Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πιει και τραυλίζει, δυσκολεύεται να μιλήσει. Βλέπε: Ορέστης Μακρής.
Ο Τάκης ήταν νηστικός από χθες κι έτσι μετά από κανα - δυο ουίσκια άρχισε να μιλά ορέστικα...
Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πιει και τραυλίζει, δυσκολεύεται να μιλήσει. Βλέπε: Ορέστης Μακρής.
Ο Τάκης ήταν νηστικός από χθες κι έτσι μετά από κανα - δυο ουίσκια άρχισε να μιλά ορέστικα...
Got a better definition? Add it!
Η φούσκα που βλέπουμε στα κόμιξ πάνω από τον χαρακτήρα που μιλάει, μέσα στην οποία καταγράφονται τα λόγια ή οι σκέψεις αυτού. Συννεφάκι σκάει και στους υπολογιστές, όταν το σύστημα σε ειδοποιεί για κάτι που μόλις έγινε, ή που πρέπει να γίνει κλπ.
Λέγεται συννεφάκι γιατί είναι λευκό το φόντο και γιατί συνήθως έχει σχήμα σύννεφου, δηλ. δεν είναι γραμμικό. Υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ συννεφακίου σκέψης, λόγου, κραυγής κλπ, βλ. εδώ.
Δεν ξέρω αν ανήκει πια στην αργκό αυτή η λέξη (άρα και στο παρόν λεξικό). Σαφώς όμως πρωτοεμφανίστηκε αδόκιμα (γι' αυτό και την καταχωρίζω) και, όπως πιστεύω, ελλείψει άλλου όρου πέρασε τελικά στη ζαργκόν της τυπογραφίας. Αν έχει ο λαός σοβαρές ενστάσεις, θα το ξουτάρω.
Ο ΗΡ ολοκλήρωσε τον έλεγχο κατάστασης. κάντε κλικ σε αυτό το συννεφάκι για να δείτε τα αποτελέσματα.
Got a better definition? Add it!
Κεκές είναι ο βραδύγλωσσος. Δημιουργία του όρου από την εγγενή δυσκολία των ανθρώπων αυτών στην εκφορά συνδέσμων και αρχής των λέξεων. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός το δίχως άλλο.
- Ρε συ αν πιει κάνα μανιντού ο Χατζηνικολάου θα γίνει κεκές;; Μιλάει τόσο αργά που νομίζεις πως θα κεκεδίσει.
Got a better definition? Add it!
Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.
Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).
Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).
Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).
Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η τσιρίδα που ακούγεται σε τηλεοπτικά παραθύρια ή από τηλεντελάληδες που διαλαλούν την όποια πραμάτεια τους, μετατρέποντας την τηλεόραση σε άλλο τσιριδοκούτι. Αυτός που συνηθίζει την τηλετσιρίδα χαρακτηρίζεται ως τηλετσιρίδας με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πολιτικό Άδωνη Γεωργιάδη.
Got a better definition? Add it!
Ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους της ιδιολέκτου του Ανδρέου Εμπειρίκου. Η μετοχή δηλώνει έγκαυλον που βγάζει άναρθρες κραυγές ή και έναρθρα μπινελίκια τε και γουτσισμούς κατά τη διάρκεια της καυλώσεώς τε και της γαμεύσεως. Η μετοχή συχνά χρησιμοποιείται για να εισάγει ευθύ λόγο. Πολλές φορές ο Εμπειρίκος εναλλάσσει έτσι περιγραφές σε άπταιστη σλανγιωτατική καθαρεύουσα ως αφηγητής με παρεμβολές χυδαίας δημοτικής ή ευφάνταστων γουτσισμών σε ευθύ λόγο με εισαγωγικά μετά το λαγνοβοών.
Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα από μιμητές ή συνεχιστές/ επίδοξους επιγόνους του Εμπειρίκου, καθώς είναι ένας από τους πλέον χαρακτηριστικούς του μαζί με το καυλοπυρέσσων και το έγκαυλος.
«-Μήπως θέλετε να δῆτε τὸ μουνάκι μου; Δὲν ἔχει οὔτε μιὰ τριχούλα. - Ὤωωωχ!.... Ὤχ Θεέ μου!..., ἀνέκραξε λαγνοβοῶν ὁ κατάπληκτος Γάλλος. Ὤχ ναί..... ναί.... ναί....» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 136).
«Η νεαρά χορεύτρια έβγαλε από την περισκελίδα του την καυλωμένην ψωλήν του, και ενώ εκείνος εστηρίζετο νωχελώς επί μιας ευρισκομένης όπισθέν του τραπέζης, η Τζέην είχε κολλήσει τα χείλη της γύρω από την σφύζουσαν βάλανόν του με έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τον κόκκινον αυλόν της, ενώ ο Στηβ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από την μεγάλην ηδονήν που εδοκίμαζε, ευρίσκετο εις τον Παράδεισον. Αίφνης εσείσθη ολόκληρος σπασμωδικώς και ανέκραξε “θα χύσω!”».
«Καλομελέτα κι έρχεται», σχολιάζει ο Τιθορούλης και εκείνη την ώρα ο Εμπειρίκος μπαίνει στην τελική ευθεία. Η φόρμα ήταν έτοιμη να σκιστεί. Ο Μελέτης δεν άντεξε άλλο. Έκλεισε λίγο, με ελάχιστη δύναμη, τα πόδια του και έτσι, χωρίς ούτε ένα ελαφρό άγγιγμα, με μια δυνατή κραυγή, ο Μελέτης έχυσε. Έριξε το κεφάλι του στο θρανίο, σαν να είχε μόλις γλιτώσει από κάποιο μεγάλο κακό: εξουθενωμένος, κάθιδρος και πανευτυχής. Το ταξίδιον της ζωής είναι, φευ, σύντομον, και η ψυχή χωρίς στύσιν είναι καταδικασμένη. Η ψυχή του Μελέτη λοιπόν σώθηκε χάρη στον Εμπειρίκο. Γύρω από τη λεκιασμένη φόρμα του όλο το τμήμα χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν λατρευτεί τα καλά Ελληνικά με τόσο δέος, μέσα σε σχολική αίθουσα. Ήταν φιλολογικός θρίαμβος. Χάρη στη συνεργασία του Εμπειρίκου με τον Γρίβα, την Ανθή και τον Μελέτη, το Α2 έζησε για πρώτη φορά μια αληθινή λογοτεχνική εμπειρία, μία στιγμή που ζωή και ποίηση γίνονται ένα. (Hommage στον Ανδρέα Εμπειρίκο στο διήγημα του Κωνσταντίνου Πουλή Θρίαμβος).
Αναρωτιέμαι
αν ο νοσηλευόμενος λαγνοβοών
βλέπει όνειρα στο θαλαμό του·
οι κάτοικοι της πολυκατοικίας;
Είθε να ‘ναι στοιχειωμένα. (Τελέσιλλα, Κινστέρνα ή Τί απέγινε ο Ζαχόπουλος;).
4. Είσθε (sic) φαιδρόν μορμολύκειον, πανίβλαξ και άχθος αρούρης και δε με πείθετε ούτε εσείς, ούτε οι μεγαλοστομίες σας ούτε και η κοιλιά σας, αλλά ούτε και η έλλειψις κοιλιάς που την επιτυγχάνετε λαγνοβοών στα γυμναστήρια.
Got a better definition? Add it!
Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, επειδή σε ζαλίζει με τους ήχους του σαν να είναι μια φλύαρη φιλενάδα. (Προφ στην εποχή που αναπτύχθηκαν τα καλιαρντά το ραδιόφωνο ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας). Συνώνυμο: μπεναβοκουσκούσι.
Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).
- Λονδίνο καταντήσαμε! Λονδίνο!
- Μη σου πω και αμέρικαν μπαρ!
- Α κατάλαβα η ria άκουγε τη κατέ στη ζαλίστρα να παίζει μουσική και να τα χώνει!!!!! (Μαρινάκι αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.
Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.
Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.
Got a better definition? Add it!
Διέδωσε, διέσπειρε φήμες, διήγγειλε.
Λέγεται στο β' ή γ' πρόσωπο, όχι στο α'.
- Ο Θανάσης βγήκε και είπε ότι εγώ χάραξα το αυτοκίνητο του Πέτρου
- Ο Πάγκαλος βγήκε και είπε ότι μαζί τα φάγαμε
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified