Further tags

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από κατίνες.

- ΖΟΥΡΑΡΙΣ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ! «Μπουρδολόγιο, βλακόμετρο και κατιναριό, ε άι σιχτίρ πλέον»! (εδώ)

- «Ένα ιστορικό κόμμα το μετατρέψατε σε κατιναριό! ….Κατίνες Κατίνες Ελλάδος! Καταντήσατε ένα κόμμα κατινίστικο» ήταν τα "βαριά" λόγια του αντιδημάρχου που προκάλεσαν «θύελλα» αντιδράσεων από την πλευρά της Λαϊκής Συσπείρωσης. (εκεί)

Επίσης κατιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, κυρίως στα πλαίσια κατινάζ ή ξεκατινιάσματος π.χ.:

- Μπράβο κατιναριό Παπαγιάννη !!! (εδώ)

- Δημήτρης Λιγνάδης: Ημιμαθής κουλτουριάρα, μίζερη και… κατιναριό η Διαβάτη... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιακό: Μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο. Πλέον τα νυφοπάζαρα παίρνουν τη μορφή reality shows και διαδικτυακών εφαρμογών. Πολλές φορές εκφυλίζονται σε νυφομπάζαρα.

Η πρακτική έχει εμπνεύσει τραγούδι και ταινία.

Survivor All Star: Ο Βασάλος διαμαρτύρεται για το «νυφοπάζαρο» και «πετσοκόβει» Σάκη και Μαριαλένα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα που είναι αναγνωρίσιμη επειδή(ς) είναι λαϊφσταϊλού και καλά ηθοποιός/σκυλού και τα τοιαύτα, επειδή(ς) διατηρεί λογαριασμό influencer, επειδή(ς) οι υπόλοιποι είναι εντελώς ηλίθιοι και της έχουνε δώσει αξία χωρίς να έχει μόνο και μόνο γιατί πλασάρεται. Υπάρχουν και τέτοιοι άντρες, φυσικά, αλλά το "επώρνυμος" δεν ακούγεται τόσο αστείο, γιατί δεν περιέχει ολόκληρη τη λέξη "πόρνος", ενώ το "επώρνυμη" περιέχει, ακουστικά, ολόκληρη τη λέξη "πόρνη". Μπορεί να γραφτεί και "επόρνημη" ή "επόρνυμη" ή "επώρνημη", ανάλογα με το πόσο explicit βούλεται να είναι ο εκστομίζων.

Άσε ρε μαλάκα, ο τύπος έχει μπλέξει και καλά με μια επώρνυμη και του τα τρώει κανονικά, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που έχει κάτι λάγνο στην κίνησή του, που γέρνει ελαφρώς, που την κουνάει την παντόφλα, ο ζουζουνέλος, αυτός που το πισωγλεντάει δηλαδή.

Από επεισόδιο των «Απαράδεκτων», λογοπαίγνιο με το όνομα του τραγουδιστή/συνθέτη των 80s/90s Κώστα Χαριτοδιπλωμένου που, όπως και να το κάνουμε δηλαδή, έχει και πολύ τσαχπίνικο επώνυμο!

- Γνώρισα χθες τον φίλο της Γιώτας, τον Κωνσταντίνο... Τον ξέρεις;
- Χάχα, αν τον ξέρω λέει;... Και πώς σου φάνηκε;
- Καλό παιδί, αλλά κάπως χαριτοδιπλωμένος νομίζω...
- Μόνο; Αυτός είναι κοπέλα τελειωμένη ρε, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι να πούμε!
- Αλλά είναι όμως καλό παιδί...
- Καλό παιδί, πάνω απ' όλα! Α, το σωστό να λέγεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πωλούνται σε μαγαζί που πας να προμηθευτείς φρου-φρου κι αρώματα, δηλαδή τσιμπιδάκια, χτένες, στρας, σκιές, μάσκαρα, ψεύτικες βλεφαρίδες, όζες, εξτένσιον, φτιασίδια, γενικώς σύνεργα καλλωπισμού και μούνεργα στην υπηρεσία του αξιώματος: "δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν".


Πελάτες της επιχείρησης του "εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται", είμαστε εν δυνάμει όλες οι ανθρωπίνες, από τις Καλλιόπες, τα θήλεα νέας κοπής και τη γυναίκα από σόγια, μέχρι την καλλjόπη, τη γυναίκα-γαρίδα, τη γυναίκα-μπογιατζή και το μουνί καλλιγραφία.
Δεν είν' απαραίτητο να πλήττεσαι από γυναικουλίαση, ούτε να είσαι κουνενές ανθρώπας εδώ και τώρα, για να ψωνίζεσαι ενταύθα, αρκεί μόνο να μην είσαι χαρχάλω, ταγάρω και να μην - λέμε τώρα- έχεις κλείσει ως γυναίκα (αν και η τελευταία που το δήλωσε και που εξ αιτίας της δημιουργήθηκε το λjήμμα, τέτοια μαγαζιά τα 'χε χτίσει, ναούμ').
φινετσάτες Ρωμαίες μετά από treatment με είδη πουτανικής
  1. Από πού τα πήρες αυτά, απ' τα είδη πουτανικής στην Αναγνωστοπούλου; (σλανγκιά του περιβάλλοντός μου -έπεσε στην αντίληψή μου πριν εικοσαριά χρόνια).
    ♥♥♥♥♥♥♥♥♥
  2. Οι τραγουδίστριες στα μπουζούκια ψωνίζουν από καταστήματα με είδη πουτανικής (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μουρλέγκω, μουρλόγκα

Η τρελέγκω, η τρελόγκα η τρελοκαμπέρω.

Καλύπτει όλο το φάσμα των περιπτώσεων, από την αγαθιάρα εκκεντρική που αγαπάμε μέχρι και την σκατόψυχη σόσιοπαθ που, δοθείσης της εξουσίας, θα καλιγουλίσει ούρμπι ετ όρμπι και θα προβεί σε μικρές ή μεγάλες ασχήμιες.

- «Άι γαμήσου, μουρλέγκω», μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του ο Αρίστος... (εδώ)

- Ποιος θα την μαζέψει την μουρλέγκω; Κύριε Αλέξη Τσίπρα, αν πράγματι θέλετε να διατηρήσετε στον ΣΥΡΙΖΑ όλον αυτόν τον κόσμο της Δημοκρατικής Παράταξης που σας εμπιστεύθηκε πριν μερικούς μήνες, καλό θα ήταν να βρείτε έναν τρόπο να ΣΙΩΠΗΣΕΙ η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΑΤΗ κυρία Κωνσταντοπούλου. (εκεί)

Φτηνό λολοπαίγνιο από μπλογκ 3ης κατηγορίας

- Tι λές μαρή ;;;; Μουρλόγκα.....Το παιδί μου να μην με αγαπά ; Που με λέει και "μανούλα"... και κάνω τσίσααααα από τη χαρά μου δεν το συζητώ... (αρχετυπική Ελληνίδα Μάνα, παραπέρα)

- σαν την άλλη τη μουρλόγκα την εναλλακτικιά που ισχυρίστηκε ότι μετά το σουβλάκι είναι καλύτερα να πιεις βυσινάδα και τσάι του βουνού αντί για ποτό με ανθρακικό.(παραδίπλα)

Εκ του βεν. murlo ("χαζός") και των γαμοσλανγκοκαταλήζεων -έγκω και -όγκα.

Αγγλιστί: Batshit crazy woman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του σκηνοθέτη Giuseppe Tornatore, είναι ο κουλτουριάρης που τον βλέπει τον ιρανικό κινηματογράφο. Σύγκρινε: Αλμπέρ Γαμύ.

Πηγή: The inq.

- Είδες την τελευταία ταινία του Γιάνναρη;
- Άσε με μωρέ με τον Τζουζέπε Λουγκρατόρε! Μισή ώρα εστίαζε πάνω στο γυμνό κορμί του μετανάστη, έλεορ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified