Further tags

Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ - Πω πω ρε μάγγα τι σκυλαίουρος ήταν αυτός? Να πιω τα ζουμιά της και ας πάθω ζάχαρο - Πούτσα και ξύλο ρε μάγγα, πούτσα και ξύλο.

Σώμα αιλουρίσιο, πρόσωπο σκυλί.

Φονικός συνδυασμός για πολύ ματομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ

- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φακ γέα, χελ γέα

Άρτι ελληνοποιηθείσες αμερικλανιές, ανακράζονται σε διθυραμβικές στιγμές αυτοεπιβεβαίωσης, συχνά συνοδεία χορευτικών κινήσεων ή σπασμών του σώματος.

Εκ των fuck yeah και hell yeah.

Βλ. επίσης: Ὦ Γαῖα!

Σλανγκασίστ: Σούλτω. Αφιερούται με αγάπη στον Vikar.

1.
Φακ γέα μπίτσεζ, εμένα που με βλέπετε, τα 'χα με τη Βουγιούκλω

2.
αφου ο πρωθυπουργος εξηγγειλε ΔΩΡΕΑΝ WIFI (φακ γέα!!!!) λογικο ειναι μετα να εχει email ολος ο κοσμος.

3.
Σε άλλα νέα, επιστρέφει το Commander Mode (χελλ γέα!), θα υπάρχει Battle Recorder (επιτέλους) και ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να παίζεις σαν γυναίκα στρατιώτης!

4.
Αγαπημένη Γαλλιδάρα θεά, λίγο ρετρό, λίγο παιχνιδιάρα, πεθαίνω, λιώνω, ασιατικής καταγωγής και με φακίδες (χελ γέα), λουλούδια στα μαλλιά σχεδόν πάντα και παριζιάνικες γειτονιές για φόντο.

Σόρρυ, κάτι σε Βαρουφάκη δεν βρήκα (ακόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάχα υπαινιγμός, για να ειπωθεί οτι κάποιος έχει τoν μεγαλύτερo ή μακρύτερο μπούτζο/ πέοντα, ή την μεγαλύτερη -άντε και μακρύτερη-, μαλαπέρδα/ ψωλή.

Εν αρχή ην ο επιστημονικός λόγος:

Γιατί ο άντρας τον έχει μεγαλύτερο από τους συγγενείς του;
α. 'Κράχτης' για τα θηλυκά  β. 'Θερμοστάτης και ψύκτης'
Μάλλον οι άντρες δεν χρειάζεται να ανησυχούν για το μέγεθος του πέους τους, καθώς, όσο μικρό κι αν είναι, είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο των πρωτευόντων.

Οπως έχει παρατηρηθεί οι γορίλες έχουν μικρό πέος και όρχεις, ενώ οι χιμπατζήδες έχουν μέσο μέγεθος πέους και μεγάλους όρχεις. Σε σύγκριση με τα δύο είδη ο άνθρωπος έχει το μεγαλύτερο όργανο και μέσου μεγέθους όρχεις. Ψάχνοντας το θέμα ο εξελικτικός βιολόγος Darren Curnoe πιθανολογεί ότι ο αντρας το έχει μεγαλύτερο μάλλον για φαίνεται περισσότερο ώστε να "τραβάει" τις γυναίκες. Δηλαδή το όργανό του λειτουργεί σαν "κράχτης"...

Υπάρχει και η περίπτωση όμως το μέγεθος να είναι μεγαλύτερο ώστε να δροσίζεται καλύτερα το κάτω μέρος του σώματος.

-- Κάποτε οι άντρες είχαν αγκαθωτό πέος!

«Το πέος του χιμπαντζή έχει αγκάθια, με σκοπό να τραυματίσει, προσωρινά, το θηλυκό όταν ζευγαρώνουν για να την καθυστερήσει από το ζευγάρωμα με άλλα αρσενικά σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Μια μελέτη του 2011, ανακάλυψε στοιχεία που έδειχναν ότι και ο άνθρωπος, κάποτε, είχε "αγκάθια" στο πέος του, αλλά εξελίχθηκε και έγινε λείο, αφού ακολουθήθηκε μια πιο μονογαμική αναπαραγωγική τακτική από τους προγόνους του.
69magazine

Ο αγαθός ιερεύς πάτερ Ευλάμπιος ενώ επιδεικνύει το αγκαθωτό μόριο του αγαπημένου του γάτη…Ο αγαθός ιερεύς πάτερ Ευλάμπιος ενώ επιδεικνύει το αγκαθωτό μόριο του αγαπημένου του γάτη… από δω


Α.
Τους βγάζουν ή τις βγάζουν λοιπόν έξω και μετρούν κυριολεκτικά και κυνικά συγκρίνοντας μεγέθη και μήκη. Στο ντημπέη αυτό παίζουν όλα τα φύλα και όλα τα θέματα· σεξουαλικά, πολιτικά, αθλητικά.

  1. Αγαπητό cosmo, του είπα οτι τον έχει μεγαλύτερο απ' όλους στη παρέα του και μου είπε "πουτάνες όλες". Ποιες εννοούσε;
  2. οσο και να μου κολλάς δεν θα σου κάτσω μαλάκα έχω γκόμενο την έχει μεγαλύτερη (εδώ)
  3. ποσο μ αρεσει καποια να αναπολει καποιον σε τουιτ κι εμεις απο κατω να κανουμε πουτσοχαμπερα για το ποιος τον εχει μεγαλυτερο
  4. Παλιά στη Εurovision κέρδιζε η καλύτερη φωνή Μετά η καλύτερη εμφάνιση Μετά κέρδιζε όποιος τα πάει καλά μ όλους Τώρα όποια τον έχει μακρύτερο

Ο Βαρουφακης να παει με τον Τζήμερο. Όλη μέρα θα μετράνε ποιος την εχει μεγαλύτερη #ekloges2015_round2 (εδώ)


  1. Ο Πάμπλο Γκαρσία στέλνει μεθυσμένος μηνύματα στους οπαδούς του ΠΑΟΚ και ρωτάει αν ο Μπερμπάτοφ την έχει μεγαλύτερη και τους λέει πουτάνες.(εδώ)
  2. Τι τους έπιασε όλους στα αθλητικά sites και λένε ξαφνικά για τις επιδόσεις και τους επισκέπτες τους; Σε φάση ποιος την έχει μεγαλύτερη;

Β.
Με λογοπαίγνια /γειώσεις/ δηθενιές, ότι και καλά δεν εννοούσαν αυτό που καταλαβαίνει ο πάσα ένας, συγκρίνουν ... κοιλιές, φόρους, πατριωτισμό, κομμουνισμό, νεποτισμό, λαϊκισμό, κ.ά.

  1. -Βγήκαν τα μόρια στις #panellinies2015.
    -Καί;
    -Όπως το φαντάστηκα, ο Τόλης τον έχει μεγαλύτερο.

  2. Βρέθηκαν Τσίπρας με Μεϊμαράκη τυχαία λέει και συνέκριναν ποιος την έχει μεγαλύτερη την κοιλιά. Λογικά μετά τις βγάλαν έξω να τις μετρήσουν.

  3. Αμα ειναι αντρες οι Σαμαρας και Τσιπρας, να βγαλουν τους φορους τους να δουμε ποιος εχει τον μεγαλυτερο
  4. Ε ρε εργολαβίες ο πατριωτισμός! Ποιος τον εχει μεγαλύτερο παιδιά γτ αγωνιούμε... #gidia
  5. άντε πάλι διχασμός...μετά τον πατριωτισμό μας τώρα μετράμε ποιός τον έχει μεγαλύτερο τον εξοργισμό με το μνημόνιο...οι ναι ή οι όχι βαριέμαι
  6. -Τσακώνονται ο Κουτσουμπας με τον Τσιπρα ποιος τον έχει μεγαλύτερο.
    -Τον πουτσο;
    -Τον κομμουνισμο. #vouli
  7. Βγάζουμε τους εγωισμούς μας και μετράμε να δούμε ποιος τον έχει μεγαλύτερο... Τέτοιοι είμαστε..
  8. Έχεις κ τον Κυριάκο να μετράει νεποτισμό. Προφανως για το ποιος τον εχει μεγαλύτερο.. #ti_zoume
  9. Κόντρα ποιος την έχει πιο αντιμνημονιακιά? Πάντως ο Αντωνάκης έχει πει "είμαι ο αρχιτέκτονας του αντιμνημονίου" Μαλακία ε; :-)
  10. Βγάλτον έξω τον λαϊκισμό να δούμε ποιος τον έχει μεγαλύτερο.

Ουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαπό, σαπώ

Επιφώνημα επιδοκιμασίας: μπράβο, ρισπέκ, σού βγάζω το καπέλο.

- Σαπώ κι από εμένα! Ωραιότατο σημείωμα! (εδώ)

- ωραίος ο παίκτης, καλά ξηγήθηκες, ωραίος, σωραίος, καλή κίνηση, σαπό, σε παραδέχομαι, ωραία εξήγα, καλή εξήγα, καλά του την έφερες, ωραία του την έφερες... (εκεί)

Σαπώ!

Εκ του γαλατικού chapeau, καπέλο. Εκφέρεται και στα αγγλικάνικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified