Selected tags

Further tags

H αλλαξοκωλιά, το αμοιβαία επωφελές αλισβερίσι, το quid pro quo που λέγανε και οι αρχαίοι ημών λατίνοι.

Τα κινεζοτζαπόνια το προφέρουν αραξοκώλι.

1. «Υπάρχει δυστυχώς μια δικτατορία των μετρίων στην Ελλάδα, μια φοβερή αντινομία μεταξύ των απόγονων των αρχαίων Ελλήνων και των σημερινών μετρίων. Πώς συμβιβάζεται αυτό δεν ξέρω, είναι γόρδιος δεσμός. Δυστυχώς στο χώρο του τραγουδιού είναι άφθονος. Βλέπει τ'όνομά του και παθαίνει ονείρωξη ο άλλος, τι να πεις». Ξεσπάει, «είναι το αλλαξοκώλι των εταιρειών δίσκων και των τραγουδιστών...»

2.
Κομμάτι του Ελληνισμού είναι και η Κύπρος και ο ξεβράκωτος πολιτικός λόγος που ακούγεται δεν βοηθά σε τίποτε γιατί μιά μέρα θα ξεσπάσει και εδώ κάτι αν δεν δωθούν απαντήσεις στα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου,το άδικο χαμό των 121 συνανθρώπων μας,τις κάμερες,τα ελικόπτερα,τις μίζες,το Γενικό Νοσοκομείο,τον ξυλοδαρμό των φοιτητών απο την αστυνομία,την κάλυψη των εγκληματικών στοιχείων,αν δεν σταματήσει το αλληλοχαίδευμα των εφημερίδων,των καναλιών και το αλλαξοκώλι των δημοσιοκάφρων.

3.
Ο μπαμπάς του Γιωργάκη εφηύρε το αλλαξοκώλι του δημοσίου και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις για να βολεύονται ακόμα περισσότεροι «πρασινο»-φρουροί.

(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ μαλακός και νωθρός, αυτός που δεν κάνει τίποτα σπουδαίο στη ζωή του, είναι μπουλούκος, δεν έχει τσαγανό, δεν αντιδρά.

  1. - Έτσι και το συνεχίσεις αυτό θα σε γαμήσω!
    - Ώπα ρε χαλβά, εσύ δεν είσαι που τις έφαγες από τον Μιχάλη;

  2. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για κάποιο λόγο έχουμε γίνει τελείως χαλβάδες ως λαός. Τι άλλο δηλαδή πρέπει να γίνει για να αντιδράσουμε;

(από Khan, 23/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χρησιμοποιούμε προφάσεις για να αναβάλουμε κάτι.

Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί πότε ο κώλος του πονεί. Ρε μωρό μου πάλι σεξ; Την Δευτέρα κάναμε και στο κάτω κάτω είναι Σάββατο, πάμε για κανένα ποτάκι, όλη την βδομάδα τρέχαμε με την δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περιπαικτικό

Γεια σου Πέτρο, γεια σου Πέτρο,
που τον/ την έχεις ένα μέτρο
.♪

απαγγέλλεται είτε σαν χαιρετισμός άμα τη εμφανίσει του Χ Πέτρου που σηκώνει την καζούρα, είτε, συχνά χορωδιακά, όταν αυτός κομπάζει για τα γαμήσια του.

Εννοείται πως παίζει μεταξύ αντρών (φίλων, συναδέλφων, γνωστών από καιρό) συνηθέστερα απουσία ξενέρωτων κυριών, σε στιγμές χαλάρωσης και σε περιβάλλοντα που δεν θυμίζουν σαλόνια ή ναούς.

Στα αυτιά μη ψυλλιασμένου μοιάζει να υποβάλλει σπέκια στον ψωλαρά Πέτρο, αυξάνοντας έμμεσα και παράλληλα την υπόνοια πως την έχει τσιλίκι. Εξού και τα επακόλουθα αμήχανα χαμόγελα κάθε άβγαλτου παρευρισκόμενου, ή παρευρισκόμενης που ψιλοπονά το δοντάκι της για τον Πέτρο.

Φευ!! Το δίστιχο έχει ουρά:

Άιντε να σε καληνυχτίσω
καλέ / βρε τι σου βάλαν από πίσω;

που σαν πιο άγνωστη επιτείνει τόσο το περιπαικτικό όσο και το σλανγκικό χαρακτήρα, ακόμη και του πρώτου στίχου όταν εκτοξεύεται μόνος του.

Το stimulus οφείλω στο σχετικότατο «γεια σου βρε (τάδε) φυσφιρή πού χεις μια πούτσα σαν σφυρί» του σφυρίζων.

...και τον φώναζαν......
γεια σου Πέτρο, γεια σου Πέτρο,
που τον έχεις ένα μέτρο
.
(Σχόλιο σε άρθρο σχετικό με τον Πέτρο τον Ερημίτη (Κουκούπετρο –Cucupietre- κατά την Άννα Κομνηνή) που συνέβαλλε στην υποκίνηση της Α’ Σταυροφορίας).
(Από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός του επιδειξία. Παλαιάς κοπής βεβαίως βεβαίως, σήμερα είναι πλέον σε αχρηστία.

  2. Επίσης μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός για τους ομοφυλόφιλους. Χρησιμοποιείται ακόμα από ομοφοβικούς και ταλιμπάν όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.

Πέον να σημειωθεί ότι τόοοτε δεν είχε και τόσο αρνητική χροιά όσο σήμερα, ήταν μάλλον μία (ψευδο)επιστημονική προσέγγιση βασισμένη στις αντιλήψεις της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε ότι γιατροί και επιστήμονες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία «ασθένεια» κι έψαχναν τρόπους θεραπείας, από ψυχανάλυση μέχρι ηλεκτροσόκ.

  1. Να πας να μου πάρεις δύο αβγά και 100γρ καφέ. Κάτσε να σου δώσω την αυγοθήκη να σου βάλει μέσα τα αβγά. Και πρόσεξε μην τα σπάσεις. Και να του πεις «είπε η γιαγιά μου τα αβγά να είναι φρέσκα» και τον καφέ να σου τον κόψει εκείνη την ώρα, να μην σου δώσει απ' αυτούς που έχει έτοιμους σε σακουλάκι, να του πεις «η γιαγιά μου μού είπε να είναι φρε-σκο-κομ-μέ-νος», το θυμάσαι; έτσι να του πεις! και να μετρήσεις τα ρέστα -μη σε κοροϊδέψει- δύο δραχμές να σου δώσει πίσω και ένα πενηνταράκι. Και να μην πας να κόψεις δρόμο από το πάρκο, μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος και να σου δείξει το τσουτσούνι του. Από τον δρόμο να πας, από την μέση του δρόμου, να σε βλέπω απ το παράθυρο.

  2. - Κάτσε να δούμε αυτό το έργο, για να καταλάβεις, αυτή η ξανθιά, όταν ήταν μικρή την βίασαν και μετά έγινε ανώμαλη και αγαπάει αυτήν, που είναι αρραβωνιασμένη με ...
    - Τι ανώμαλη ρε θειά! λεσβία είναι!
    - Οχι-όχι! είναι καλό κορίτσι, αν δεν την βίαζε εκείνο το κάθαρμα δεν θα γινόταν ανώμαλη.
    - Χαϊντάααα!

Ε μα πχια! (από Khan, 09/05/13)(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι φίλοι, αλλά υπάρχουν και κάποια όρια. Λέγεται σε κάποιον που πιστεύουμε ότι εκμεταλλεύτηκε τη φιλία μας ή σε κάποιον που μας θεωρεί πιο φίλους από ό,τι τον θεωρούμε εμείς.

Σημείωση: αυτή η έννοια της φράσης είναι πολύ πιο συνηθισμένη από την άλλη, «το πάει λάου λάου για να γαμήσει στα μουλωχτά».

- Δε φαντάστηκα ότι θα σε χάλαγε που (σου χάιδεψα την γκόμενα, σου έφαγα τη θέση στο παρκάρισμα κλπ), φίλοι είμαστε!
- Φίλοι φίλοι, σου γαμώ το καριοφίλι, αν το ξανακάνεις μαλάκα μου σε γάμησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή δεν το έχουμε, και είναι ντροπή και αίσχος που δεν το έχουμε, Ερωτική Πόλη είναι ακόμα ένα προσωνύμιο της Φραπεδούπολης, Τραπεζοκαθισματούπολης, Μεγάλης Φτωχομάνας, νύφης του Θερμαϊκού, κουνιάδας του Παγασητικού, εκεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι, η πόλη που ζηλεύουν οι Αθηνέζοι, γι' αυτό και βγάζουν αστειάκια με μπουγάτσες, η Ξεσσαλονίκη τέλος πάντων.

Έχετε υπόψη σας, πάντως, ότι οι κάτοικοι της ερωτικής πόλης συμπαθούν αυτό το προσωνύμιο όσο και τα αστειάκια με μπουγάτσες.

Πάτε γυρεύοντας. Η έκφραση “ερωτική πόλη” εκνευρίζει αφόρητα όλους τους Θεσσαλονικείς, που πιστεύουν (και ίσως όχι άδικα) πως τη χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι επισκέπτες της ΔΕΘ για να δικαιολογήσουν τις εξωσυζυγικές παρασπονδίες τους στον Βορρά. Και μένα με εκνευρίζει. Δεν είναι ερωτική πόλη η Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον όχι περισσότερο ή λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη.
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=436408

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για άτομα τα οποία δεν έχουν φοιτήσει σε κανονικό πανεπιστήμιο, που χου του Πούτσεστερ, ωστόσο έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι, έχουν αποκομίσει εμπειρίες που αν τις μάθεις θα μπλέξεις, και γενικά όταν σου λένε κάτι είναι λίρα εκατό.

Τις περισσότερες φορές βέβαια τον όρο τον χρησιμοποιούν καταχρηστικά οι ντεμέκ απόφοιτοί του, κάτι τύποι που επίσης δεν έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση, ωστόσο ούτε από τη ζωή τους έχουν μάθει κάτι και μια ζωή τις ίδιες μαλακίες κάνουν. Παρ' όλα αυτά, είναι οι ίδιοι που θα τρέξουν να εκστομίσουν τις «σοφίες» που τους «δίδαξε» το πανεπιστήμιο της ζωής με ύφος χιλίων καρδιναλίων και 29 κατασκευαστών πλυντηρίων προς πάσα κατεύθυνση και με το ύφος «το έμαθα στο πανεπιστήμιο της ζωής».

- Έλα βρε αγόρι μου, δεν αξίζει τώρα να κλαις για τη Λίλιαν. Άκου κι εμένα που έχω πείρα απ'τη ζωή. Οι γκόμενες είναι σαν τα λεωφορεία: δεν αξίζει να τρέξεις πίσω τους. Θα έρθει το επόμενο.
- Πού τις έμαθες τέτοιες σοφίες, διαστημικέ δάσκαλε;
- Στο πανεπιστήμιο της ζωής, φίλε Πέρι.
- Και πόσα μαθήματα χρωστάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified