Selected tags

Further tags

Είδος πικάντικου αφροδισιακού μπαχαρικού εκ Ιταλίας που καταναλώνει ο Μικρός Νικόλας και ευθύνεται για το μεγάλο σεξ ντράηβ του και για το γουρουνοπούτσι του.

Έλα να κεράσω λίγη παπαρδέλα, πάμε Μποκαρίνο για πάπια με κανέλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.

Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χοντραίνω στην περιφέρεια.

  2. Ισχύει και για τα αυτοκίνητα όταν δεν έχουν καλά κρατήματα στις στροφές. Τότε λέμε ότι το αμάξι ''πετάει κώλο''.

- Ρε μωράκι λύσε μου μια απορία. Πώς καταφέρνεις και πετάς κώλο περπατώντας στην ευθεία;
- Τι εννοείς;;
- Τίποτα μωρέ. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να κάνω σέρβις στ' αμάξι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μαλάκας Έλληνας οδηγός, που χωρίς κανένα λόγο πατάει φρένο εκεί ακριβώς που δεν χρειάζεται, με αποτέλεσμα να φαγώνονται γρήγορα τα τακάκια του αυτοκινήτου του. Έτσι συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη της τσέπης μαστόρων, συνεργείων, αντιπροσωπειών κλπ.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς χεράς και με ικανότητες αγωνιστικής οδήγησης για να μην είναι τακακιοφάγος. Το μόνο που απαιτείται είναι κοινή λογική και στοιχειώδης οδηγική παιδεία, η οποία όμως απουσιάζει. Υπέρτατη εκδήλωση τακακιοφαγίας είναι φυσικά το να πατάς φρένο στην ευθεία και χωρίς να έχεις κάποιον μπροστά σου (το άκρον άωτον του παραλογισμού). Επίσης το να φρενάρεις σε ανοικτές στροφές όπου το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις λίγο το πόδι από το γκάζι.

Ο φοβικός τακακιοφάγος είναι βασικός υπεύθυνος για το τράφικ και τον συνακόλουθο εκνευρισμό των οδηγών από πίσω του, οι οποίοι υφίστανται την ατζαμοσύνη του. Ισχυρές κατάρες εκτοξεύονται εναντίον του τακακιοφάγου, ιδίως αν βρισκόμαστε σε επαρχιακό οδικό δίκτυο με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, δεν μπορούμε να τον προσπεράσουμε και μας πάει καρότσα για χιλιόμετρα.

Πάσα: Abas

- Τι κάνει ρε ο μαλάκας ο τακακιοφάγος, πάλι φρένο στην ευθεία;
- Συνήθισέ το, θα μας πάει έτσι καρότσα όλο το στροφιλίκι ώσπου να φτάσουμε Τρίπολη. - Καμιά γυναίκα θά 'ναι.
- Όχι απαραίτητα, η μαλακία δεν έχει φύλο αγόρι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο όρος αναφέρεται σε κάθε κατάσταση που είναι πιεστική. Προέρχεται από την πρέσα που σφίγγει τα πράγματα ώς εκεί που δεν φτάνει.

Οι δύο πιο δημοφιλείς κατηγορίες που θα ακούσετε τον όρο είναι οι ακόλουθες:

  • μονότερμα γκρίνιας ή/και μιζεροκατάστασης που έχει πολύ πρήξιμο ή/και στεναχώρια
  • καγκουροβόλτα με μηχανές ή αυτοκίνητα, όπου η πρέσα αναφέρεται στην οριακή (προς τα πάνω) λειτουργία του κινητήρα.

Ασχετο! Τιπ για στιχουργούς: ριμάρει με το κομπολόι και το συγγενολόι εύκολα, και λίγο πιο δύσκολα με το κονβόι.

  1. - Ρε, είδα τον Μάκη χτες. Σαν να γέρασε δέκα χρόνια.
    - Δεν τα 'μαθες. Έχασε τον πατέρα του και την μάνα του μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Και η δουλειά του πάει κατά διαόλου.
    - Πολύ πρεσολόϊ ρε παιδάκι μου.

  2. - Την Κυριακή έχει πρεσολόϊ.
    - Βγάλατε διαδρομή;
    - Ξεκινάμε οκτώ από εθνική για Ωραιόκαστρο.
    - Ωραία... Πείτε μου τι καφέδες πίνετε, γιατί, αφού με το μωρό μου θα φτάσουμε πρώτοι, να παραγγείλω.
    - Πρόσεξε μη σκίσεις το στριγκάκι σου...

  3. - Μαλάκα μου, είμαι προχθές στο μπαράκι, και με πιάνει ένα πρεσολόϊ το Μαράκι, για το πού ήμασταν χθες, άνευ προηγουμένου.
    - Και τα ξέρασες όλα ρε Μπάμια;
    - Δεν είπα τίποτα, αλλά κάτι την έχει πονηρέψει.

(από electron, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τον Auto χώρο. Σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος με ένα αυτοκίνητο ή άλλο όχημα, που ακόμη κι αν αναγκαζόταν να το αλλάξει θα ξανάπαιρνε την ίδια μάρκα / μοντέλο. Το καθιέρωσε ο Χάρρυ Κλυνν σε διαφήμιση, όπου παραλληλίζει τα Φουντούνια με αυτοκίνητο και λέει «κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι φουντούνια θά 'παιρνα». Έκτοτε η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ο,τιδήποτε είναι πάρα πολύ καλό και αξίζει, και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι μαζί του.

  1. κι αν ποτέ τ ' άλλαζα , πάλι sorlin θα ' παιρνα !!! (paokmania.gr).

  2. Μαζί με τον WinRAR και 1-2 άλλα είναι από τις εφαρμογές που πλήρωσα για τη χρήση τους. Κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι το ίδιο θα'παιρνα :p (Εδώ).

  3. - Τρομερές γυναίκες οι Δανέζες που κατεβαίνουν το καυλοκαίρι στο νησί. Κι αν ποτέ τ' άλλαζα, πάλι Δανέζα θά 'παιρνα...

(από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Πάσα: John Black.

- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!

Porsche Cayenne. (από Khan, 19/04/11)Το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη! (από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό Volkswagen Beetle (το ορίτζιναλ προπολεμικό, όχι αυτή η σαχλαμάρα που βγάλανε το 1998), άλλως γνωστό και ως σκαραβαίος ή σκαθάρι.

Σκαραβαίος είναι ο πιο επίσημος όρος και σκαθάρι είναι η πιο ακριβής μετάφραση, αλλά «κατσαριδάκι» είναι ο πιο συναισθηματικός και γούτσου-γούτσου τρόπος να αναφερθείς σ' αυτό το γλυκύτατο αυτοκίνητο. Είναι επίσης και ο συχνότερος (άλλωστε, η ταινία της Disney «Herbie the Love Bug», με τα κάμποσα sequel, μεταφράστηκε «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»).

Η λέξη «κατσαριδάκι» βγαίνει απ' την κατσαρίδα (λόγω σχήματος, και καλά), και αυτό αμέσως-αμέσως συνεπάγεται: «ρε, δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά». Έχει όμως την κατάληξη -άκι, που είναι το κατεξοχήν χαϊδευτικό. Και όλο μαζί καταλήγει σε ένα σημαίνον που συμπίπτει εντυπωσιακά με το σημαινόμενο: κάτι που είναι σαράβαλο, αλλά το αγαπάς.

Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά:

Πισωκούνα, άνετο τιμόνι αναλογικά (τεράστιο γαρ), sui generis κιβώτιο (η όπισθεν είναι πατητή και πίσω δεξιά), χαμηλό αμάξωμα που βρίσκει στους πετρόδρομους, μεγάλο ύψος για να σε παίρνει ο αέρας όταν φυσάνε τα μποφόρια κάθετα, αερόψυκτο, κάπου 1000-1500 κυβικά, χαρακτηριστικός ήχος (γρρρρρρούμπουγκρούμπουγκρούμπου), καίει τα κέρατά του, τα πάντα είναι απλές και γερές κατασκευές που όμως ενδέχεται να σου μείνουν στο χέρι λόγω παλαιότητας... Και πάλι, μιλάμε για ένα αμάξι-σκυλί, που τσουλάει και σε πάει εκεί που θες, ακόμα κι αν έχει κλείσει τα 50. Μακάρι κι εμείς στα χρόνια του έτσι...

Για ιστορική αναδρομή και τεχνικότερα χαρακτηριστικά (μηχανές, μοντέλα, εργοστάσια, πειράγματα, φτιαξίματα, βαψίματα, μηχανές Πόρσε, σκορ στο Παρίσι-Ντακάρ κλπ), ανοίχτε καμιά Wikipedia.

[όλα τα παραδείγματα βγαλμένα απ' τη ζωή]

  1. - Χτες το κατσαριδάκι μου μ' έκανε περήφανη! (σνιφ)
    - Τι έκανε;
    - Έσπασε όλα τα ρεκόρ ταχύτητας, και έκανα και διπλή προσπέραση στην εθνική!
    - Τι ταχύτητα δηλαδή;
    - 115 χιλιόμετρα την ώρα!
    - ...
    - Υπενθυμίζω ότι το κοντέρ τερματίζει στα 120. Και το κοντέρ είναι κυριολεκτικά μια οδοντογλυφίδα μπροστά από ένα χαρτονάκι, έτσι;
    - Και η προσπέραση;
    - Ήταν ένα φορτηγό που σερνότανε, κι από πίσω ένα Ραλλί κωλοφτιαγμένο που όλο πήγαινε να προσπεράσει κι όλο κώλωνε ο χέστης. Εγώ λοιπόν έρχομαι από πίσω με ευνοϊκό άνεμο, κατηφόρα, επιτάχυνση, και δυο-τρία χιλιόμετρα φόρα επειδή είχε άπλα ο δρόμος. Και σανιδώνω που λες, και προσπερνάω το Ραλλί που πήγαινε να προσπεράσει το φορτηγό!
    - Εύγε...
    - Βέβαια, αυτά δεν ξαναγίνονται, ήταν υπό ιδανικές συνθήκες. Επίσης, μετά απ' όλ' αυτά, πάλι με άφησε, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι μου.
    - Αχ το καημένο το κατσαριδάκι τι τραβάει....

  2. Ρε συ, αυτά τα καινούργια αμάξα, πολύ περίπλοκα πράματα, δε βρίσκω τίποτα μες στη μηχανή. Ενώ το κατσαριδάκι ήταν σαν παιχνίδι. Όλα φάτσα φόρα. Για να ρυθμίσεις το ρελαντί, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να ρυθμίσεις κατά πού κοιτάνε τα φώτα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να καθαρίσεις φίλτρα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αλλάξεις πλατίνες, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αδειάσεις λάδια, ήθελες ένα κατσαβίδι. Το ίδιο κατσαβίδι!

  3. - Ναι χαίρετε, ΕΛΠΑ εκεί;
    - Μάστα.
    - Ξέρετε, είμαι συνδρομήτρια, και...
    - Α, το άσπρο κατσαριδάκι! Πάλι έμεινε;
    - Ε, ναι... Μα πού το ξέρατε ότι ήμουν εγώ; Δεν πρόλαβα να σας δώσω ούτε στοιχεία ούτε τίποτα!

(όταν οι ΕΛΠΑτζήδες -που είναι και πολλές βάρδιες οι άνθρωποι, δεν είναι ένας νύχτα-μέρ - σε αναγνωρίζουν κατ' ευθείαν απ' τη φωνή, κάτι κάνεις λάθος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράζων στην πλατεία.

Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.

Απλά ανυπόφοροι.

- Τι λέει ρε αυνάνα, αράζεις ακόμα με τον Άγγελο;
- Όχι φίλε, έχει γίνει φουλ πλατεΐτης και συζητάει πλέον μόνο για την ροπή των subaru και το τρέξιμο που ρίξαν οι παλιοί στους παγκρατιώτες. Για τον πέοντα.

(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και χωρίς να έχει εντεροδιαρροϊκές διαταραχές.

Η τσιμούχα χαλάρωσε ως προς τους σφιγκτήρες της και εξαιτίας αυτού του γεγονότου υπάρχει διαρροή υγρού, αέρος ή δεγκζερωγώ τι άλλο.

Η παρομοίωση είναι κουτουτουμουγού εύγλωττος διότι ανασύρει στην μνήμη δι' ανακλήσεως, πρωκτόν όστις πέρδεται μετα ζουμίων τε και μεζεδακίων ενίοτε.

- Βρούμ - βρουυυυυυυυυυυυυυμμ
- Κανε ρε παπάρα ένα έντο.
- Χλωμό, έχει κλάσει η δεξιά τσιμούχα του μπροστινού και θα αγοράσω οικοπεδιά.

(από perkins, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified