Further tags

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρετίνος κυριολεκτικά είναι αυτός που πάσχει από κρετινισμό, δηλαδή διανοητική υστέρηση συνοδευόμενη από νανισμό και δυσμορφία, απότοκο της έλλειψης επίδρασης των θυρεοειδικών ορμονών κατά την ενδομήτριο ανάπτυξη, που είναι απαραίτητες για την ωρίμαση του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλων οργάνων.

Αυτοί που πάσχουν από κρετινισμό, παρουσιάζουν ιδιωτεία, καθυστέρηση της ανάπτυξης του οργανισμού, δεν έχουν τρίχες στο σώμα τους εκτός από το κεφάλι, έχουν γεροντικό δέρμα με ρυτίδες, πλατιά χείλη, χοντρά βλέφαρα και πολλοί δε μιλάνε και δεν ακούνε. Στο παρελθόν, ήταν πιο συχνή σε ορεινές περιοχές της Γαλλίας, Γερμανίας κι Ελβετίας λόγω αδυναμίας συνθέσεως θυρεοειδικών ορμονών από τη μητέρα και το έμβρυο εξαιτίας έλλειψης ιωδίου, κάτι που δεν υφίσταται στις μέρες μας λόγω του εμπλουτισμού του μαγειρικού άλατος με ιώδιο.

Μεταφορικά, κρετίνος είναι ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο αχαΐρευτος, αυτός που μας τη σπάει με τις ανοησίες του και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να τον εμπιστευτούμε σε τίποτε γιατί δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το παραμικρό.

Η ετυμολογία του όρου κρετίνος, ο (ουσιαστικό) προέρχεται από τη γαλλ. λ. crétin = αφελής, αγαθός, ανόητος, εκ του chrétien = χριστιανός.

  1. Γίνεται ένα ματς να τελειώνει 6-1 και το ενδιαφέρον να στρέφεται στις αντιδράσεις των προπονητών; Γίνεται. Η Μπενφίκα συνέτριψε την Νασιονάλ και ο τεχνικός της Ζόρζε Ζεσούς, στο 4ο γκολ έδειξε στον συνάδελφό του, Μανουέλ Μασάδο, 4 δάχτυλα. Ο τελευταίος αντέδρασε: «Ήταν και θα παραμείνει κρετίνος».
    (από εδώ)

  2. (Από ξέσπασμα αυτοκριτικής του ποδοσφαιριστή του Πανιωνίου Ρεκόμπα) :
    «Αν είχα προσπαθήσει περισσότερο, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τα λάθη οφείλονται αποκλειστικά σε μένα. Δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξος, ήμουν αυτάρκης με αυτό που είχα, χωρίς να προσπαθήσω ποτέ να βελτιωθώ. Τώρα δεν μετανιώνω, όμως είμαι σίγουρος ότι όταν σταματήσω να παίζω θα πω στον εαυτό μου: Πόσο κρετίνος ήμουν»…

Cretinism (από allivegp, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωνικό μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιούνταν για το βράσιμο διάφορων υγρών, κυρίως όμως νερού και γάλατος.

Μεταφορικά σημαίνει τον ανόητο άνθρωπο.

- Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
- Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
- Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

(από backi, 02/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Το όνομά του ήταν Παντελής και έχει συνδεθεί με τη χαζομάρα στην πόλη μας. Έχει συνδεθεί ακόμα και με την χανιώτικη ζάρπα, αφού όπου κι αν τον έβλεπαν οι νέοι του φώναζαν «Ίντα 'ναι μπαραμπάκο πρρρρ!!».

Χαρακτηριστική είναι ακόμα η ιστορία που θέλει μια παρέα να προτείνει στον μπαραμπάκο να πάει μαζί τους για ψάρεμα στα Λαζαρέτα, ένα νησάκι πολύ κοντά στο λιμανάκι της Νέας Χώρας στα Χανιά. Τον πήγαν εκεί, τον κατέβασαν από τη βάρκα και γύρισαν πίσω. Τότε ο μπαραμπάκος άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια χωριανοί... Μπαραμπάκος Παντελής ναυαγός στα Λαζαρέτα... Βοηθήστε το μπαραμπάκο σας». Έτσι έμεινε γνωστή η φράση του και τον έμαθαν όσοι δεν τον ήξεραν μέχρι τότε.

- Άντε μωρέ Παντελάκο...
- Ίντα 'ναι μπαραμπάκο, πρρρρ...

το λινκ που αναφέρει ο marios_amj (από tryager, 10/07/10)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η βλακεία φτάσει στο απροχώρητο και το επόμενο στάδιο είναι η μαμακία!

Μήτσος: - Ρε, να σου πω... Χθες βράδυ που μάμησα την μπαζόλα την Μαριλού,ξ έχασα να βγάλω τη καπότα... Και την θυμήθηκα τώρα!!! Να τη!
Ανδροκλείδωνας: - Καλα... 'Ντάξ... Εσύ λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!

Τι φοράει ο φαδερίλας ρε;; Πώπω κοίτα φάτσα ο φάδερ οφ να πούμε! Βλακέντιος τελείως!

Δες και μαδερίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified