Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.
Ραιάω ράμε μέραση... (Ωραία μέρα σήμερα)
Κατασκευασμένη διάλεκτος χάριν ανάγκης κωδικοποιημένης ομιλίας, η οποία προκύπτει από τον αναγραμματισμό των φθόγγων των λέξεων. Ακόμα και η ίδια η λέξη ποδανά προκύπτει από τη λέξη ανάποδα.
Ραιάω ράμε μέραση... (Ωραία μέρα σήμερα)
Got a better definition? Add it!
Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.
Πάσα: Χότζας.
Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.
Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.
- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)
- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!
- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».
Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.
Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.
- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...
(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)
... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...
βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.
Got a better definition? Add it!
Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.
Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.
Περισσότερα παραδείγματα:
- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)
Got a better definition? Add it!
Επιθετικός προσδιορισμός που χρησιμοποιείται για χαρακακτηρισμό γκόμενας.
Πρόκειται για αναγραμματισμό τη λέξεις πουτανίτσα και χρησιμοποιείται αντ' αυτής συνηθως σε καβγάδες.
Aν η γκόμενα ειναι ξανθιά και αναρωτηθεί τι εννοείτε, μπορείτε να την διαβεβαιώσετε ότι πρόκεται για γνωστή κινέζικη φράση με σημασία της επιλογής σας.
Πάλι χωρίς βρακί γύρισες μωρή; E, είσαι τσανιτάπου... πάει τέλειωσε!
Δες ακόμη: τσανιτάπου, ποδανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πρέζα (εναλλαγή των συλλαβών της λέξης).
Ρε φίλε, μήπως παίζει καμιά ζαπρέ να με φτιάξεις;
Got a better definition? Add it!
Λήμμα που ακούστηκε στο τραγούδι των Ημίζ «Ο διαβολος κατέβηκε ξανά στον Χολαργό». Συντάσσεται με το ρήμα ρουφάω και δηλώνει την κλασική φράση παίρνω τον πούλο.
- Ρε συ, ζήτησα από τον γέρο μου 50 ευρά και αυτός οχι μόνο δεν μου έδωσε αλλα μου τα ζάλισε κιόλας περι σπατάλης.
- Εμμμμ... ευρά ήθελες; Ρούφα την τσαμπού τώρα.
Βλέπε και τσαπού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified