Further tags

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από το «πουτάνα» και το «Τιτανικός». Προέρχεται από τίτλο τσόντας των late '90s, που παρωδούσε την οσκαρούχο ταινία. Έχει δύο σημασίες.

α) Λόγω του μεγέθους του Τιτανικού, ο Πουτανικός αντίστοιχα είναι το πουταναριό, ήτοι η μεγάλη συνάθροιση από πουτάνες, ή η καραπουτάνα, δηλαδή η πουτάνα στον υπερθετικό βαθμό.

β) Λόγω της γνωστής τραγικής κατάληξης του Τιτανικού, ο Πουτανικός είναι η φαρμακομούνα πουτάνα, που σηματοδοτεί το μουνοβατερλώ του μπουρδελιάρη. Είτε λόγω κάποιου παράσημου, είτε κάποιας συναισθηματικής εμπλοκής, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πουτανοκαψούρα. Γενικά, ο Πουτανικός είναι ο πούτανος - τραγωδία, ο πούτανος που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...

«Δεν είν' πουτάνα, δεν είν' πουτάνα, αυτό που γάμησα,
είναι σου λέω πανικός,
ένας σωστός Πουτανικός,
και θα 'ναι θαύμα, αν δεν την πούτσισα»
(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - για την παράφραση Hank).

(από Khan, 10/11/12)"Ένας μικρός Τιτανικός" (από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον «Πατ Μορίτα».

Ο Ιάπωνας «sensei» που μετέτρεψε τον φλωρούμπα Ντάνιελ Λαρούσο στον - killing machine - Ντάνιελσαν.

Αφού προηγουμένως τον έβαλε να πλύνει μια μάντρα με αμάξια, να τα κερώσει, να τα γυαλίσει, να βάψει τον φράχτη του σπιτιού του, να του ξύσει το πάτωμα, να του βάψει το σπίτι, (στο director’s cut θα τον δείτε ακόμα και να μαδάει τις ελιές στα λιοστάσια του Μιγιάγκι), αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν παρά μια ταχύρυθμη μέθοδος εκμάθησης καράτε (αν ήταν έτσι θα βλέπαμε μπογιατζή και θα κλάναμε πουλόβερ), έπεισε και τον τζιτζιφιόγκο του ότι έγινε Τζετ Λι, τον έχωσε να διαγωνιστεί σ’ ένα τουρνουά καράτε ακούγοντας να βεβηλώνουν τ' όνομά του (ο εκφωνητής -που να τον πάρει ο διάολος!- τον αποκαλούσε «Μιγιάτζη»), εκεί είδε στον ημιτελικό να «τσακίζουν» το πόδι του κανακάρη του (πόδι, το οποίο έφτιαξε αφού προηγουμένως έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση γιατί το σακάτεμα του Ντάνιελσαν έδινε 3,75 στο παράνομο στοίχημα και ο ίδιος είχε ποντάρει ένα κάρο μπονζάι), στον δε τελικό τον είδε να δίνει τα ρέστα του και με χτύπημα βγαλμένο απ' το takken να κερδίζει έπαθλο και Ελίζαμπεθ Σου ταυτόχρονα.

Ο ανωτέρω άθλος του σχιστομάτη παππούλη, που όλοι θα θέλαμε να ήταν παππούς μας (αν και - άσχετο - προτιμώ Αλέξη Κωστάλα να είχα για παππού μου), να μεταμορφώσει σε καρατέκα ένα τσογλανάκι που ακόμα θα τις έτρωγε, με το πέρασμα των χρόνων έγινε μύθος και με το πρόσωπό του ταυτίζει κανείς κάποιον τον οποίον θεωρεί ότι τον έχει βοηθήσει ενώ βάδιζε στα χαμένα.

Μέγας Αλέξανδρος, Κομφούκιος, Ισαάκ Νεύτων, Λουκάς Βύντρα, Μίστερ Μιγιάγκι. Τίποτ' άλλο.

Συνων.: μέντορας, γκουρού (η τυρόπιτα είναι «κουρού»), sensei, master (για πιο υποτακτικούς), διδακτορικό (ως πτυχίο ανώτερο του master).

- Ρε συ Φιλώτα, ό,τι και να πω είναι λίγο... Μου έμαθες τη δουλειά όταν δεν ήξερα πού μου παν' τα τέσσερα, με σύστησες σε πελατεία, με έμαθες πώς να φοροδιαφεύγω και πώς να «σβήνω» τις μπριζόλες με κρασί και όχι με λεμόνι όπως έως τότε (για τον Θεό!) έκανα... Είσαι για μένα ο Μίστερ Μιγιάγκι μου!
- Καλά, καλά... Να σου πω, δεν περνάς αύριο από το σπίτι μου να περάσεις το δεύτερο χέρι στους τοίχους;
- Yes sensei...

Μίστερ Μιγιάγκι, κατά κόσμον Pat Morita (από poniroskylo, 27/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις σχετικές με τον τίτλο του λήμματος ταινίες πρωταγωνιστούσαν οι Κριστόφ Λαμπέρ και Σον Κόνερυ. Στις ταινίες αυτές ο Χαϊλάντερ, ζούσε αθάνατος ανάμεσα στους κοινούς θνητούς εκτός αν τύχαινε κάτι που είχε προδιαγραφεί από τη μοίρα. Η λέξη κλειδί για τον συγκεκριμένο ορισμό είναι η αθανασία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκφραση αναδύει τον προβληματισμό μας όταν βλέπουμε κάποιον Μαθουσάλα, κάποιον υπέργηρο που έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέσο όρο ζωής. Αφού δεν είναι υπόγειος, τον αποκαλούμε χιουμοριστικά Χαϊλάντερ, «θεωρώντας» πως και καλά... παίζει περίπτωση αθανασίας.

- Είδα χθες τον κυρ' Πέτρο, τον παλιό γείτονα σου;
- Ώπα ρε... Ζει ακόμα αυτό το ραμολί; Αυτόν φαίνεται πως τον έχει ξεχάσει ο Χάρος. Ποιος είναι; O Χαϊλάντερ είναι;

(από GATZMAN, 28/11/08)(από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.

- Ρε εσύ το βλέπεις αυτό το μανούλι; Πάω να της την πέσω.
- Ώπα ρε Mπίλια... Με τέτοια εμφάνιση, δε θα πέσει η γκόμενα, άλλο
πράγμα θα πέσει
- Τι θα πέσει;
- Κρύα χυλόπιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την σεξουαλική σημασία του όρου (που καλύπτεται στον προηγούμενο ορισμό), το βαθύ λαρύγγι είναι επίσης συνώνυμο αυτού που αποκαλύπτει απόρρητα μυστικά, του πληροφοριοδότη.

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μάλλον εμπνευσμένος από την κλασική ταινία πορνό «Το βαθύ λαρύγγι», η οποία είχε κάνει πάταγο εκείνον τον καιρό (1972) που ξέσπασε το σκάνδαλο Watergate στην Αμερική. Χρησιμοποιήθηκε τότε για να χαρακτηρίσει έναν συγκεκριμένο άγνωστο πληροφοριοδότη (τον Mark Felt), έκτοτε όμως η σημασία του γενικεύτηκε. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες το παράδειγμα 1, όπως επίσης και αυτό το λινκ.

  1. (Από το αρχείο ειδήσεων του BBC.)
    Ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά στην ιστορία της δημοσιογραφίας αποτελεί πλέον παρελθόν, αφού αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του ανθρώπου που είχε μείνει γνωστός ως το «Βαθύ Λαρύγγι»--του ανθρώπου που είχε οδηγήσει δύο Αμερικανούς δημοσιογράφους στην πολύκροτη υπόθεση Γουότεργκεϊτ, η οποία υποχρέωσε, το 1974, τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση. Όπως δημοσίευσε το περιοδικό Βάνιτι Φερ (Vanity Fair), πρόκειται για τον συνταξιούχο πρώην υποδιευθυντή του FBI, Μαρκ Φελτ.
    Πάνω από 30 χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που η υπόθεση Γουότεργκέιτ συγκλόνιζε την αμερικανική πολιτική ζωή και οδηγούσε τον Ρίτσαρντ Νίξον εκτός του Λευκού Οίκου.

  2. (Από αυτό το άρθρο της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», της 27/07/2008.)
    Το «βαθύ λαρύγγι» του Ίντερνετ
    Μυστικά έγγραφα διεφθαρμένων κυβερνήσεων, στρατιωτικά απόρρητα για τον πόλεμο στο Ιράκ, αποδείξεις ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, μυστικά που οι Εκκλησίες κρύβουν από τους πιστούς τους, αλλά και το... αρχικό σενάριο για την τελευταία ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς -για το οποίο πολλοί στοιχηματίζουν πως θα έκοβε περισσότερα εισιτήρια απ' όσα εκείνο που τελικά γυρίστηκε- αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά στον ίδιο διαδικτυακό χώρο: Το wikileaks.org διεκδικεί να γίνει ο παράδεισος των λαγωνικών απόρρητων εγγράφων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.

- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε. - Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified