Selected tags

Further tags

Στο συγκεκριμένο θέμα δίνεται έμφαση στη δύναμη της βλακείας που συζητήθηκε στον ζωντανό ζύθο.
Ο βλάκας αποδυναμώνει και καταστρέφει το βασικό συστατικό προόδου μιας κοινωνίας, που είναι η έγκυρη πληροφορία και η υπάρχουσα γνώση. Έτσι, ο τύπος με άϊ κιού ραδικιού, οδηγεί τα πράγματα σε κατάσταση σύγχυσης και εντροπίας. Ειδικά στην περίπτωση που κατέχει μια θεσμική θέση, με τις κινήσεις του είναι σε θέση να καταστρέψει π.χ.: έναν οργανισμό, την ανθρωπότητα.

Η προσπάθεια να πειστεί ένας βλάκας μέσω παράθεσης τετράγωνων και ακλόνητων επιχειρημάτων δεν οδηγεί πουθενά. Αυτός είναι στο δικό του κόσμο. Πέρα από το αίτιο και το αιτιατό. Δεν υπακούει σε νόμους και αρχές, δεν καταλαβαίνει από dead line και προθεσμίες. Ο χρόνος που μπορείς να σπαταλήσεις για να βρεις άκρη μαζί του, είναι σίγουρα ο πιο χαμένος χρόνος. Η συνεχόμενη προσπάθεια οδηγεί σε λογομαχίες οι οποίες όμως χωρίς να οδηγούν πουθενά, εξουθενώνουν τον λογικό, ενώ ο βλάκας δεν καταλαβαίνει τίποτα (βλ. και παράδειγμα 3). Δοκιμάζοντας κάποιος πάλι να κατέβει στο επίπεδο του μπας και συνεννοηθεί μαζί του χάνει κατά κράτος λόγω χρόνιας προϋπηρεσίας και εμπειρίας του βλάκα, στη βλακεία. Ο βλάκας, είναι ανίκητος. Δυστυχώς στη βλακεία δεν υπάρχει αντίδοτο!!! Τι να σου κάνει κι η τεχνητή νοημοσύνη όταν η φυσική βλακεία είναι ανίκητη. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τη ρήση: ο χωριάτης θέλει δυο φορές χωριάτη, ίσως ανάλογα, μια βλακ άουτ persona, ή ένα βλάκατρον, ή ένα βλήμαντρο να μπορούν να νικήσουν έναν απλό βλάκα.

Αν τώρα κάναμε τη θεωρητική σκέψη να εξαλείψουμε όλους τους βλάκες, τότε σύμφωνα με την παραδοχή πως κάθε δράση γεννά μια αντίδραση, η ενδεχόμενη αλλαγή στη συμπαντική ισορροπία μπορεί να δημιουργήσει τον υπερβλάκα, τον οποίο δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε με τίποτα γιατί ως υπερβλάκας θα λειτουργεί ως υπερανίκητος. Γι αυτό, πολλοί δεν πειράζουν τους βλάκες, τους ανέχονται, τους αντιμετωπίζουν ως προστατευόμενο είδος, τους ρίχνουν στα μαλακά, τους κάνουν τα χατίρια, τους εκχωρούν ελαφρυντικά, τους αφήνουν να κάνουν ότι γουστάρουν, τους αφήνουν στην καρακοσμάρα τους και γενικότερα τους απαλλάσσουν λόγω βλακείας.

Από φόρουμ
1.
Ξέρετε τι λένε; Ο βλάκας είναι ανίκητος. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε... Το θέμα είναι πως ένα τμήμα που δούλευε καλά, το μετέτρεψαν σε δύο ρημάδια... Ζήτω οι μεγαλομανατζαρέοι και οι αποφάσεις τους !!!
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μάνατζερ, να παίρνω ηλίθιες αποφάσεις, να παίρνω τεράστια μπόνους ανεξαρτήτου αποτελέσματος και οι από κάτω να πάνε να ...
Πηγή

  1. Άβυσσος η ψυχή του μαλάκα...
    O μαλάκας δεν παλεύεται και ο βλάκας είναι ανίκητος!
    Πηγή

  2. Η βλακεία είναι ακατανίκητη κι επομένως τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τον βλάκα, τον ηλίθιο, να κινείται ελεύθερα σε όλα τα μήκη του κόσμου. «Η βλακεία είναι όπως ο γρανίτης, σκληρή και ανθεκτική» πάλι κατά τον Γκλουξμάν «κι όποιος δοκιμάζει να την πολεμήσει σπάζει τα μούτρα του». Το ίδιο και ο βλάκας είναι ανίκητος και στο τέλος πάντα κερδίζει. Αλλά μήπως δεν είμαστε όλοι βλάκες;
    Πηγή

Είμαι ανίκητος (από GATZMAN, 13/11/08)Τι κρίμα...Εχω πολύ υψηλότερο αι κιού από τον Μπούς.Δεν μπορώ να τον νικήσω. (από GATZMAN, 13/11/08)εεεελά μ\' ακούς; εγώ σ\' ακούω; (από Vrastaman, 14/11/08)(από GATZMAN, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόμμα τού Πάνου, άκα οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες».

Συνθέτει, μαζί με το ΣφΥΡΙΖΑ, τα Χρυσά Αυγά και Το Κόμμα, ένα αρραγές αντιμνημονιακό μέτωπο που θα στειλει τους τροϊκανούς πίσω στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και θα μάς φέρει την ισότης.

- Ξαφνικά πετάγεται μία τσουτσού, ιδρύει κόμμα μέσω του fb (trenty) και τσουπ, να ο σωτήρας, να ο μεσσίας, να όλα τα κανάλια πάνω του, να και 45.000 Έλληνες να κάνουν «Like».... Φυσικά όλοι αυτοί δεν είναι απλά Έλληνες, είναι Καμένοι Έλληνες... (εδώ)

- ΤΙ ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΣΤΑ 19 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ; ΚΑΙ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΕΠΙ 19 ΧΡΟΝΙΑ; ΔΕ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΛΙΓΟ ΡΕ ΚΑΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ; ΟΡΝΙΑ Ε ΟΡΝΙΑ....
(εκεί)

- ΧΑ, καμενοι Ελληνες, ΝΔουλικα, υποστηριζουν την αμεση ανακυρξη της ΑΟΖ. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Πακιστανός κατά σύντμηση.

  2. Ο (Προκο)Πάκης Παυλόπουλος. Ενίοτε χρησιμοποιείται από δεξιούς που τον θεωρούν ενδοτικό στα θέματα μετανάστευσης. Αλλά είναι και γενικότερα μειωτικό ως προς την εμφάνιση του εν λόγω πολιτικού, που δεν παραπέμπει ακριβώς στο (ακρο)δεξιό ιδεώδες ενός καθαρού Έλληνα. Βλ. και την Φρικηπαίδεια.

  3. Δεν αποκλείεται βέβαια να χρησιμοποιηθεί ως χαϊδευτικό γενικότερα ανδρικών ονομάτων με χαρακτήρα πι, αλλά μάλλον παραπέμπει σε τάκη, δηλ. χαζούλη, μπουνταλά, δες και εδώ.

  4. Παλαιοπασόκος που είχε προλάβει να ανήκει στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), που είχε δράσει επί χούντας, και έδωσε την θέση του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. (βλ. σχόλιο Γκάτσμαν).

  1. Σήμερα το πρωί κάποιος αλλοδαπός(πακης) που καθάριζε τα τζάμια στην Σταδίου έκλεψε τον σταυρό από τον λαιμό μιας γιαγιούλας τραβώντας της τον..Ευτυχώς συνελήφθη άμεσα. (Εδώ).

  2. α. «O »Πάκης« και η παρεούλα του εν μια νυκτί καταργούν το δικαίωμα της κινητικότητας σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους». Εδώ.
    β. Αληθεύει πως ο Πάκης είναι τσιγγάνος στην καταγωγή; Πως ένας τσιγγάνος έχει δικαίωμα να καθορίζει ποιος είναι Έλληνας ή όχι; (stoxos.gr).

  3. Ο Πάκης όμως; Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. (Εδώ).

  4. Πόσοι Πάκηδες έχουν μείνει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.

  2. Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.

  3. Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.

  4. Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.

  5. αεροκοπανίσματα

  6. αερολογίες
  7. αηδίες
  8. ακριτολογίες
  9. ακριτομυθίες
  10. αλαμπουρνέζικα
  11. αμερικλανιές
  12. ανοησίες
  13. αντίδια (Χ. Κλυνν)
  14. άρες, μάρες, κουκουνάρες
  15. αρλούμπες
  16. αρτίδια
  17. αρκίδια
  18. αρχιδέες
  19. αρχίδια
  20. αρχίδια καλαβρέζικα
  21. αρχίδια Μιραλέικα
  22. αρχιδιές
  23. αρχιδιές καμαρωτές
  24. ασυναρτησίες
  25. ατοπίες
  26. αφέλειες
  27. βαλακείες
  28. βατταρισμοί
  29. βερμπαλισμοί
  30. βλακείες
  31. βλακεύματα
  32. βουρλισιές (κερκυραϊκό)
  33. γελοιότητες
  34. γκαβά
  35. γκαβομάρες
  36. εγκεφαλοκλάνι
  37. εύκαιρα, τα (ποντιακό)
  38. ηλιθιότητες
  39. ζαντά, τα (ποντιακό)
  40. ζεβζεκιές
  41. ιστορίες για αγρίους
  42. ιστορίες με φίδια
  43. και τα ρέστα παγωτά
  44. καμενιές
  45. κασμέρια (κοζανίτικο)
  46. κασμιρλίκια
  47. κενολογίες
  48. κλαπαρχιδιές
  49. κλαπαρχιδέλες
  50. κογιοναρίες (επτανησιακό)
  51. κολοκύθια τούμπανα
  52. κολοκύθια με τη ρίγανη
  53. κοτσάνες
  54. κουζουλάδες
  55. κούκου
  56. κοντραπαξιμάδια
  57. κουκουρουκιά
  58. κουκουρούκου μανταλάκια
  59. κουλά
  60. κουραφέξαλα
  61. κουρλά (Κεφαλλονιά, κουρλός= τρελός)
  62. κουταμάρες
  63. κουτουράδες
  64. κουφά
  65. κουφαμάρες
  66. κρετινισμοί
  67. Λασκολογίες
  68. λαφαζανιές (κυπριακό)
  69. λήροι
  70. ληρωδίες
  71. λωλάδες (Θάσος)
  72. μαβλακείες
  73. μακακίες
  74. μαλακίες
  75. μαλακίες στο πάτερο
  76. μα-μου ιστορίες
  77. μαρσίρες
  78. μασάλια
  79. ματαιολογίες
  80. μερελιές (Πατρινό)
  81. μερεμέτια
  82. μιναριές(Πατρινό)
  83. μουρλάδες
  84. μούφες
  85. μπαγκατέλες
  86. μπαλαφάρες
  87. μπανταλά, τα
  88. μπαπατάτες
  89. μπαρμπούτσαλα ή μπουρμπούτσαλα
  90. μπαρούφες
  91. μπίρι-μπίρι
  92. μπλα μπλα
  93. μπαρτζολέτες
  94. μπούρδες
  95. μπουρδολογίες
  96. μπουρμπουλήθρες
  97. μπούρου-μπούρου μαλακίες
  98. μπόφκες
  99. μωρία
  100. μωρολογίες
  101. ξεροκεφαλιές
  102. ξουρίες του μπαρμπέρη
  103. ό,τι νά 'ναι
  104. παλαβάδες
  105. παλαλά, τα
  106. παπάντζες (αγρινιώτικο)
  107. παπατζιλίκια
  108. παπαραλήρημα
  109. παπαρδέλες
  110. παπαριά καμαρωτή
  111. παπάρες
  112. παπάρια μέντολες / μάντολες
  113. παπαριές
  114. παπαριές μανίτσα μου
  115. παπαρολογίες
  116. παπαρούπες
  117. παραλογισμοί
  118. παραμυθιάσματα
  119. παρλαπίπες
  120. πατάτες
  121. πέη πουά
  122. πελάρες (κυπριακό, λαλώ πελάρες)
  123. περικοκλάδες
  124. πίπες
  125. πίτσες μπλε
  126. πομφόλυγες
  127. πούτσες μάλλινες
  128. πούτσες μπλε
  129. πουτσίδια
  130. ρουβάδες
  131. σαχλαμάρες
  132. σαχλαμπούχλες
  133. σάχλες
  134. σαψαλίκια
  135. σεντίνες
  136. σερσεμιές
  137. σιουφίνες (γιαννιώτικο)
  138. σκουπίδια
  139. σούξου μούξου
  140. σούξου μούξου μανταλάκιακαι τα ρέστα καραμέλες
  141. σοφιστείες
  142. τούβλα
  143. τον πούτσο κλαίγανε
  144. τρίχες
  145. τρίχες κατσαρές
  146. τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες
  147. τσαμπουνίσματα
  148. τσουμτσούκια
  149. τσούτσες
  150. ύθλοι
  151. φαντασιοκοπήματα
  152. φληναφήματα
  153. φλήναφοι
  154. φούμαρα
  155. φούσκες
  156. χαζά
  157. χαζολογήματα
  158. χαζομάρες
  159. χειρηλασίες
  160. χοντράδες
  161. χοντροκοπιές
  162. ψευτιές

Σχετικά: 1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη

«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»

(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, προ αμνημονεύτων σήμαινε το κακάσχημο ξύλινο άγαλμακάποιας θεότητας, αργότερα όμως επήλθε ισοπέδωση και χαρακτηρίστηκαν έτσι! τα αγάλματα πάσης φύσεως υλικού.

Στα σλανγκέζικα σημαίνει τον χαζό και τον στόκο, επικεντρώνεται δε στους εκπροσώπους αυτών, εκ του ασθενούς φύλου. Τελευταία το προνόμιο να αποκαλείται έτσι έχει και ο Τζέφρι.

- ΑΝΤΕ ΡΕ ΞΟΑΝΟ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!Σ’ΕΤΣΟΥΞΕ ΠΟΥ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ,Ε;ΔΕ ΘΑ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕΙ,ΟΥΤΕ ΕΣΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΣΙΧΑΜΕΝΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ!
(εκείθε).

- Καλέ τί λες; ο Α.Π “εξορίστηκε” από τη χούντα!!!! Και ήρωας ο ανδρέας!!!
Έτσι δε μας είπε το ξόανο, ο προδότης ο ΓΑΠ μέσα στη βουλή και ΚΑΝΕΙς μα ΚΑΝΕΙΣ από τη ΝΔ δεν τον αποστόμωσε…!
Είναι να πιστέψει ο ελληνικός λαός κανέναν από δαύτους;
(εδώθε)

Ξόανο Ξόανο αλλα με κάτι @ρχιδι@ να!! (από perkins, 05/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοριτσούδι (η κλανίτα είναι συνήθως νεαρής ηλικίας) που μιλάει για όλα και για τίποτα, που έχει γνώμη περί πάντων χωρίς να έχουν καμιά όμως ουσία τα λεγόμενά της. Κοινώς, είτε μιλάει είτε κλάνει, ένα και το αυτό.

Πέντε ώρες μας τα' πρηζε χθες η κλανίτα και τελικά ούτε που ξέρω να σου πω τι μας έλεγε.

(από Kilerakias, 08/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified