Selected tags

Further tags

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του αγγλικού Troy Story (απόδοση του Τρωικού Πολέμου) στα Ελληνικά δεδομένα της μάσας και της ρεμούλας.

Ο όρος μάλλον είναι εφεύρεση Σεφερλή, καθώς είχε ανεβάσει ομώνυμη επιθεώρηση το 2012.

- Τελικά τα πήρε ο Άκης απο τα TOR-M1;
- Άσε φίλε....μεγάλο τρώει στόρυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουν μανάβηδες κηπευτικά, όσπρια ακόμη και μανιτάρια που εμπορεύονται για να διαφημίσουν την ανώτερη ποιότητά τους, αλλά και νοικοκυρές, κυρίως παλιάς κοπής, που τα μαγείρεψαν για να παινέψουν τη νοστιμιά τους.

Μόνο σε νυν χορτοφάγους από επιλογή μπορεί να ακούγεται οξύμωρος ο χαρακτηρισμός.

Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος αποτελεί έναν από τους δείκτες του βιοτικού επιπέδου ενός πληθυσμού και πενήντα χρόνια πριν οι Έλληνες καταναλώναμε κατά μέσο όρο περίπου τέσσερις φορές λιγότερο κρέας απ’ ό,τι σήμερα λόγω ανέχειας.
Και μάλλον από εκείνα τα χρόνια επιζεί ο χαρακτηρισμός, όταν σε κάποιους η μικρή κατανάλωση κρέατος προκαλούσε διαφορετικά προβλήματα υγείας απ’ ό,τι σήμερα.

Αν δεν πρόκειται για επιβίωση, αλλά αναβίωση… δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.

-Για ντομάτες κοιτάει η κυρία;
- Ναι… Τι λέν’ αυτές;
- Κι αυτές των Τρικάλων καλές, αλλ’ αυτές οι υδροπονικές της Δράμας είν’ άλλο πράμα… Κρέας!!
(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έδεσμα ακριβώς αντίθετο από το κουτόχορτο. Όταν το τρως γίνεσαι αίφνης πονηρός και εξυπνάκιας. Με άλλα λόγια, ρωτάμε έναν συνομιλητή αν έχει φάει πονηρόπιτα σε περιπτώσεις που προσπαθεί να μας ξεγελάσει και νομίζει ότι δεν θα το καταλάβουμε, ή που το παίζει έξυπνος, εξυπνίδης, αλητίστας.

Μερικές φορές το τρώω πονηρόπιτα μπορεί να δηλώσει ότι πέφτω θύμα πονηριάς, αν και μάλλον κατά παραφθορά της αρχικής σημασίας της φράσης κττμγ, ενώ κερνάω πονηρόπιτα ότι προσπαθώ να πιάσω κάποιον κότσο.

  1. γεννηθήκατε έξυπνοι η φάγατε πονηρόπιτα; 2 μήνες στο πεύκο και 3 μήνες παραμεθώριο έκανα..και μαγκιά μου που είχα βύσμα και μπήκα σε γραφείο..εγώ τουλάχιστον πήγα..και δεν κόπηκα σαν γιωτόμπαλο όπως εσείς.. (Εδώ).

  2. πονηροπιτα φαγατε το πρωι ε;αντι να πειτε ενα μπραβο που ελληνες διαπρεπουν στο εξωτερικο το παιζετε γατακια.χαζεψατε απο τη φαπα και γινατε μαγκες στο ιντερνετ. (Εδώ).

  3. έλα αγορίνα, αλλού η πονηρόπιτα, σε αυτούς που σε πέρνει και την τρώνε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη εκφορά για τα λαχανάκια Βρυξελλών, τα οποία κατά αντιστροφή λέγονται από πολλούς βρυξελλάκια λαχανών, από το οποίο μας μένει το βρυξελλάκια, μια ονομασία χαριτωμένη, όπως και το ίδιο το λαχανικό. Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σκωπτικό δήθεν χαϊδευτικό προσωνύμιο και για βρυξελλιώτες, πολιτικούς ή άλλα στελέχη.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Τα βρυξελλάκια λαχανών αντιθέτως, είναι δόλωμα του Οξαποδώ δι αδυνάτους και πεπλανημένας συνειδήσεις και να τα αποφεύγητε! (Εδώ).

  2. Σειρά για τα ζυμαρικά μας έχει η λευκή σάλτσα τυριών।
    Συνδιάζεται υπέροχα με τορτελίνι, ραβιόλια, απλά μακαρόνια και φυσικά φιλέτο κοτόπουλο ή μανιτάρια ή ακόμα διάφορα πράσινα λαχανικά που ψήσαμε στον ατμό, όπως το μπρόκκολο, το κουνουπίδι (ξέρω ότι είναι λευκό αλλά ταιριάζει!), σπανάκι, βρυξελλάκια κλπ... (Είναι μιαμ ή μπλιάξ;)

  3. λιγο δυοσμο, φετα λεμονι, λιγο λαδι ολα σε αλουμινοχαρτο και να βρασω και βρυξελλακια και καροτάκι ξεχωριστα (Εδώ).

  4. Οι πολιτικοί και τα πολλά Βρυξελλάκια. Πόσο μας κοστίζουν οι σωτήρες.
    Στα καθημάς οι μισθοί του Προέδρου και του πρωθυπουργού είναι συμβατοί με τις έκτακτες συνθήκες της χώρας – ο Λουκάς Παπαδήμος είχε επίσης εκχωρήσει την πρωθυπουργική αποζημίωση στο κράτος, 85.000 ετησίως λαμβάνει ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας, ενώ 110.000 ετησίως λαμβάνει ο πρωθυπουργός Αντ.Σαμαράς. (Εδώ).

Βρυξελλάκια λαχανών (από Khan, 07/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κρέας (κόκκινο αυστηρά, ποτέ ψάρι ή κοτόπουλο) που είναι συνήθως ψημένο στα κάρβουνα μόνο με το λίπος του. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το «κρέας» που πρέπει να προσθέσει στο σώμα του ένας ελλιποβαρής άνθρωπος για να φτάσει σε κανονικά επίπεδα.

  1. Φέρε λίγο τσιτσί να φάμε ρε μάστορα.

  2. Μάνα στο γιο της:
    -Βάλε λιγο τσιτσί πάνω σου ρε αγοράκι μου. Μισός έχεις μείνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ημιάγριου χοίρου. Απαντάται στη Θράκη, στην ορεινή Χαλκιδική και αλλαχού. Εκτρέφεται σε αγέλες που βόσκουν σε δάση και αποτελεί γευστικό έδεσμα.

Σήμερα μπήκαν γρουτζέλια στην αυλή του Σχολείου.

(από allivegp, 08/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified