Further tags

Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μεζέ που τρώγεται κρύος. Παράγεται από χοιρινό κρέας (κατά τόπους μπορεί να προστεθεί και μοσχαρίσιο) που ανακατεύεται ώρα στην κατσαρόλα, χωρίς νερό ή λάδι, μόνο με αλάτι, πιπέρι (κόκκινο, μαύρο), ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Όταν τελειώσει το βράσιμο, τότε πιέζεται και το βάζουνε μέσα σε έντερα (όπως τα λουκάνικα, με τη διαφορά πως είναι πολύ μεγαλύτερος). Αποθηκεύεται και τρώγεται όλο το χειμώνα. Συνοδεύεται κυρίως με κρασί κόκκινο.

Γυναίκα, βάλε να πιούμε ένα κρασί. Φέρε και λίγο καβρουμά με μπούκοβο για μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.

Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.

  1. Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...

  2. Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!

Για έναν γιαλαμά τον στρμωξαν στην ψειρού (από allivegp, 14/02/12)Ασημάκης Γιαλαμάς (από joe909, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τουρκικό σουλούχ που σημαίνει αναπνοή και σήμαινε κάποιον που είχε πρόβλημα αναπνοής, κάτι σαν ασθματικός δηλαδή. Οι τούρκοι που το είχαν σύστημα να αποκαλούν κάποιον με το κουσούρι του (κιοσές, τοπάλ, κουλαξίζ κλπ) το χρησιμοποιούσαν και σαν επίθετο.

Μια ανηφόρα ανέβηκε το άλογό σου και άκου το πως αναπνέει. Δεν το παίρνω είναι σουλουγάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...

Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς.

Σαλονικιώτικο, τολμώ να είπω. Και μάλιστα από την εποχή που άνθιζε το πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη (Ηλίας - Λευτέρης - Θρακικόν κλπ.), τώρα με τις σουπερί έχουνε μπερδευτεί τα πράγματα.

Ο κλασικός πατσάς Θεσσαλονίκης λοιπόν, ήταν τρισυπόστατος, το μενού παρείχε τρεις επιλογές: 1) ψιλοκομμένος, 2) χοντροκομμένος = ντουσλαμάς και 3) ποδαράκια. Ενώ έπαιζε και ο ανάμικτος = σκεμπές με ποδαράκια. Ο πατσάς κοβόταν παρουσία του πελάτη, δηλαδή μετά την παραγγελία ο μάγειρας έβγαζε τον σκεμπές από το καζάνι (που ήταν στην ίδια αίθουσα με τα τραπέζια), τον άπλωνε στον πάγκο και τον έκανε κομματάκια στο επιθυμητό μέγεθος (ψιλο- ή χοντροκομμένο). Οι δε ρυθμικές και συνεχόμενες μπαλταδιές του μάγειρα στον πάγκο, παρείχαν και το ακουστικό συμπλήρωμα στη γευστική και οσφρητική απόλαυση του πατσά.

Μάστορα πιάσε έναν ντουσλαμά, δυο ψιλοκομμένα και έναν ανάμικτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.

  1. μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.

  2. το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.

Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.

  1. - Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
    - Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!

  2. «χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
    μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
    (παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)

(από Khan, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified