Selected tags

Further tags

  1. Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.

  2. Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.

  3. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.

  4. Ο επίσημος γενικά.

1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.

  1. β. Η μαμά Halle φαίνεται ότι έχει γούστο αφού έχει ντύσει την μικρή με ένα κουφετένιο ροζ καφτάνι που της πάει πολύ.

1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)

2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .

2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω

2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;

3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα

3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.

  1. Συγχαρητήρια για το στολισμό γλυκός και κουφετένιος όπως πάντα...

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση πασπαρτού σε ερωτήσεις ρητορικές, ενοχλητικές, ανόητες ή αδιάφορες. Σημαίνει ανάλογα με την περίσταση:

  1. Πολύ σωστό το ερώτημά σας, την αυτήν απορία έχω και εγώ.
  2. Κι εγώ πού θες να ξέρω;
  3. Άσε τώρα, πού να σου εξηγώ.
  4. Καλά που το κατάλαβες.
  5. Παράτα μας.

Δηλώνει: Συμφωνία και σύμπνοια με τον ερωτώντα, συνήθως επί ρητορικών ερωτημάτων.
Ή: Απροθυμία απαντήσεως στην ερώτηση. Αποφεύγουμε ν’ απαντήσουμε επιστρέφοντάς την. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ηλίθιον της ερωτήσεως, ή στο αδιάκριτον αυτής. Το χρησιμοποιούμε δλδ όταν είμαστε υπεράνω του νοητικού επιπέδου του συνομιλητή μας, κι ενώ γνωρίζουμε την απάντηση, ξέρουμε επίσης ότι αυτός δεν πρόκειται να την καταλάβει, οπότε τη χρησιμοποιούμε για να μη χάνουμε το χρόνο μας, ή όταν είμαστε προδήλως αναρμόδιοι για ν’ απαντήσουμε την ερώτηση, ή, τέλος, και όταν έχουμε χεσμένη τη φωλιά μας.

Παρατίθενται ενδεικτικώς ερωτήσεις που χρήζουν της ως άνω απαντήσεως:

(Μετά από πολύωρο ζάπινγκ στα τηλεοπτικά παράθυρα που καλύπτουν την αναζήτηση πρωθυπουργού): -Μα καλά, πόσο μαλάκες είναι επιτέλους;

-Μα αφού το είχα προγραμματίσει το ντιβιντί, γιατί δε γράφηκε τίποτε;

-Αμάν, πού τα’χω αφήσει τα κλειδιά μου ρε συ;

-Όχι, πες μου, φαίνομαι για μαλάκας;

-Ρε φίλο, τι έγινε το μαύρο που είχα στο συρτάρι μου;

-Τι είναι αυτά εδώ τα κοκκινάδια στο λαιμό σου;

-Από ποιους παράγοντες εξαρτάται το ύψος μιας ισοβαρικής επιφάνειας; Η εξάρτηση από τους παράγοντες αυτούς μεταβάλλεται όσο μειώνεται η πίεση μιας ισοβαρικής επιφάνειας;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φτωχοφουκαράς.

Ετυμολογικώς: faqir είναι αραβική λέξη που σημαίνει φτωχός και μας έχει δώσει και το φακίρης. Ο φουκαράς που σημαίνει πάλι τον φτωχό και κατ' επέκταση τον καημένο, τον δύσμοιρο μας έρχεται από το τουρκικό fukara. Εδώ βρήκα την ενδιαφέρουσα πληροφορία: «Μία λέξη στην οποία η κατάληξη αραβικού πληθυντικού اء επιβίωσε στα τούρκικα ως -a και πέρασε στα ελληνικά μετατρεπόμενη σε κατάληξη ενικού -ας είναι ο φουκαράς. Ο ενικός στα αραβικά είναι فقير (φακίρ) που μας έχει δώσει τον φακίρη. Ο πληθυντικός είναι فقراء (φουκαρά) που μας ήρθε μέσω τουρκικών». Δες και εδώ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο φακίρ φουκαράς αποτελεί έναν πλεονασμό, σαν να λέμε πτωχόπτωχος ένα πράμα, ή, υπερθετικό του στυλ πτωχός πτωχών, δηλαδή ο πτωχότερος των πτωχών, ο πτωχότερος από όλους τους πτωχούς, κατά το βασιλεύς βασιλέων, δούλος δούλων κ.ο.κ.

Ο όρος σημαίνει τον πάτο μιας κοινωνικής ιεραρχίας/ πυραμίδας. Στα παραδείγματα 1α και 1β ο όρος χρησιμοποιείται για την χαμηλότερη κοινωνική τάξη κατά την επανάσταση του 1821, ενώ στα επόμενα γίνεται χρήση στο ελληνικό ή και στο παγκόσμιο σήμερα (Τρίτος Κόσμος κιέτσ'). Μπορεί να ειπωθεί με μια δόση καζαντζιδισμού του στυλ «εδώ δεν πληρώσαν τόσοι και τόσοι ο φακίρ φουκαράς θα βγάλει το φίδι από την τρύπα;» ή για να δηλώσει το ανθρωπάκι, τον τελευταίο τροχό της αμάξης, την τελευταία τρύπα του ζουρνά, αυτόν που δεν θα αφήσει σπουδαία ίχνη στον ρου του ιστορικού γίγνεσθαι.

  1. α. Οι κοινωνικές δυνάμεις του '21 -ταξικά ιδωμένες- απαρτίζονται από τους κοτζαμπάσηδες ιδιοκτήτες γης, από τον κλήρο, από τους καραβοκυρέους των νησιών, από τους αρματολούς της Χέρσου Ελλάδας, από τους εμπόρους της περιφέρειας και φυσικά από τον φακίρ φουκαρά, αγρότες, τσοπάνηδες, πραματευτάδες και τεχνίτες. (Εδώ).

β. Κι ο φακίρ φουκαράς, που του πήραν τα σώβρακα, είναι εικόνα που προβάλλεται για να κρύψει μίαν άλλη: την εικόνα των sans culotte, που δεν πείθονται πια τόσο εύκολα ότι «ήθη ξένα» τους παρασύρουν να επαναστατούν, αντί να δαγκώνουν αλλήλους, και αρχίζουν ν' αναστοχάζονται τον εαυτό τους αλλιώς: μες στην Ιστορία τους πάλι. (Εδώ).

  1. Τετοιο ματσο χαλια που ειναι το πολιτικο προσωπικο στα ματια του κοσμου, γιατι να μην το υποψιαστει ο φακιρ φουκαρας που εχουν δει τα ματακια του Βατοπαιδια, χρηματιστηρια, σοδομημενα ομολογα και παει λεγοντας; (Εδώ).

  2. Ποια παταξη φοροδιαφυγης; Η ‘περαιωση’ που απηλλαξε ολα τα λαμογια (πχ ο κ. Βοσκοπουλος που ειχε καταδικαστει εδω και χρονια και ζητησε τωρα να περαιωθει και να τη βγαλει καθαρη πληρωνοντας ψιχουλα); Τι περιμενεις μετα απο αυτο; Να δειξει φιλοτιμο και να τρεξει να πληρωσει ο φακιρ φουκαρας που του κοψαν και το δωρο; (Εδώ).

  3. Κάθε Δευτέρα, στο ίδιο μέρος μοιράζονται τρόφιμα στους φτωχότερους των φτωχών, στον 'Φακίρ Φουκαρά' του Τρίτου Κόσμου. (Εδώ).

(από Khan, 13/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι παλιά και ήδη καταγεγραμμένη στο ΛΚΝ, αλλά σκέφτηκα ότι είναι πολύ καλή για να μείνει στα αζήτητα και επί πλέον δεν ξέρουμε από πού και γιατί προέρχεται, γι΄αυτό και την καταχωρίζω εδώ.

Καμπανιά είναι ο πειρακτικός υπαινιγμός, η σπόντα. Η έκφραση είναι: πετάω καμπανιά = πετάω σπόντα.

Εμένα μου θυμίζει κάπως το τούβλο (βλ. δικό μου ορισμό), δηλαδή την κοτσάνα.

  1. ...πέταξε κάποιες καμπανιές πειραχτικές...

  2. ... όσο γινόταν φίλος της καρδιάς (=καρδιακός), τόσο και περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές κι αυτά τα αστεία.

αμφότερα από τον Λαπαθιώτη («Κάπου περνούσε μια φωνή»).

Got a better definition? Add it!

Published

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε περιπτώσεις που κάποιος βρίσκει τον όμοιό του. Κάτι παρόμοιο με το «βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ».

Προέρχεται μάλλον από την αντίστοιχη τουρκική παροιμία «τεντζερέ γιουβαρλαντούμ καπακγί μπολντού».

Ρε παιδί μου, αυτοί οι δυο είναι τάλε κουάλε. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέτρωμα χαλαζίας ή τσακμακόπετρα. Χρησιμοποιήθηκε για να πυροδοτούνται οι ίσκες στα καρυοφύλλια (χτυπώντας την με το πριόβολο παράγονταν σπίθες). Ο Μακρυγιάννης κάνει πολλές τέτοιες αναφορές.

Λόγω της σκληρότητας του πετρώματος, έφτασε να σημαίνει κατ' επέκταση τον άνθρωπο τον αμόρφωτο, που δεν επιδέχεται πνευματική καλλιέργεια.

Είναι μεγάλο στουρνάρι, δεν παίρνει από λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.

Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).

- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που ήταν δημοφιλής στις αρχές του 20ου αιώνα και τον διασώζει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Μπουρδέλο. Σημαίνει την ελευθέριο γυναίκα και κατ' επέκταση την συντηρούμενη ερωμένη ή και την πόρνη.

Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ την θεωρεί συντετμημένο τύπο του παξιμαδοκλέφτρα, οπότε μιλάμε για μια πάμφτωχη επισφαλή γυναίκα που έκλεβε παξιμάδια, ή που, έστω, της προσέφερε παξιμάδια ο εραστής της για να έχει κάτι να φάει, και κατ΄επέκταση την φτωχή πόρνη.

(Στον ίδιο ιστότοπο παρατίθενται και υποθέσεις για εναλλακτικές ετυμολογήσεις του όρου παξιμάδα, άσχετες από την παξιμαδοκλέφτρα, όπως λ.χ. ότι παξιμάδι είναι η ψωλή ως ξερή, όπως αναφέρει ο ημέτερος Στέφανος στο ομώνυμο λήμμα, ή το πιο ευφάνταστο ότι η παξιμάδα είναι η οιονεί καβατζογκόμενα κάποιου, όπως το παξιμάδι αποτελεί καβάτζα, όταν κάποιος δεν έχει ψωμί. Ειδικά ο όρος παξιμαδό πάντως φαίνεται να είναι σύντμηση).

Η λέξη έχει απλώς ιστορική / νοσταλγική αξία, εκτός κι αν ξαναζήσουμε παρόμοιες εποχές λόγω κρίσης.

(Από το sarantakos.wordpress.com).

«Κύριε τάδε, είσαι δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματικός ή τέλος πάντων γνωστής περιουσίας άνθρωπος με τόσον εισόδημα το μήνα… Πού το ηύρες λοιπόν το αυτοκίνητον, την έπαυλιν εις το Γαλάτσι, το τρίπατον σπίτι εις την οδόν Αχαρνών, τις χιλιάδες που χάνεις απαθέστατα εις την χαρτοπαικτικήν λέσχην του Ακταίου, τα διαμαντικά που χαρίζεις εις την ερίτιμόν σου δέσποιναν ή την τάδε υψηλοτάκουνον και τακερόφθαλμον παξιμάδαν;» (Από άρθρο του Άγγελου Τανάγρα στην εφημερίδα Έθνος το 1924).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified