Selected tags

Further tags

Μειωτικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους οπαδούς του είδους μουσικής το οποίο αποκαλείται «έντεχνο» από όσους αποστρέφονται το συγκεκριμένο είδος. Ο χαρακτηρισμός για τη γυναίκα οπαδό του συγκεκριμένο είδους είναι «εντεχνιάρα» και τα τραγούδια αποκαλούνται «εντεχνιάρικα». Σχηματίζεται από το επίθετο «έντεχνος» και το νεοελληνικό (συνήθως μειωτικό) πρόθεμα -ιάρης (κατά το μυξιάρης, ερωτιάρης, κοκαλιάρης κλπ)

Επειδή το συγκεκριμένο είδος είναι συνήθως κράμα διαφορετικών ειδών μουσικής (ροκ, λαϊκής, ακόμα και παραδοσιακής), αυτόν τον όρο τον χρησιμοποιούν οι οπαδοί των συγκεκριμένων ειδών επειδή θεωρούν ότι όσοι ακούν έντεχνοι είναι φλώροι γιατί δεν ακούν το «καθαρό» είδος που ακούνε αυτοί, αλλά το νοθευμένο «έντεχνο».

Οι καλλιτέχνες τους οποίους αρκεί απλώς κάποιος να αναφέρει για να χαρακτηρισθεί «εντεχνιάρης» είναι ενδεικτικά οι εξής: Ελεονώρα Ζουγανέλη, Νατάσα Μποφίλιου, Γιάννης Χαρούλης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Χαΐνηδες, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Μελίνα Κανα, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Φίλιππος Πλιάτσικας, Αδελφοί Κατσιμίχα, ΠΥΞ-ΛΑΞ, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Σωκράτης Μάλαμας κλπ.

  1. - Έχω κανονίσει με την κοπελιά να πάμε αύριο στη συναυλία της Μποφίλιου.
    - Όχι ρε φίλε, με εντεχνιάρα πήγες κι έμπλεξες;
    - Τί να κάνεις, ο έρωτας θέλει θυσίες...

  2. - Άκουσες καθόλου τον νέο δίσκο του Μάλαμα; Σκέτη ποίηση...
    - Πες μου ότι μας βγήκες κι εσύ εντεχνιάρης τώρα...

  3. - Μας είπαν ότι το μαγαζί παίζει λαϊκά και αντί να ακούσουμε Στράτο Διονυσίου ή έστω λίγο Βασίλη Καρρά, ακούγαμε όλη τη νύχτα Μάλαμα και Μελίνα Κανά. Πήξαμε στα εντεχνιάρικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μια απολύτως αποτυχημένη συνεννόηση, που είναι τελείως άλλα αντ' άλλα της Παρασκευής το γάλα, καθώς άλλα λέει ο ένας, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος και η επικοινωνία ναυαγεί πλήρως. Συναφής έκφραση το συνεννόηση κλαρίνο, όπου και μια σειρά από συνώνυμα.

Σημειωτέον ότι κατά την μάλλον επικρατούσα εκδοχή το μπουζούκι (δες εδώ) «ετυμολογείται από την τουρκική λέξη bozuk που σημαίνει χαλασμένος, ακατάστατος, ίσως επειδή χρειαζόταν να αλλάζει συχνά κούρδισμα» (χωρίς να υπονοούμε ότι από αυτήν την τουρκική σημασία προέρχεται η ελληνική έκφραση συνεννόηση μπουζούκι). Δες και τα σχόλια στο μπουζουκοκέφαλος.

Πάσα: Allivegp.

  1. Η ωριμότητα είναι καθαρά θέμα ατόμου. Αλλά μια 20άρα δύσκολα θα έχει κοινά με έναν 35άρη. Όχι ότι είναι θέσφατο αλλά συνήθως εκείνη θα νοιάζεται να περάσει το μάθημα και να πάει το Σάββατο στον Μαζωνάκη κι εσύ να βγάλεις τον μήνα και να πληρώσεις τα χαράτσια. Θα σου λέει για κλάμπινκγ και εσύ θα της λες για το ωραίο ταβερνάκι στην ακρογιαλιά. Συνεννόηση μπουζούκι δηλαδή. (Εδώ).

  2. CIPA-ΚΕΒΕ: Συνεννόηση μπουζούκι… κινέζικο. Όσο παράδοξο και αστείο και αν ακούγεται, τη Δευτέρα 30 Μαϊου πραγματοποιήθηκαν δύο διαφορετικές παρουσιάσεις για την Κύπρο στη Σανγκάη της Κίνας σε ξενοδοχεία που απέχουν μεταξύ τους μερικά λεπτά! [...] Τίθεται ξεκάθαρα θέμα ασυνεννοησίας και ελλειπούς οργάνωσης. Ειδικά για τον CIPA που λειτουργεί με κρατικούς πόρους εύκολα μπορεί να διερωτηθεί κάποιος γιατί δεν έγινε μία διευθέτηση τα δύο συνέδρια να πραγματοποιηθούν μαζί. Και για εξοικονόμηση πόρων αλλά και για διευκόλυνση τυχόν ενδιαφερόμενων επενδυτών. (Εδώ).

  3. Οι σχέσεις σήμερα. Συνεννόηση μπουζούκι. (Δες εδώ το παράδειγμα).

(από Khan, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένα μοντέλα ηλεκτρόφωνου (jukebox) της Αμερικανικής εταιρίας ΑΜΙ. Είναι τα μοντέλα Continental και Continental 2.

Κέρδισαν αυτό το όνομα επειδή έχουν ένα διαστημικό λουκ και ιδιαίτερα το γυαλί του μηχανήματος μοιάζει με τον θόλο ιπτάμενου δίσκου, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι στις αρχές του '60 όπου και βγήκαν στην παραγωγή, ήταν στο απόγειο η Διαστημική Εποχή. Ο όρος χρησιμοποιείται από συλλέκτες του είδους.

  1. - Το καλοκαίρι που είχα πάει διακοπές στην Κρήτη, σε ένα βουνίσιο χωριό πέτυχα στο καφενείο ξεχασμένο ένα ούφο!
    - Έλα ρε! Νόμιζα ότι τα είχαν φορτώσει όλα...

  2. - Καλά ε, το ούφο του Βασίλη είναι το κάτι άλλο!
    - Το άκουσες και συ ε; Τζάμι δουλεύει...

(από Παπαντώνης, 22/12/12)(από Παπαντώνης, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο νεαρός λαϊκός τραγουδιστής. Από το σεβντάς που σημαίνει την πολυτραγουδισμένη ερωτική λαχτάρα και καημό εκ του τουρκικού sevda.

Βρέθηκα εκτός σπιτικής εστίας. Κουλά. Κοπροσκύλιαζα, η λουμπίνα, γυρνοκοπούσα εδώ κι εκεί. Τραγουδούσε τότε ο σούπερ σεβντοκατές, ο Καζάντζος –μόλις είχε βγει- ένα τραγούδι πονεμένο, «Είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός», γκραν σουξέ. Μέρα νύχτα δεν τ’ άφηνα απ’ τα χείλη μου. Για μένα ήτανε γραμμένο, θαρρείς. Το τραγουδούσα κι έκλαιγα.

Απ’ το σπίτι μου διωγμένος κι απ’ τον τόπο μου μακριά, στο γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά.

Μπουτ το γουστάρω το λαϊκό τραγούδι, πολύ λατσεύομαι το καημόκουτο. Και πιο πολύ τον Στελάρα, που ήταν τότε ένα σεβντότεκνο μούρλια. (Αποκατέ)

Όταν ο Στελάρας ήταν σεβντότεκνο και λατσότεκνο... (από Khan, 24/12/12)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο λαϊκός τραγουδιστής, βλ. και σεβντότεκνο.

Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ», που θα πήγαινε το μυαλό σας; (Από το greekbdsmcommunity.com).

Got a better definition? Add it!

Published

Τα Friskies (προφανώς απ’ το εγγλέζικο frisk: χοροπηδώ παιχνιδιάρικα, frisky: ζωηρός/ πεταχτός) της εταιρείας Purina που αποτελεί παρακλάδι της πολυεθνικής Nestlé, το ξέρουν κι οι κότες, είναι μάρκα ζωοτροφών για σκύλους και γάτες.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά μεν, πλην περισσότερο χαριτωμένα παρά συγκαλυμμένα:

● μια συγκεκριμένη ράτσα σκύλων – αοιδών (αλλά και των θαυμαστών τους), που σνομπάρουν οι εγχώριες καλλιτεχνικές ελίτ και τα Μέγαρα Μουσικής, αν και τα προϊόντα του ταλέντου τους χαρακτηρίζουν αδιαμφισβήτητα την πολιτιστική ζωή των νεοελλήνων,

● τους χώρους διασκέδασης κοινώς γνωστά ως σκυλάδικα, όπου πραγματοποιούνται διονυσιακά η εκτόνωση αλλά κι η εκδήλωση κάθε νταλκά, παρέα με την επίδειξη του μοναδικού ταπεραμέντου της φυλής στον τομέα δημόσια διασκέδαση και

● τα ομώνυμα άσματα με τους απαράμιλλους σε πρόκληση πλείστων συναισθημάτων στίχους, που αργά ή γρήγορα θα βρουν μια κάποια θέση στη λαογραφία.

Η εκτόξευση λουλουδιών στον τραγουδιστή αποτελεί μια καθόλα ευγενή συνήθεια που όμως στα σκυλάδικα η επιδεικτική κατάχρησή της και στους ενθουσιασμένους χορευτές και δη χορεύτριες, αποτελεί θεσμό εκ των ουκ άνευ.

Εξού κυκλοφορεί η δηλωτική του ποιού του τραγουδιστή αλλά και του γούστου κάποιου ατόμου υποτιμητική έκφραση «του/της πετάνε φρίσκις».

Ιδιαίτερη κατηγορία σκύλου αποτελεί ο πιστός κομματόσκυλος.
Υπονοώντας, πάντα υποτιμητικά και απαξιωτικά, τόσο αυτόν όσο και την ενίοτε γκουρμέ ανταμοιβή του, κυκλοφορεί η έκφραση «τον ταΐζουν φρίσκις».

Παρεμπιπτόντως: ελλείψει άλλων κονσερβών στα ράφια των σουπερμάρκετ και μπροστά στο φάσμα του εξ ασιτίας θανάτου λόγω κάποιας ντεμέκ επικείμενης καταστροφής, προνοητικοί ή πανικόβλητοι Έλληνες καταναλωτές (όπως το δει καθείς) που παίρνουν το ζήτημα επιβίωση πολύ σοβαρά, καβαντζώνουν τις εν λόγω αλλά και ομοειδείς κονσέρβες καλού - κακού.

Λόγω γαστριμαργικού ταμπού, κόντρα στις Αρχές μου, αδυνατώ να επιβεβαιώσω τις φήμες για το απολύτως ανεκτό της γεύσης και τη διατροφική αξία τους.

  1. Το δεύτερο ημιχρόνιο διαδραματίστηκε στο bar estilo ιδέα του Τάσου και όπως καταλαβαίνετε ένα κομβόι από τζιπ κατηφόριζε για να πούμε και ένα τραγουδάκι. Και όπως πολύ καλά μυριστήκατε οι περισσότεροι χάθηκε η μπάλα εκεί (…). Σαμπάνιες, ουίσκι, σφηνάκια, ζεϊμπεκιές, χαρτοπετσέτες, ποτήρια ιπτάμενα που λόγο της βαρύτητας έσκαγαν στο πάτωμα, ένας τύπος με μια άσπρη τούφα εκεί που χόρευε ξαφνικά τον έβλεπες σαν τον Peter Pan να εκτοξεύεται πάνω στο μπαρ και να τραβάει φωτογραφίες, ρεπερτόριο από Καζαντζίδη και Χρηστάκη μέχρι Γονίδη και Τερζή. Δεν περιγράφω άλλο. Και λέμε κατά τις 5, δεν πάμε γιατί τα φρίσκις δεν τα γλυτώνουμε απόψε; Και όλοι με μια φωνή αναφώνησαν ναιιιιιιιιιιιιιι! Έλα όμως που ο Τάσος είχε άλλη άποψη και εγώ είμαι και λίγο επιρρεπής…

  2. - Στο μαγαζί πώς πάνε τα πράγματα από άποψη κίνησης; Κακά τα ψέματα, Βασίλη, είναι ακριβές οι τιμές, γενικά.
    - Ο κόσμος έρχεται γιατί για ένα τέτοιο σχήμα δεν είναι ακριβές οι τιμές. Έχουμε ανεβεί 36 άτομα από την Αθήνα, δεν είναι καθόλου ακριβές. Ακριβά είναι τα άλλα, τα φρίσκις, που άλλωστε είναι και χώροι επίδειξης κομπλεξισμού, χλιδής κτλ.

(09/05/10. Ρωτά η Έλσα Σπυριδοπούλου - Απαντά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

  1. Στη δισκογραφία της Πάολας, φρίσκις ό,τι τραγούδι θες.

  2. Ρε άντε από ‘κει ρε λούληδες φλώροι που θα μιλήσετε για τη Μαντώ και το αν είναι διασκευή ή όχι. Στα παπάρια μου κιόλας. Τέτοια φωνή δεν έχει ξαναβγεί στην Ελλάδα. Επειδή δεν έκανε καριέρα με το μουνί της σαν κάτι σκυλούδες μπάολες θα τη βγάλετε και άχρηστη. Μπαγλαμάδες. Αυτή φταίει που δε γεννήθηκε σε καμιά χώρα της προκοπής να κάνει διεθνή καριέρα. Τραβάτε στα σκυλοτροφεία που μεγαλώσατε ν' ακούσετε την παγώνα την Kαραμήτσου και να της πετάτε φρίσκις στην πίστα. Βλαχαδερά, άμουσα υποκείμενα.

  3. … γράφεις ότι όλος ο θόρυβος για υποβρύχια που γέρνουν ήταν για κλάματα. Για ψάξε λίγο το ιστορικό της υπόθεσης, όχι μόνο πασοκικές θεωρίες που σε βολεύουν. Τελικά τα κομματόσκυλα σάς ταΐζουν με φρίσκις; Με αυτά που γράφεις είσαι εσύ για κλάματα.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Πορνοστάρ- σκυλί ατάιστο με το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό όνομα W(h)iska. Εδώ σε ακτιβιστικό στιγμιότυπο με τις Femen, καθώς διώκεται για πολιτικούς λόγους στην Ουκρανία. (από Khan, 25/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, του νέας κοπής άσε μας κουκλίτσα μου και του αγγλικάνικου μπιτς πλιζ. Λέγεται δηλαδή όταν κάποιος ξεστομίσει κάτι τελείως άκυρο, ηλίθιο και προκλητικό, αλλά και όταν καθ' έξιν το κάνει σε μια περίοδο χρόνου οπότε έχουμε πια γκώσει.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ κατά την ένδοξη εϊτίλα. Φέρεται να σχετίζεται με την αντίστοιχη δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, οπότε ενώ ο νταλάρας ήταν το νούμερο δύο του πρηξαρχιδισμού, ο Γιάννης (Πα)Πάριος ήταν συγκριτικά ένα σεμνό νούμερο ένα. Οι δύο εκφράσεις πιθανόν προέρχονται από νούμερο στον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» του Χάρρυ Κλυνν (1985).

Πάσα: Σφυρίζων.

  1. Δεν μας κατουράς ρε Πάριε. Αν είναι δυνατόν. Μαζεύτηκαν λέει την Παρασκευή όλες οι διάνοιες μαζί στο εθνικό συμβούλιο για την οικονομία. (Εδώ).

  2. Δε μας κατουράς ρε Πάριε;. Υ.Γ.Στα @@@@ τους γραφω τους Οικολογους αλλα δεν ανεχομαι να με κοροιδευουν. (Από το phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοπρεπέστερη εκδοχή του φρικιού με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-ίκουλας». Οι κυριότερες (και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες) φυλές του φρίκουλα περιλαμβάνουν:

1. Ρατσιστικά: ανθρώπες με ειδεχθή εμφάνιση.

Εδώ υποβόσκουν τέσσερις κατηγορίες:

  • Τα ακραία μπάζα.
  • Τα «τέρατα της φύσεως» (lusus naturæ), άτομα δηλαδή με εκ γενετής δυσμορφίες και δυσπλασίες (μικροκεφαλισμός, σιαμαία δίδυμα κλπ).
  • Διαμελισμένα θύματα ατυχημάτων ή πολέμων.
  • Όσοι οικειοθελώς υιοθετούν το λουκ, υποβαλλόμενοι σε αντεργκράουντ πλαστικές επεμβάσεις, λιμάρισμα κυνοδόντων, εξτρήμ πήρσινγκ, στρέτσινγκ και τατουάζ, κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο industrial μουσικός Genesis P-Orridge που υπεβλήθη μαζί με την (μακαρίτισσα πλέον) σύζυγό του σε αλλεπάλληλες εγχειρήσεις προκειμένου να σμιλευτεί ένα νέο «πανδρόγυνο» είδος.

    2. Ο γκίκουλας τση τεχνολογίας

Για παράδειγμα:

Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα εξήνταζ για τους ψυχεδέλες (acid freak). Χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • Φρίκουλας με την καθαριότητα.
  • Φρίκουλας με την γυμναστική.
  • Φρίκουλας με την οικολογία, κλπ.

    Συνώνυμο: ναζί του/της... (όπως π.χ. ναζί της γραμματικής)

4. Ο λατέρνατιβ, το φρίκουλο.

Κι εδώ υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

1η κατηγορία

- Φρίκη και αηδία μαζί-Ο φρίκουλας με τα μακρύτερα νύχια στο κόσμο

2η κατηγορία

- Που λέτε ο Τζομπς ήταν μεγάλο τυπάκι, φρίκουλας (το φρίκινγκ έχει να κάνει με τα τηλεφωνικά δίκτυα, ουσιαστικά βρίσκανε τρόπους για να πραγματοποιούν δωρεάν κλήσεις) κι έτσι

3η κατηγορία

- Όχι δεν έχω κανένα κόλλημα με τη Μητρόπολη και τα τσιμέντα. Ούτε είμαι όμως και κανάς φρίκουλας των ορεων και των δασών.

4η κατηγορία

- το 1977 στο Πανεπηστήμιο στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη Χημική σχολή έκαναν κατάληψη κάτι φρίκουλες και ένα βράδυ μπήκαν μπουκάραν μέσα στο κτίριο ΚΝίτες φοιτητές και ΚουΚουΈδες εργάτες με κράνη και καδρόνια και σακατέψανε στο ξύλο τους φρίκουλες και έσπασαν την κατάληψη! Αν έγιναν έτσι τα πράγματα, τότε δεν βλέπω πουθενά το κακό. Ίσα-ίσα νιώθω περήφανος που τα συντρόφια μου τότε ξηγηθήκανε αλμυρό φιστίκι τους διασπαστές-προβοκάτορες-ασφαλίτες και ανυπομονώ πότε θα ξανακάνουμIε κάτι τέτοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.

Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.

Στην καθομιλουμένη λέγεται:

  1. Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.

  2. Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.

1α. Από εδώ:

Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...

1β. Από εδώ:

Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.

2α. Από εδώ:

...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.

2β. Από εδώ:

Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified