Σχετικά βαθύ μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα. Κυρίως στα Επτάνησα.
Κατέβασε την παδέλα από την φωτιά.
Μην τρως μέσα από την παδέλα.
Σχετικά βαθύ μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα. Κυρίως στα Επτάνησα.
Κατέβασε την παδέλα από την φωτιά.
Μην τρως μέσα από την παδέλα.
Got a better definition? Add it!
Το μπέηκον που αν και ψημένο, δεν έχει αποκτήσει καθόλου τραγανότητα και παραμένει μαλακό.
Η προέλευση της συνταγής αυτής χάνεται στα καπή της Αμερικανικής Δύσης του 19ου αιώνα. Εκεί λόγω των συνθηκών ζωής που οδηγούσαν στην απώλεια των δοντιών, αναγκαζόντουσαν να καινοτομούν στις μεθόδους ψησίματος του παραδοσιακού και εύγευστου εδέσματος.
- Μικρέ, πκιάσε μια φασόλια με λαρδί και μιά κότον μπέηκον!
- Ότι πει ο παππούς που είναι πελάτης με τα ούλα του!
- Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος θα στις έβρεχα τσακάλι...
- Αν ήσουν 10 χρόνια νεότερος θα ετρωγες και τραγανό μπέηκον!
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά: το κυκλικού σχήματος αρτοσκεύασμα, είτε επικαλυμμένο με σουσάμι είτε με άλλο καρίκευμα.
Μεταφορικα: ο πρωκτός / η εκ του πρωκτού διείσδυση
'Ελα φιλαράκι έχω νέα!! Χθες βγήκα με τη Τζένούλα!! Της έφαγα το κουλούρι με τη μία, κολλητέ!!! Μου έδωσε κώλο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
-Σε χάλασαν και σένα τα χτεσινά σουβλάκια;
-Άστα. Τσόρλουκα με πήγε όλο το βράδυ!
Έχω διάρροια (από τον Κροάτη ποδοσφαιριστή Τσόρλουκα).
Got a better definition? Add it!
1.Τα προγούλια, ιδιαίτερα στα πλαϊνά χάριν ευφημισμού. Είναι αφράτα, με τάση ζάρωσης, μαλακό δέρμα έως χαλαρωμένο. Όσο περισσότερο λίπος έχουν, τόσο το καλύτερο στο δάγκωμα και στην ευρύτερη ερωτοσεξουαλική ατμόσφαιρα. Τα μεσήλικα είναι τρυφερότερα και αφήνουν αίσθηση - υφή πάστας σοκολατίνας στον δάκνοντα, εξ ού και η περιγραφή τους. Παραπέμπουν στα γλυκάδια των νεαρών ζώων που αναφέρονται στο δεύτερο σκέλος του ορισμού που μοιάζουν με παχάκια - ξυγκάκια, απ' όπου και επεκτείνεται η χρήση του όρου και στους ανθρώπους.
- Για πες... Η γκόμενα καλή, καλή;
- Και γαμώ τα μανουλομάνουλα!!
- Τί λες μωρέ μλκ, μανουλομάνουλο η 40+;
- Κι όμως... Εκτός από το "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες" είχε και κάτι γλυκάδια μωρ' αδερφάκι μου, όνειρο! Άσ' τα, πού να σ' τα λέω. Καλοβαλμένη.
- Ά, ρε Παπακαλιάτη με τα βίτσια σου...
2.Εκκρίνονται μπροστά απ' την τραχεία απ' τον θυμοειδή αδένα στα νεαρά ζώα, τα λεγόμενα "του γάλακτος" όπως τα αρνάκια και τα κατσικάκια για παράδειγμα και τα οποία αν μαγειρευτούν από τέτοιο σφαχτάρι θεωρούνται εξαιρετικές λιχουδιές απ' τους γκουρμέδες. Ο απογαλακτισμός επηρεάζει την παραγωγή τους και εκκλίπουν εντελώς από τα ενήλικα ζώα.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος δεν έχει εξασφαλίσει αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, βρίσκεται σε τραγική κατάσταση οικονομική και γενικά, όμως ζητά τη διασκέδαση και την απόλαυση και τις θεωρεί πιο σημαντικές από την επιβίωση. Είναι μια κατάσταση σαν να λέμε ψωμί-τυρί δεν είχαμε, λουλούδια για τ' αρχίδια μας, στον πούτσο μου λουλούδια, κολόνια για τ' αρχίδια μας, εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται. Όλες αυτές οι παροιμίες μιλάνε πιο πολύ για περιττές πολυτέλειες, ενώ η δική μας παροιμία μιλάει πιο άμεσα για την προτίμηση της απόλαυσης που τη θεωρούμε πιο σημαντική από τα βασικά της επιβίωσης.
-Εδώ δεν έχει το κράτος να πληρώσει μισθούς και συντάξεις και πάμε και δίνουμε εκατομμύρια για να παίρνουμε οπλικά συστήματα να την μπαίνουμε
στους Τούρκους.
-Ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).
- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω
τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν:
- Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ
μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς
περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.
- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)
Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...
- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη... (Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)
...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), "το άβγαλτο αγοράκι, που το γυροφέρνει ο κολομπαράς". Ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί ως εξής: "Μάλλον προέρχεται από το κοινό κεκ (αγγλικά cake), γιατί το βλέπει σαν γλύκισμα". Αν δεν βρεθεί κάποια πιο ψαγμένη ετυμολογία, θα πρέπει, υποθέτω, να συμβιβαστούμε με αυτήν την ερμηνεία ότι πρόκειται για γουτσισμό εκ των αγγλικών, ένα γκέι αντίστοιχο του παστάκι ένα πράμα.
Got a better definition? Add it!
Η μπόχα των μποχών στη Δ.Κρήτη, τουλάιστο ηχητικά και ως μέρος της σχετικής γκριμάτσας αηδίας και απογοήτευσης που συνοδεύει την εκφορά της. (Στην Κρήτη οι άσχημες οσμές σχηματίζονται με το -έα, στο τέλος, π.χ. σκυλέα, αυγουλέα, σκατουλέα, τσουκνέα κ.λπ.). Όχι επειδή δεν υπάρχουν εφάμιλλα ανυπόφορες οσμές, αλλά επειδή αυτή η λέξη κττμγ σ' όσους έχουν βιωματικά μεγαλώσει μαζί της δημιουργεί συναισθησία, σα να παράγει η εκφορά την την οσμή στον εγκέφαλο ναούμ'. Είναι η όχι απαραίτητα έντονη αλλά αναγουλιαστική, ταγκιά μυρωδιά που βγάζει κάτι σάπιο ή βουρκιασμένο. Θρασουλέα βγάζει το κρέας που άφησες στη συντήρηση μέρες και έχει αρχίσει να μυρίζει, αλλά και το κακοπλυμένο ποτήρι που βρωμάει αυγουλίλα, και άλλα, βλ. στα "παραδείγματα" όπου κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να την ορίσουν . Ετυμολογία: το λεξικό Ξανθινάκη λέει από το θρασίμι = ψοφίμι (το οποίο θρασίμι, από το σαθρός).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified