Further tags

Έκφραση που έχει τις ρίζες της σε ατάκα του Μάνου Χατζηδάκι.

Η ατάκα είχε περίπου ως εξής: Μία από τις κάμποσες φορές που ο μεγάλος μας συνθέτης Μάνος Χατζηδάκις βγήκε από την ντουλάπα, αναφέρθηκε σε μία συνήθη προκατάληψη ή και πραγματικό φαινόμενο, ως εξής (στο περίπου): «Για μας τους καλλιτέχνες, λένε ότι είμαστε ή αριστεροί ή ομοφυλόφιλοι. Πάντως εγώ αριστερός δεν είμαι!».

Η ατάκα έμεινε διάσημη για πολλούς λόγους:

α) Περιέγραφε με χιούμορ ένα φαινόμενο, που σκανδαλίζει πολλούς ομοφοβικούς και εθνόκαυλους, ή αποτελεί απλώς προκατάληψή τους, ήτοι την ομοφυλοφιλία και αριστερίστικες τάσεις στους κύκλους της τέχνης.

β) Ήταν ένας πετυχημένος αυτοσαρκασμός του Χατζηδάκι, που αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα ότι οι καλλιτέχνες της γενιάς του ήταν στρατευμένοι αριστεροί, όπως ο έτερος γίγας Θεοδωράκης, ή και ο Σαββόπουλος (ο Θεός να τον κάνει αριστερό!), ο Λοΐζος κ.ο.κ. Ο Χατζηδάκις αντιθέτως αντιπροσώπευε την δεξιά κουλτούρα.

γ) Ήταν ένας πολύ χιουμοριστικός τρόπος να βγει απ' την ντουλάπα.

Από τότε όταν έχουμε αμφιβολία για ύποπτο, και τελικά διαπιστώσουμε ότι έχει αρραγή δεξιά φρονήματα, το τελευταίο αυτό γεγονός λειτουργεί ως το κρίσιμο στοιχείο για να πούμε «πάντως αριστερός δεν είναι!» και να τον εντάξουμε στην χορεία των κιναιδουάρδων.

Σημειωτέον ότι υπάρχει και ψυχολογική βάση: Πολλοί γκέι κάνουν υπεραναπλήρωση για την περιθωριοποίησή τους, με το να ενταχθούν σε κυρίαρχα δεξιά πρότυπα εθνικού καθωσπρεπισμού. Ως προς την ακροδεξιά απόκλιση, το φαινόμενο σχετίζεται με το λήμμα γκεϊστάπο. Παραδείγματα αποτελούν από την μυθοπλασία ο ακροδεξιός του American Beauty και από την πραγματική ζωή ο ακροδεξιός Αυστριακός πολιτικός Georg Heider (Θεός σχωρέστον!), που ύστερα από μια καριέρα άτεγκτης ακροδεξιάς πολιτικής αποδείχθηκε μετά θάνατον ότι «πάντως αριστερός δεν ήταν». Βέβαια ο θάνατός του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ήταν αρκετά περίεργος, -η εκδοχή της δολοφονίας δεν αποκλείστηκε- και οπωσδήποτε πολύ τραγικός.

Η φράση χρησιμοποιείται κι από τους αριστερούς ως επίρρωση του ανδρισμού τους.

- Τι γίνεται με τον Σάκη; Χθες στην «Εθνική» τον είδα να την οπισθογράφει την επιταγή!
- Πάντως αριστερός δεν είναι! Τον είδες ποτέ να διαβάζει «Ελευθεροτυπία» ή «Ριζοσπάστη»; Όλο με την «Βραδινή», τον «Ελεύθερο Τύπο» και την «Χώρα» μου γυρίζει...

Μάνος Χατζηδάκις (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχάριστα στρουμπουλή γυναίκα. Κάτι σαν ζουμπουρλούδικο αλλά στο πιο καλοθρεμμένο.

Επίσης, παλιό ρεμπέτικο σουξέ της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Επίσης, ρεμπετοταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.

Σου σφυρίζω γλυκά σαν τ' αηδονάκι
με πόνο και μεράκι αχ μέσα απ' την καρδιά
σου σφυρίζω γλυκιά μου Τομπουρλίκα
σαν τη δική σου γλύκα δεν έχει άλλη καμιά

(το ρεφρέν από την Τομπουρλίκα, Στίχοι-Μουσική: Π. Τούντας)

Σκηνικό Τομπουρλίκας (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Παίζω πολύ καλά, αριστοτεχνικά, είμαι βιρτουόζος. Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τ' άντερά μου.

Σκάει με μπλουζάκι Μαντόνα, και λέω πού πέσαμε τώρα... Και με το που πιάνει τις μπαγκέτες ρε φίλε έχουμε καραφλιάσει όλοι... Παίζει τις κάλτσες του το άτομο, θεός.

(από electron, 13/12/09)Άξιος καλτσαδόρος. (από vikar, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το άμπαλος, το είδος κιθαρίστα που έμαθε κιθάρα ένα καλοκαίρι της εφηβείας του για να ρίξει καμιά γκόμενα στην παραλία.

Το είδος αυτό ευδοκιμεί στις τάξεις του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Αναγνωρίζεται εύκολα στις περιπτώσεις όπου τυγχάνει να είναι και η φωνή το ίδιο άτομο, και η ηλεκτρακουστική κιθάρα που κρέμεται στους ώμους του είναι unplugged και χρησιμοποιείται για διακόσμηση.

Άπενοι λέγονται και οι κατεξοχήν φλωροκιθαρίστες, που περιορίζονται μόνο στα ακόρντα.

Ρε μαλάκα, είδα τις προάλλες στον μαλάκα με το καπέλο...
— ...ποιον;
— Τον Κάνακη εννοώ, ... είδα λοιπόν ένα γκρουπάκι που δήλωνε μέταλ και είχε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διασκευή του requiem for a dream. Ήμαρτοοοοοοο ρε συ! Ο κουλός ο πληκτράς έπαιζε την μελωδία σε κάτι strings από την Εμμανουέλα στην Αφρική, και 3 μαλάκες άπενοι κιθαρίστες χτυπάγανε ταυτόχρονα όλοι τα ακόρντα, πέμπτες πάντα... — Ρε για δες κάτι μαλάκες που το παίζουνε και μεγάλοι μουσικοί!

άπενοι επί το έργο (από Abas, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified