρήση του τσίγκου αντί για πιο εξωτικά υλικά τύπου τιτάνιο, κέβλαρ και ανθρακονήματα τα οποία θα παρείχαν την ίδια τουλάχιστον προστασία με μειωμένο βάρος και αυξημένη ακαμψία και ανθεκτικότητα στις μεταβολές θερμοκρασίας. Επίσης, η χρήση του "σώβρακου" έναντι του "σλιπ" ή του "μπόξερ", παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπου η μόδα δεν έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο που έχει στη σημερινή εποχή.

Η ιδέα της παραπλανητικής κωλοτρυπίδας έχει συναρπάσει το κοινό, αλλά λεπτομέρειες για την ακριβή της θέση και λειτουργία δεν εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Περιγραφές κάνουν λόγο για επώδυνες και άκαρπες επιθέσεις εναντίον παραπλανητικών κωλοτρυπίδων του παρελθόντος και η αξία τους ως τελευταία ασπίδα προστασίας (μετά την εκπόρθηση του τσίγκινου σώβρακου προφανώς) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός είναι απαραίτητος σε διάφορα μέρη της πατρίδος μας, τα οποία παρά τη φαινομενική τους χαώδη διαφορά, εγκυμονούν τον ίδιο τύπο κινδύνου για τον ανέμελο και ανυποψίαστο εκδρομέα/επισκέπτη. (βλ. παραδείγματα)

  1. - Τι θα κάνεις το Πάσχα, Αρχέλαε;
    - Εφέτο λέμε να πάμε στη Μύκονο, Βρασίδα μου.
    - Αχ, Αρχέλαε... Να προσέχεις. Πάρε μαζί σου τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες καλού κακού για να μη πάθεις κανένα ρεζιλίκι τώρα στα γεράματα.

  2. - Εσύ τι θα κάνεις τελικά Βρασίδα μου; Θα πάτε πάλι Αιδηψό με την Κούλα;
    - Όχι, θα πάω στο Άγιο Όρος να προσευχηθώ.
    - Και μου 'λεγες εμένα για τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες; Κοίτα μη σ' αρέσει και κλαις για τα χαμένα χρόνια μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified