Further tags

Διαταραχή που πλήττει τους εργαζόμενους σε πολλές εταιρίες / υπηρεσίες / τράπεζες του λεκανοπεδίου (και όχι μόνο) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Κύριο σύμπτωμα είναι η εμμονή να διατηρούν -μέσω κλιματισμού- τη θερμοκρασία του χώρου στους 17 βαθμούς (ενώ έξω έχει 33) με αποτέλεσμα να τουρτουρίζουν...

και...

Ψυχραναγκάζω: τακτική αφεντικών, προϊσταμένων, διευθυντών κ.λπ. να μετατρέπουν τους χώρους εργασίας του λεκανοπεδίου σε σιβηρικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά τις διαμαρτυρίες των εργαζομένων.

-Μα κύριε Σταλινίσκο μου, 17 βαθμούς; Θ' αρπάξουμε καμιά πούντα!
-Πας καλά, Κακομοιρίδη; Εδώ σκάει ο τζίτζικας!

(από nick, 05/04/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλοπρεπής ντεμεκιά για ψαρωτικά άτομα η φάσεις, εκ του psarotique.

Παίζει και ως ερζάτς αγγλικούρα (ψαρώτικ).

- Χθες κατεβαινα απο τη Θεσσαλονικη προς Αθηνα.Στη μεγαλη ευθεια πριν τα πρωτα διοδια της Πιεριας και ενω κινουμουν με 172χλμ (συμφωνα τελικα με την μετρηση του πιστολιου του οργανου), βγαινει ο μπατσινιλας στη μεσαια λωριδα να με σταματησει. Τυπικα, χωρις δραματα, βγαζω φλας και μπαινω στο παρκιν που ηταν σταθμευμενα ολα τα στρουμφ] (4 περιπολικα παρακαλω). Ο ''αρχηγος'', με υποδεχεται με ψαρωτικ στυλ και τσιγαρο στο χερι:
-''Πολυ θορυβο κανεις''
-''Ετσι κανει οταν ζεσταινεται''
-''Αδεια, διπλωμα, ασφαλεια, ταυτοτητα κι ακολουθα με''
(εδώ)

- Αυτο που με χαλαει ειναι το πλαστικο κουτακι, μου κανει πολυ ακαλαισθητο. Θα προτιμουσα χαλαρα ενα απο φυλλα αλουμινιου με διακοπτη αεροπορικου τυπου και κανα ψαρωτικ λεντακι επανω, και οχι τετοιυς γκουμουτσοειδεις συνδεσμους.
(εκεί)

- Oφειλω να ομολογησω οτι η ιδεα του Darkspawn Chronicles ειναι πολυ πρωτοτυπη για παιχνιδι του ειδους. Και μονο η δυνατοτητα του να μπορεις να αντιστρεψεις το ρου της ιστοριας και να ανατρεψεις την κυριαρχια των Grey Wardens, παρακολουθωντας την ανελιξη των δυναμεων του archdemon, ακουγεται πολυ ψαρωτικ...
(παραπέρα)

(από Khan, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ναζιάρα φασιστογκόμενα, η χρυσαβγίτισσα, το πάσης φύσεως φασιστόμουνο μεναγκό.

Πέραν των ναζών, η συγκεκριμένη συνομοταξία -μούνας αποτελεί αντικείμενο πόθου και για ορισμένους μπουντουσουμού μερακλήδες που αυνανίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα ονειρευόμενοι αυταρχικό με nazi chic ινδάλματα τ. Ilsa Λύκαινα των SS.

Μεταφορικά, η αυταρχική και πρηξαρχίδω γκόμενα.

Έτερες πολιτικομουνοποιημένες εταίρες: πασοκομούνα, αναρχομούνα.

1.
- Ε καλα ειναι γνωστό χρονια οτι τα κορίτσια στην original ειναι αξύριστες αναρχοκομμουνιστριες ....
- Εφη αυτο το ακυρο που ειπες το ειπες γιατι εχεις γκομενο τον imitation Μητρογλου, η γιατι εισαι απλα μια ηλιθια, ανεγκεφαλη, τραγικη, φασιστομουνα;
(διάλογος στο φουμπού)

2.
Ο γερό Καίσαρης νομίζει ότι του έκατσε το λόττο και αρχίζει και τρίβει επιδεικτικά την τσουτσούνα του, ενώ τα χρυσαφικά που τους δίνει δεν τα έδινε ούτε η θειά μου η Γιωργία η φασιστομούνα στον βαφτισιμιό της.

3.
Χρυσαβγίτισσα φασιστομούνα είναι...Μόλις δει μελαμψό δέρμα, κλωτσάει!!!

  1. ♪♫ I want to fuck her on the floor
    Among my books of ancient lore
    So I will make a full report
    I got a Nazi Girlfriend ♪♫
    (Iggy Pop, Nazi Girlfriend)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Πονηρόσκυλο, αυτό που κάνουν οι μοτοσυκλέτες στην μία ρόδα, και τα σκυλιά στα δύο πόδια (κάτι παραπάνω θα ξέρει). Επίσης: Το να στέκεται κάποιος ακίνητος μπροστά σε κάποιον (συνήθως ιεραρχικά ανώτερο) και να δείχνει απόλυτη πειθαρχία και φόβο.

Ετυμολογία: σούζα < ιταλικό suso < λατινικό επίρρημα su(r)sum = κίνηση από κάτω προς τα πάνω < subversum (σουπίνο) < subvertere = αναστρέφω, ανατρέπω < sub (= υπό) + vertere στρέφω, τέρπω.

Να μην συγχέεται με το τσούζει Σούζη;. Ή μήπως να συγχέεται;

Η πεθερά τους έχει όλους σούζα στο σπίτι! Δεν τολμά κανείς να της φέρει αντίρρηση!

John Philip Susa / Washington Post (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που μπορεί να λεχθεί σε μονιμά που το παίζει κεχαγιάς από τρελαμένο φαντάρο που συνήθως μετρά λίγες μέρες για να απολυθεί και είναι σε κατάσταση έκρηξης από την πίεση που αισθάνεται. Η βαλβίδα ασφαλείας του φαντάρου έχει ανοίξει και προκειμένου να τρελαθεί ή να προβάλλει βία, ξεστομίζει με αγέρωχο ύφος τη συγκεκριμένη ατάκα.

Ο μονιμάς νομίζει ότι ασκεί απολυταρχική εξουσία, αλλά όταν ακούσει τη συγκεκριμένη ατάκα γειώνεται. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως ο φαντάρος που 'χει μπροστά του σε λίγες μέρες θα τον γράψει μόνιμα στα αρχίδια του και πως θα τον στείλει μια και καλή στο χρονοντούλαπο. Τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως η δύναμή του είναι σε συνάρτηση με την εξουσία που ασκεί πάνω στο φαντάρο, η οποία βεβαίως έχει ημερομηνία λήξεως και τρελαίνεται όταν συνειδητοποιεί πως σε λίγο ο άλλος θα περάσει τη μάντρα και θα βγει στον πολιτισμό, ενώ αυτός θα συνεχίσει για πολλές ολυμπιάδες, μέσα από τη μάντρα να το παίζει τσοπανόσκυλο. Τότε συνειδητοποιεί ότι ο πολίτης απολαμβάνει πράγματα που αυτός θα αργήσει να τα δει.

Εξαφανίζεται απότομα το έδαφος κάτω από τα πόδια του και το σύστημα αντίληψης της πραγματικότητας σε dt ανατρέπεται και έτσι μπορεί να προβεί σε σπασμωδικές ενέργειες. Αλλά ό,τι και να κάνει τον καιρό του χάνει. Ο φαντάρος και λίγη φυλακή να πάρει δεν είναι τίποτα μπροστά στη στιγμιαία εκτόνωση και στη φούρκα που 'χει στείλει τον άλλο.

Μόνιμος λοχίας έχει βάλει στο μάτι φαντάρο (Βελόπουλος) που θέλει 5 μέρες να απολυθεί και όλο τον τρέχει.
Λοχίας: - Και εσύ Βελόπουλε, μόνος να καθαρίσεις τις τουαλέτες του λόχου και μετά μόνος να μαζέψεις όλες τις γόπες που κυκλοφορούν στο λόχο. Μη δω λέπι... Έτσι θα μάθεις να υπολογίζεις τις εξουσίες εδώ μέσα...ρε.
Βελόπουλος:
- Για πες μου ρε μεγάλε Ναπολέοντα του λόχου για να ψαρώσω, σε πόσες ολυμπιάδες απολύεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περιτραχήλιο ή προστήθιο (jabot), εξάρτημα που συνοδεύει την τήβεννο της επίσημης αμφίεσης κάποιων υψηλόβαθμων κρατικών ή ακαδημαϊκών λειτουργών. Είναι ένα κομμάτι ύφασμα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του στήθους αυτού που το φοράει, στην περιοχή που θα έμπαινε μια, πολύ λεπτότερη βέβαια, γραβάτα.

Κυρίως λέγεται για το, λευκό ή μπλε, προστήθιο των μελών των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του "Υπουργοδικείου" (όσων μελών του τελευταίου είναι μόνιμοι δικαστές και με κάποιες ιστορικές εξαιρέσεις στη χρήση και από αυτούς).

Η "στολή" των δικαστών αυτών φοριέται κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις τους, ενώ των πανεπιστημιακών κατά τις διάφορες επίσημες τελετές.

Το λήμμα φυσικά προέρχεται από την σαλιάρα των μωρών, την μικρή ποδιά που δένεται γύρω από το λαιμό τους για να προφυλάσσει τα ρούχα τους από τα σάλια και τις τροφές (βλ. εδώ). Γι' αυτό έχει και μειωτική σημασία όταν αφορά αμφίεση μεγάλων ανθρώπων και μάλιστα φορέων εξουσίας και, υποτίθεται, κύρους.

Τι άθλια η σαλιάρα στην ελληνικη δικαστική τήβενο! (πηγή εδώ)

Ως σαλιάρα αναφέρεται επίσης, μάλλον σπανιότερα, και το πετραχήλι των ιερέων.

Ποιό είν' αυτό το τραΐ με τσι μουστάκες και την χρυσοκέντητη σαλιάρα ; (πηγή εδώ)

Θρησκευτική τελετή από ορθόδοξο μητροπολίτη και ιερείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πριμάτσος, ο πρωθύ, ο πρωκτυπουργός, ως πρώτος μεταξύ πολλών νταβάδων που μας βγάζουν στο κλαρί και μας εκμεταλλεύονται.

  1. - Κομμένο τον βλέπω τον πρωτονταβά που αριβάρισε από Βρυξέλλες.
    - Έχει μαζέψει τώρα τα χορχορότεκνα και κοιτάνε πώς θα σβήσουνε τις χορχόρες.
  2. Γέλαγα με το «μπαγκέτο» που σημαίνει πέος και είναι εμπνευσμένο από την τότε διαφήμιση των ΕΛΤΑ, θαύμαζα τη μαεστρική διάθεση κριτικής απέναντι στους φορείς εξουσίας με λέξεις όπως ο «πρωτονταβάς» που σημαίνει Πρωθυπουργός και μάθαινα ότι λέξεις όπως «κουλή», «τζάσε» και «τεκνό» διασώθηκαν εσνωματωμένες πλέον στο λεξιλόγιο της δικής μας γενιάς. (Αποκατέ).

Λαμόγελο πρωτονταβά της Ιταλίας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαγκιά που επιδεικνύει ο αρχηγός σε μια παρέα από μάγκες. Βαριά και ασήκωτη.

- Αυτό που σε λέω εγώ θα γίνει να 'ούμε, τέλος.
- Ναι καλά... πρόσεχε μη σου πέσει η πρωτομαγκιά φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified