Further tags

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, η αδερφή.

- Πώς σου φάνηκε ο Νίκος;
- Δεν ξέρω αλλά μου φάνηκε λίγο Μαρίνος.

Ο showman Γιώργος Μαρίνος (από poniroskylo, 27/09/08)Ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Μαρίνος (αριστερά) με ναυτεργάτες (από poniroskylo, 27/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...είναι ο πούστης αλλά σε υπερθετικό βαθμό.

Καλά, μιλάμε για τρελή πουστάρα.

(από Galadriel, 01/01/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα που περιγράφουν και τους υπόλοιπους βαθμούς πουστάκι, το, πουστανελάς, ο, πουσταρέλι, πούσταρχος, ο, πουστέρι, λούγκρα, πουστόμωρο, το, πουστρίγκος, πουστρίτσα, η, πουστρόνι, πουστρόνιο, πουστρώνι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη τριπλέτα ιδιοτήτων είναι ο καταπιεσμένος πόθος πολλών ετεροφυλόφυλων, μη πρεζάκηδων αριστερών και αναρχικών, οι οποίοι, στα νεανικά και παραγωγικά τους χρόνια, χτίζουν την κοινωνική τους υπόσταση και υπόληψη (και αναπαραγωγή, βεβαίως) πατώντας, -όπως γενικά η αριστερά / αναρχία στην Ελλάδα- σε δυο βάρκες: από τη μια στην προοδευτική αριστεροσύνη και από την άλλη στις παραδοσιακές αξίες και τα συστήματα «τιμής και ντροπής» που λένε και οι ανθρωπολόγοι.

Έτσι, ο μέσος άρρην αριστερός και αναρχικός ήταν και εν πολλοίς παραμένει μάτσο -αν και δηλώνει μη ομοφοβικός, δεν γουστάρει την ξεφτίλα της πρέζας και για ιδεολογικούς λόγους (που πολλές φορές είναι κεκαλυμμένη ατολμία, βεβαίως) και όλ΄αυτά συνδέονται και με το ότι (θέλει να) θεωρεί εαυτόν και να τον θεωρούν αδιασάλευτα μάχιμο στα μετερίζια των κοινωνικών αγώνων και βαθιά καταρτισμένο θεωρητικά. Άλλωστε η επίσημη αριστερή ηθική ήθελε τους κομμουνιστές πιο «ηθικούς» και αξιακά πατροπαράδοτους κι απ΄τους δεξιούς ακόμα σε πολλά, και «ιδιωτικά», θα τα λέγαμε σήμερα, θέματα.

Το σχετικό, καταστατικό υπαρκτικά, ηθικό άγχος του Έλληνα αριστερού, σε πολλές περιπτώσεις ατονεί με την πάροδο των χρόνων, ακόμα και αν ή ειδικά αν έχει επέλθει η κινηματική καταξίωση. «Αριστερό παρελθόν = δεξιό παρόν» λένε πολλοί και, αν και η συνέπεια στις στάσεις και τις ιδέες μέχρι το γήρας αξιολογείται θετικά, ο ηλικιωμένος αριστερός που συντηρητικοποιείται, απολαμβάνει και ενός σχετικού ακαταλόγιστου.

Το ακαταλόγιστο αυτό σε υπερβολική μορφή δοκιμάζεται από την τριπλή jouissance του λήμματος: μετά από μια ηλικία ή μετά από ένα βαθμό εγνωσμένης προσφοράς δεν έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τα ψωμιά σου τα 'χεις φάει, κι ό,τι απαγορευμένο κι αν δοκιμάσεις ή πεις, λογικά θα αντιμετωπιστεί με αμηχανία, αλλά και επιείκεια και γενικά ζμπούτσας.

Παρατηρήσατε ότι γίνεται η παραδοχή ότι η δεξιά έχει κι αυτή τη γοητεία και ηδονή της (πρβλ: ΔΑΠΑΡΑ, ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΤΣΕΓΚΕΒΑΡΑ).

[κλασικοί νεανικοί προβληματισμοί / διάλογοι αριστεροαναρχοπαίδων]

  1. - Τι λέει ρε αυτός ο Ντεμπόρ, τι γράφει ο άθρωπας, πώς την είχε δει έτσι;
    - Τι διαβάζεις;
    - Τον Πανηγυρικό...
    - Α ναι, του πότε είναι αυτό;
    - 1989 λέει...
    - Ε, καλά, κι εγώ μετά τα 60 δικέ μου πούστης, πρεζάκιας και δεξιός θα γίνω... (για την ακρίβεια όταν έγραψε τον Πανηγυρικό ήταν 58 - 59 και κατά δήλωση του ισόβια αλκοολικός)...

  2. - Τί' ν' αυτά που λέει ρε συ ο παππούς σου;
    - Τι ρε μαλάκα, έχει κάνει φυλακές, εξορία ο δικός σου, μην τον βλέπεις έτσι...
    - Ε, τώρα καρατζεφερίζει, φουλ όμως...
    - Ε, καλά, μ΄αυτά που τράβηξε, κι εγώ στην ηλικία του θα το γύρναγα ανοιχτά, πούστης, πρεζάκιας και δεξιός φίλε, να ρεφάρω...

Η ορίτζιναλ βερσιόν (από Khan, 21/12/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πισωκόλλης, πισωκώλης

Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.

  1. «Εσύ θες να πας να δεις το έργο; Τον Χριστό μας από τους πισωκώληδες τους Αλβανούς; Εσύ; Έχει έρθει η οργή του Θεού. Μας χτύπησε η οργή του Θεού για σας, τους προδότες, τον Χριστό μου. Γιατί αν είχαμε την εύνοια του Θεού, κανέναν δε θα είχαμε ανάγκη. Η Ελλάδα είναι πλούσια χώρα, την εύνοια του Θεού δεν έχει. Ζώα, ζώα — ε, ζώα. Σαν τα ζώα, ρε, να πηδιέστε». Είναι περίπου 45 χρονών, μαυροφορεμένος, πλησιάζει απειλητικά μια γυναίκα: «Κι εσύ θες να δεις το αμαρτωλό έργο; Ζώο. Ζώο, μωρή. Ζώο!». (Από τις σκηνές απείρου κάλλους που είχαν εκτυλιχθεί έξω από θέατρο στο Γκάζι όπου χρυσαύγουλα και χριστιανοταλιμπάν διαμαρτύρονταν για βλάσφημη παράσταση χρησιμοποιώντας οι ίδιοι μερικές βρισιές απάδουσες μεν προς χριστιανούς πλην όχι χωρίς σλανγκικό ενδιαφέρον, δες).
  2. Εννοείται χρυση αυγή μεσα στη ΜΥΚ! Τί θα ήταν, πισωκώληδες αριστεροί; (Μακελειό).
  3. Έκαψαν ζωντανό τον Μπρούνο το «καμάκι»! – Ένα από τα μεγαλύτερα greek καμάκια της Ελλάδας. Σχόλιο: κανένας πισωκώλης Πακιστάνος θα τον έφαγε… (Μακελειό).
  4. Έκτακτα μέτρα παίρνει η Βρετανία αποφασίζοντας να σχεδιάσει κλείσιμο των συνόρων για τους Έλληνες, σε περίπτωση που η Ελλάδα βγει από την ευρωζώνη. Σχόλιο: αλλη ορεξη δεν ειχαμε να παμε στους πισωκολληδες στην υγρασια στην μουχλα και να αφησουμε τον ηλιο μας τα νησια μας τα χωρια μας τον φραπε μας. (Ενικός).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο κοντινότερο στην κυριολεξία, ένας ομοφυλόφιλος ύπουλος, πονηρός, μνησίκακος, ίσως και μοχθηρός· σά να λέμε, καί πούστης καί κωλάνθρωπος. Λέμε και κακιά αδερφή.

Κατεπέκταση, υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον που θεωρούμε μοχθηρό και τα λοιπά, χωρίς απαραίτητα να 'ναι αδερφή.

  1. -Βαλλιανάτε, γιατί μας πρήζεις τα αχαμνά μας με τις καθαρά προσωπικές σου «υποθέσεις»;; -Γιατί πρέπει η επικράτεια να μάθει αν είσαι εκδιδόμενη ή όχι και με πόσα ευρώ τον παίρνεις;; -Και τώρα που το μάθαμε σε τι θα μας φανεί χρήσιμο;; -Και το ότι είσαι οροθετικός , δηλαδή έχεις AIDS, γιατί το ξεφούρνισες μαζί με την υποψηφιότητά σου;; Θα σε λυπηθεί το κύκλωμα και θα σου φέρουν ψηφάκια;;
    -Και ένας υποψήφιος δήμαρχος της Αθήνας δεν ντέπετε να λέει ότι «Δεν γνωρίζω πως κόλλησα, ούτε... με ενδιαφέρει....», δηλαδή έχεις μεταδώσει τον ιό και σε άλλους ανυποψίαστους εραστές σου και ΔΕΝ Σ'ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ !!!!
    -Και .. Βαλλιανάτε .... είσαι και μαρτυριάρης, δηλαδή είσαι κακός πούστης, γιατί στην συνέντευξη που έδωσες δήλωσες χωρίς να σε ρωτήσει κανένας, ότι η Αθήνα έχει και άλλους gay υποψήφιους κι όλος ο κόσμος τους ξέρει !!!(για να μοιραστείς τα ψηφάκια;;)

........ πολύ κακός πούστης, εξοργιστικά κακός (εδώ)

  1. Μιλώντας για τον γραμματεία της ΝΔ, Ανδρέα Παπαμιμίκο, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή τον είχε κατηγορήσει ότι δεν έχει κάνει ούτε ένα έργο στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μπουτάρης είχε «πληρωμένη» απάντηση. «Εμάς πρώτη προτεραιότητά μας ήταν η οργανωτική αναδιάρθρωση του δήμου, έτσι ώστε να λειτουργεί σωστά και όχι να κάνουμε έργα» υπογράμμισε και συμπλήρωσε, προκαλώντας… σοκ: «Εγώ είμαι κακός πούστης και θυμάμαι!». (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified