Further tags

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εύηχη γιαννιώτικη παραλλαγή του πέοντος.

Εικάζεται ότι το μόριο φλαπ είναι ονοματοποιία του πλαταγίσματος που κάνει ο νικολάκης καθώς περιηγείται στην άσπιλη ηπειρώτικη μουνίδα.

Αγγλιστί: flappy dick.

Βλ. και φλαμπούτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Γιαννιώτικα είθισται να λέγεται ο χαζός και ξεροκέφαλος. Αυτός που ενώ σφάλλει, δεν ακούει τις συμβουλές των άλλων.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν ενδείκνυται η χρήση βαρέων ύβρεων.

Βρε Γιώργο, αφού δέκα φορές λάθος το έκανες, κάτσε να σου δείξω... Πω...πω...πω... πολύ τζόρας είσαι ρε αγόρι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.

  1. - Την είδες τη τζου του τζε;

  2. - Η τζου είναι τρελό μωρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος, στά Γιαννιώτικα.

  1. Τι έκανε πάλι ο τζες;!

  2. Τι λε ρε τζε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η λέξη λέγεται πολύ στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενίοτε σημαίνει τον Γιαννιώτη, τον κάτοικο της περιοχής Ιωαννίνων, όπως τον χαρακτηρίζουν οι μη Γιαννιώτες, που χρησιμοποιούν την λέξη είτε καθόλου, είτε λιγότερο, λ.χ. στον στρατό. Βλ. και Τζεδούπολη.

Άντε να πάρω την μετάθεση να φύγω από τους τζέδες, γαμώ τον Αλη-πασά μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified