Further tags

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σφαλιάρα που δίνεται στο κούτελο κάποιου. Αφού λοιπόν ρίξουμε τη σφαλιάρα στο κούτελο του άλλου λέμε θριαμβευτικά, «Παστέλι!». Αν ο άλλος είναι έξυπνος, μας ρίχνει κ αυτός μια στο κούτελο φωνάζοντας με ακόμη πιο πολύ θρίαμβο, «Με δέκα κιλά μέλι!». Εξαιρετικά δημοφιλές παιχνίδι στα σχολεία.

(ΠΛΑΦ!) - Πάρτα ρε! Παστέλι!
(ΠΛΑΤΣ!) - Με δέκα κιλά μέλι ρε πούστη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη φράση την μεταχειριζόμαστε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι σκυλομετανιώνουμε για μια πράξη ή παράλειψη μας.

Το επώδυνο τράβηγμα των βυζιών μας, σαν εκδήλωση αυτο-βασανισμού και αυτο-τιμωρίας, έρχεται να δηλώσει τη συντριβή μας αλλά και να λειτουργήσει καθαρτικά και να απαλύνει την οδύνη από τις τύψεις ή ενοχές που νιώθουμε.

Συνώνυμο: χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο

Γνώρισα έναν τύπο στο τραίνο Άμστερνταμ-Βρυξέλλες, με κάτι φοβερά mp3 φορτωμένα στο lap top του, που τα σπάγανε. Μιλάμε, τράβαγα τα βυζιά μου που δεν είχα μαζί μου ένα φλασάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τσιγκούνης, κάνει οικονομίες (με την καλή έννοια).

Η έκφραση είναι συνώνυμη της φράσεως κάνει το σκατό του παξιμάδι, ή μπορείτε να την δείτε και ως συνέχεια αυτής της ανθρώπινης, και βαθιά μοναχικής, διαδικασίας. Δηλαδή, για να το κάνεις παξιμάδι το περί ου ο λόγος, πρέπει να το ξεράνεις, στον ήλιο, ή με σεσουάρ.

(με την καλή έννοια)
- Ωραίο αυτοκίνητο, αγόρασε ο Γιώργος. - Βέβαια, ξέραινε το σκατό του δύο χρόνια, δεν έβγαινε, αλλά τα κατάφερε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified