Further tags

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ως γνωστόν και από το λήμμα του Γκατσανδρός στα Λιντλ σε ψωνίσανε;, τα καταστήματα Lidl προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, πολύ χαμηλότερες από όλα τα άλλα. Ένας από τους τρόπους που το καταφέρνουν είναι, μεταξύ άλλων, και το ότι διάφορα προϊόντα τα προσφέρουν όχι σε κάποια γνωστή μάρκα που είναι ακριβότερη, αλλά σε κάποιες φτηνότερες μάρκες ή και σε δικές τους συσκευασίες.

Ο πάντα καχύποπτος Έλληνας θεωρεί ότι "το φτηνό είναι και ακριβό", άρα για να είναι τόσο σκανδαλωδώς φτηνά τα προϊόντα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακής πχοιότητας. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και σχετικά ανέκδοτα, συνήθως πολύ κακής ποιότητας, κυριολεκτικά ανέκδοτα από τα Λιντλ (ινσέψιο). Μια ακόμη διάσταση του φαινομένου Λιντλ είναι ότι πρόκειται για εταιρεία γερμανικών συμφερόντων, οπότε έχει εμπλακεί στη γενικότερη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον καιρό του Μνημονίου, που θεωρείται από κάποιους ότι ευνοεί τα γερμανικά συμφέροντα.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έκφρασης έγκειται κυρίως στο παρακάτω: Όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι είναι από τα Λιντλ εννοούμε ότι είναι σαν να μοιάζει με κάποιον/ κάτι άλλο, μόνο που είναι πολύ χειρότερης ποιότητας. Είναι δηλαδή κακέκτυπο, κακή απομίμηση, σαν να είναι μαϊμού του άλλου. Υποτίθεται ότι έχει παρόμοια λειτουργία με κάτι άλλο, είναι όμως πολύ κατώτερης αξίας. Στην εποχή των Μνημονίων η έκφραση μπορεί να συσχετιστεί και με τα περίφημα γενόσημα, δηλαδή φάρμακα που κάνουν περίπου την ίδια δουλειά, όντας λιγότερο ακριβά, ή και τα ισοδύναμα μέτρα (όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά τέσπα). Λ.χ. ένας πολιτικός που για να το παίξει αντισυμβατικός έρχεται στη Βουλή με μηχανή, όμως είναι χοντρός, πατσοκοιλιάς με διπλοσάγονο και χωρίς την ιδιαίτερη σαγήνη του Yanis λέμε ότι είναι Βαρουφάκης από τα Λιντλ.

Κατά μία ευρύτερη χρήση η έκφραση μπορεί να δηλώσει ο,τιδήποτε κακής ποιότητας, χωρίς κατ' ανάγκην σύγκριση με κάτι άλλο.

Μπορούν βεβαίως να προκύψουν και δυσκολίες κατανόησης, όταν λ.χ. διαβάζεις τον τίτλο είδησης "ανθελληνική πρόκληση από τα Λιντλ" δεν καταλαβαίνεις αν έχουν κάνει τα Λιντλ κάποια πρόκληση ή αν έχει κάνει ανθελληνιά κάποιος Μέτερνιχ ή Σόιμπλε από τα Λιντλ.

Ανθελληνική πρόταση από τα Λιντλ. (Εδώ. Ceci n'est pas παράδειγμα της σλανγκ χρήσης).

Έχουμε επίσης και μερικά ενδιαφέροντα ινσέψιο. Λ.χ. ο αντιμνημονιακός αγώνας που επικεντρώνει στο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τα Λιντλ μπορεί να χαρακτηριστεί ως

Αντιμνημόνιο από τα Λιντλ. (Σλανγκ χρήση και ινσέψιο εδώ).

Ενώ το κτήριο των Λιντλ που καταστρέφεται αμέσως με τον πρώτο σεισμό ή πλημμύρα είναι Λιντλ από τα Λιντλ κ.ο.κ.

Ινσέψιο

Άλλα (μη ινσέψιο) παραδείγματα:

  1. Προφυλακτικά από τα Lidl..γιατί τα παιδιά είναι ευτυχία! (Χιούμορ από τα Λιντλ εδώ).
  2. ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΙΚΑΛΗ "ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΑΠΟ ΤΑ LIDL!!! "Aνασχηματισμός από τα LIDL". (Κουρδιστό Πορτοκάλι).
  3. Διακοπές από τα Lidl!! (Τατζικιστάν) (Εδώ).

Περισσότερα παραδείγματα στα μήδια.

Βλ. και κινέζικο, κινεζιά (κυρίως το σχόλιο εδώ) και μέιντ ιν τσάινα, αλλά και μάρκα μ' έκαψες, φόλεξ, περιπτερέημπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλής ποιότητας, δεύτερης ή και τρίτης διαλογής. Εμπεριέχει το σουρεάλ ότι το δεύτερο έρχεται μετά απ' το τρίτο, αντίστοιχο φαινόμενο με το επισκευή και πέταμα και το γενική επισκευή και πέταμα.

Συνώνυμο: βουγουδουέ, ίζολ 2ης (βου), 3ης (γου), 4ης (δου), 5ης (ε) διαλογής, όπου οι διαλογές αριθμούνται με φθίνουσα σειρά σημασίας. Επίσης, το τριτοτέταρτος, στο οποίο η εμφάνιση των κατηγοριών γίνεται επίσης με την (λογική) φθίνουσα σειρά της διαλογής.

- Σε τι σκατόμπαρο μ' έφερες ρε μαλάκα με όλες τις τριτοδεύτερες γκόμενες του λεκανοπεδίου να πούμε.
- Και η μουσική βουγουδουέ είναι. Δε φταίει ο Μπάμπης, εγώ φταίω που κάθομαι και τον ακούω όταν προτείνει μαγαζιά. Πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρύπας τερματοτύφλακας-σουρωτήρι που τρώει ό,τι πάει μέσα ωσάν γκολομαγνήτης.

Βλ. και: χαρταετός, μεσολογγίτης. Αντιπαραθέστε το με τον Νιγηριανό τερματοφύλακα Πήτερ Ρουφάι.

1. ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ρούφας ο Γιώργης - στην θητεία του στον Ολυμπιακό τουλάχιστον - αποτελεί ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς για παλαιότερους και νεότερους.

2. ΣΚΑΡΤΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ.... ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΕΚ....ΠΝΙΓΕΙ ΓΚΟΛ ΕΙΝΑΙ ΡΟΥΦΑΣ...ΣΙΓΑ ΤΟ ΠΕΝΑΛΤΥ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟ ΑΠΙΑΝΑ ΛΕΕΙ Ο ΑΛΟΣ.....Π Ρ Ο Π Ο Ν Η Τ Α Ρ Α Δ Ε Σ ΜΟΥ ΕΔΩ ΜΕΣΑ.......!!!!!!!!!!!!!!!!!

3. Οφείλω να ομολογήσω πάντως πως ο ΕΠΟ έχει συμπαθέστατους (κατα τ' άλλα, βεβαίως) οπαδούς και αντιπάλους. Ακόμα κι ο ρούφας ο τερματοφύλακάς τους «τρώγεται»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες κατηγορίες σκαταδούρας:

  • Οι σκουληκιάρηδες, τα ανθρώπινα αποβράσματα (παρ. 1),
  • Η αγγαρεία / σκατοδουλειά που κάποιος φορτώνει σε όποιον βρεθεί ένα κλικ παρακάτω στην τροφική αλυσίδα (παρ. 2),
  • Τα σκατά per se (παρ. 3).

Λολοπαίγνιο, εν πάτση περιπτώσει, στην σκαρταδούρα.

1.
Αλεξη προσεξε δεν θελουμε κι αλλους ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ .Μαζεψαμε ολο το..βαθυ ΠΑΣΟΚ μην παρουμε και τη σκαταδουρα που εχει σκοπο να μας διαλυσει

2.
Αυτο απ την αλλη βολευει τους καθηγητες γιατι αυτοι ασχολουνται με «σοβαρες» δουλειες και βαζουν τους κατωτερους να βγαλουν την σκαταδουρα

3.
Για κοιτάξτε προσεκτικά τη σκαταδούρα που επιπλέει στην περιοχή που οι αγωγοί είναι σπασμένοι και όλη η δυτική Ιτέα βρωμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική μεταγραφή παίκτη, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως παλτό. Ειδικά αγνώστου μέχρι πρότινος παλτού, αφρικανικής προέλευσης. Κατά τον παρόντα χρόνο (Ιούνιος 2012) δεν έχει αποκτήσει τη διάδοση που απαιτείται για να χαρακτηριστεί λήμμα του σλανγκρ αλλά αυτό αναμένεται να συμβεί, ειδικά μετά τον βομβαρδισμό με το διαφημιστικό μήνυμα (εταιρείας κινητής τηλεφωνίας) απ' όπου προέρχεται.

Γενικά, αποτυχημένη μεταγραφή με στόχους σκοτεινούς και πάντως άσχετους με την αγωνιστική βελτίωση μία ομάδας.

Μετά τον πίου, μπαίνουν ξανά ιδέες στον πρόεδρο για μεταγραφές.

(από Vrastaman, 25/06/12)(από Khan, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδός με εξαιρετικές ικανότητες στην εκτέλεση ασμάτων (< φωνή).

Οι εύκωλες φώνισσες φτάνουν στον κωλοφώνα (< κώλος + φωνή) της δόξας τους με απίστευτη ευκωλία. Βλ. και λήμμα από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

Ο φωνιάς ή η φώνισσα που πέφτει στην αφάνεια μετά από σύντομο μεσουράνημα ονομάζεται ψοφήμηετυμό είναι προφανής, μη με βάζετε να τα εξηγώ όλα).

Ε ωρέ μοντουλαίοι: Ως αναλφάβητος, για να κάνω τα πρώτα μου λίνκια έκαψα κύτταρα, οπότε και ράκος έγινα, και το λήμμα δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένο.
Εκ μέρους σας ελπίζω σε:
1. Kατανόηση
2. Μύδι (και όχι τίποτα άλλο, ομοιοκατάληκτο)
3. Γούτσου-γούτσου

- Πω ρε πούστη μου, τι αγριόμουνο είναι αυτή η καινούργια του μαγαζιού;
- Ναι, αλλά από φωνή γάμα τα. Το πετσόκοψε το άσμα, μιλάμε για φώνισσα.
- Και τι με νοιάζει εμένα ρε μαλάκα, έτσι και την ξεμοναχιάσω πουθενά, νομίζεις οτι θα της διαβάσω Παπαδιαμάντη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified