Further tags

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που έχει σχηματιστεί από την επανειλημμένη εδώ και δεκαετίες παρανόηση του περιεχομένου πινακίδων τις οποίες είχαν κάποτε οι ταβέρνες.

Κάποτε λοιπόν, για να δείξουν στους πελάτες ότι το μαγαζί διαθέτει και κήπο (που όμως δεν φαίνεται από τον δρόμο) κι ότι δεν είναι καταδικασμένοι στην τσίκνα ντε και καλά, αναρτούσαν μια πινακίδα στην είσοδο της ταβέρνας όπου αναγραφόταν το περίφημο «Στο βάθος κήπος». Καμιά φορά η πάντοτε χειρόγραφη επιγραφή συνοδευόταν κι από ένα ζωγραφισμένο βελάκι που έδειχνε το προς τα πού πέφτει ο κήπος αυτός. Τώρα μη φανταστείτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, για μικρές εσωτερικές αυλές μιλάμε.

Αν όμως η φράση διαβαστεί λάθος, τότε έχουμε ένα ουσιαστικό: το βάθος κήπος, του βάθους κήπους (κλίνεται κατά το κήτος), το βάθος κήπος, ώ! βάθος κήπος. Πληθυντικός δεν χρησιμοποιείται.

Καμιά φορά μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς με την έννοια του «στο κάτω-κάτω» ή του «δεύτερου πλάνου» σε μια εικόνα.

  1. - Λέμε να πάμε για καναπαϊδάκι απόψε, τι λες;
    - Μεσα, θα έρθω λίγο αργότερα όμως.
    - Έλα όποτε θες. Θα καθόμαστε στοβάθοςκήπος.

  2. Άντε, έλα και συ μαζί μας. Στοβάθοςκήπος δεν έφταιξες σε τίποτα να σε αφήσουμε μόνο σου βραδιάτικα.

  3. Σε πρώτο πλάνο βλέπετε την Λίλιαν, στο βάθοςκήπος είναι η υπόλοιπη παρέα.

Η πινακίδα (από poniroskylo, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρωχημένη λέξη «χτικιό» είναι η γνωστή φυματίωση. Η λέξη χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια θέριζε. Γνωστό συνώνυμο ήταν το «φθισικό». Μεταφορικά το χτικιό είναι η ταλαιπωρία, η κούραση. Χτικιάρης συνεπώς είναι ο ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, ωσάν να έχει χτικιό, δηλ. ο φυματικός.

  1. Κείμενο από το διαδίκτυο:

Τότε ήταν η εποχή που πήγαινε μόνος του στο γήπεδο. Είχε γραφτεί και σε σύνδεσμο. Όχι όποιον και όποιον. Cockneys με το όνομα που στεγάζονταν τότε στην Μενάνδρου με αρχηγό τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο με παλάμες κουπιά. Ψηλός και γεροδεμένος. Αντίθετα με τον κολλητό του τον Μπλάκυ που ήταν χτικιάρης και κοντός με σάπια δόντια από τα «σιρόπια». Και μια φαγωμένη μύτη από «σκύλο» κατά τα λεγόμενά του.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Παλικάρια το έκοψα εδώ και τρία χρόνια και βρήκα την υγειά μου.Σηκωνόμουν το πρωί κι έφτυνα σα χτικιάρης. Η μεγάλη βελτίωση ήταν στην όσφρησή μου πρώτα δεν ξεχώριζα τις διάφορες μυρωδιές τόσο άνετα όπως κάνω τώρα. Έχω πάρει μια χαρά που δε λέγεται.

Βλ. και σχετικό λήμμα χτικιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O συγκεκριμένος Frangrec όρος με ευρύτατη και πολυετή χρήση στο χώρο της εγχώριας σόου-μπίζ σήμερα αναφέρεται κυρίως σε νεαρό ή πρωτοεμφανιζόμενο, στο χώρο του θεάματος, θηλυκό, με χαρακτηριστική φωτογένεια, φρεσκάδα και σεξ-απίλ, που φέρει ελπίδες για μεγάλη καριέρα στην τηλε-πιάτσα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με την σταρλετ-ίτσα, δηλαδή το φιλόδοξο κοριτσάκι - καβλίδιο που δεν διστάζει να κάτσει στα γόνατα μεγάλων κυρίων - παραγωγών που θένε να της ξηγήσουν το παραμύθι προκειμένου να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που επιθυμεί.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επιτυχημένη εργένισσα - σεξουαλικά ανεξάρτητη λαμπερή γυναίκα του σήμερα, με καριέρα και στρας.

Όμως, οι συγκεκριμένες 2 ερμηνείες δεν είναι ακριβείς, άσχετα αν με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος από τους εγχώριους τηλε-κανίβαλος και κριτικούς. Η προέλευση της χρήσης του όρου στην ελληνική σόου-μπίζ-σλανγκ θα πρέπει να αναζητηθεί στα θεατρικά και κινηματογραφικά κιτάπια, όπου η πρωταρχική του σημασία είναι ακριβής: γυναικείος ρόλος, πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων, κωμικός ή τραγικός, της ευάλωτης, ανυπεράσπιστης και βασανισμένης γυναίκας που τραβάει το γολγοθά της για να βρει κάποτε την ευτυχία (είτε στον έρωτα, είτε στη δουλειά, είτε στα παιδιά της κλπ.)...

Σκηνοθέτας: - Καλό το κειμενάκι σου και για το ρόλο του τζιτζιφιόγκου κάποιον θα βρούμε. Ποιαν θα βρούμε, όμως, να παίξει κάτι σαν το ρόλο της Μάουρα στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»; Την Παπουτσάκη; Είναι εύκολο, όχι όμως για ρόλους ενζενύ!
Σεναριογράφος: - Έχεις δίκιο. Η Παπουτσάκη δεν κάνει, too hot. Η Καραμπέτη ούτε να μας φτύσει... Μήπως η Γερασιμίδου; Και να την κάνουμε... μητριά του τζιτζιφιόγκου που είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του; Μην την κάνουμε μάνα και μας πουν ανώμαλους!

Θεσμοφοριάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
Πέτρος Κυριακός

Το 'χα βρει (και γαμώ τα τραγούδια), την είχα καταβρεί (και γαμώτο λεξιλόγιο) και, με τη λεξικομανία που με δέρνει, είχα βαλθεί να το «ερμηνεύσω» για τους γαλλόφωνους ελληνολάτρες που κάνανε κωλοτούμπες για να μάθουν μάγκικα της (τότε) πιάτσας (τρομάρα τους, ούτε κανονικά δικά μας δε σκαμπάζουν). Μου 'χε πάρει αρκετές βδομάδες για να το φτιάξω και να το σουλουπώσω στα μέτρα τους. Όμως όλα τα ελληνικά (και οι ελληνικούρες) που βρήκα ψάχνοντας, δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα σε χέρια κουτόφραγκων που απέχουν παρασάγγας απ' το βάθος της ελληνικής ψυχής. Έτσι, αποφάσισα να «εξελληνίσω» την έρευνά μου για χάρη του σλανγκρ. Προφάνουσλυ έχω διαπράξει λάθη και αβλεψίες, αλλά γι' αυτό υπάρχουν οι σλανγκόφιλοι με περισσότερες γνώσεις από μένα που θα τείνουν μια χήρα (sic) βοηθείας.

Τα λήμματα που δεν άλλαξαν μετά από 80 συναπτούς ενιαυτούς, τ' αφήνω ως έχουν, ή προσθέτω την ετυμολογία για όσους ενδιαφέρονται.

- Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι (03)
- Τι θα πει αλισβερίσι;
- Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
- Μας φώτισες! (05)
- Ε άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου λαγός (08) και πούλευε (09)!
- Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
- Αυτή, αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί (12).

Και τώρα δώσε βάση (13) για να φωτιστείς (14), να μη μείνεις στραβός (15):

Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20) τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω τη κορόιδα (27)

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι (35)
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη (38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) την λέω τμήμα (41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα (49)

Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62) σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην έβρω (74) τον μπελά μου (75)

(01) Κεσάτια: τουρκ. > kesat
(02) Βλάμης: αλβ. > vlamis = αδελφός, αδελφοποιτός, σύντροφος, μάγκας, κλπ.
(03) Αλισβερίσι: τουρκ. > alisveris = πάρε-δώσε, νταραβέρι, τζερτζελές
(04) Καλαμπαλίκι: τουρκ. > kalabalik = βλ (03) αλλά, σήμερα, είναι και τα ... ούμπαλα.
(05) Εδώ, ειρωνικά: Δεν κατάλαβα τίποτα
(06) Ανθίζομαι=> (αχρ) => [Σακκουλεύομαι], Ψυλλιάζομαι
(07) Σέα και μέα: λατ. > tuus et meus (δικά σου και δικά μας)
(08) Γίνομαι λαγός: > idem
(09) Πουλεύω: > βλ. (08) (10) Ησπεράλντο: αχρ. παραφθ. του «esperanto», τότε κωδική γλώσσα για «μυημένους»
(11) Ενθάδε: > καθαρεύουσα > «εδώ», όπως πχ σε ταφόπλακες: «ενθάδε κείται» (12) Βιολί: > το γνωστό βιολί-βιολάκι (13) Δίνω βάση: > προσέχω, εξετάζω σοβαρά, κλπ. (14) Φωτίζομαι: > μαθαίνω, καταλαβαίνω
(15) Στραβός: > τυφλός, όπως πχ, κουτσοί-στραβοί κλπ. ...
(16) Κυράδες: > πληθ. του κυρά (με όσα συνεπάγεται) (17) Γοργόνες: > σαν τις μυθολογικές μέδουσες (όχι τις τσούχτρες) (18) Νταβατζήδες: τουρκ. > davaci = «προστάτης»
(19) Τρυγόνες: > πάντα ερωτευμένες
(20) Μαστούρια: αραβ. مصتور > πρεζόνια, κλπ., πριν τη χρήση (στερητικό σύνδρομο) ή μετά (φτιαγμένος)
(21) Τσαμπουκαλής: περσ. چابک (čābok), τουρκ. çabuk => καβγατζής / γρήγορος
(22) Τρίχες: idem (παλιά, προς μείζονα έμφαση, προσθέτανε (κατσαρές και μαλλινοβάμβακες)
(23) Τράκα: idem (τρακαδόρος, σελέμης)
(24) Τικιτάνγκα: από ντίνγκι-ντάνγκα (αχρ. αδερφή) κατά μία άποψη, ονοματοποιία, από το πέρα-δώθε κούνημα που κάνει το γλωσσίδι της καμπάνας.
(25) Μαρίκες: πληθ. του ισπανικού «μαρίκα» (υπερθετικό = maricon) (26) Στρι και κόβω ρόδα: > (αχρ.) σύντμηση του «στρίβω» (=> φεύγω) + κόβω ρόδα («μυρωμένα») .
(27) Κάνω την κορόιδα: > idem (28) Παρλάν: (sic) γαλλ. > parlant (ο μετέπειτα «ομιλών» κινηματογράφος)
(29) Επαμεινώντας: > πανωφόρι (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας - 1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι.«
(30) Μπερεκέτι: τουρκ. > bereket => αφθονία
(31) Πιάτσα: ιταλ. > piazza => κυριολ. πλατεία, σήμερα, idem. (32) Κουρμπέτι: τουρκ.αραβ. > kurbet, gurbet, (الغريب => al gharib) βλ (33) Ερήμη: (που λεν κι οι Πατρινιές) παραφθ. του καθαρευουσιάνικου »ερήμην« => »εν τη απουσία«, »απόντος τού«
(34) Aκακαϊδι: (αχρ) => άσφαλτος, πίσσα, απομεινάρια (πρβλ. »αποκαϊδια«)
(35) Καλντερίμι: τουρκ. > kalderim = > λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, κλπ.
(36) Σκάω μύτη: idem (37) Ντουμάνι: idem, τουρκ.αραβ. => duman دمان (38) Αλμπάνης: (αχρ.) περσ.τουρκ.αραβ. > nalmpant => πεταλωτής, αδέξιος, κομπογιαννίτης (!)
(39) Λίμα: (αχρ.) ιταλ.γαλλ. limα/lime => φλυαρία, μπλα-μπλα
(40) Στενή: idem (41) Τμήμα: idem (42) Σιλάνς: (αχρ) σιωπή (πρβλ. frangrec ]σιλανσιέ]) (43) Μόκο: idem, ιταλ. moco => σιωπή, βλ. (42) (44) Ψιλά: idem
(45) Μπαγιόκο: (αχρ) => ιταλ. baiocco (παλιό νόμισμα του Βατικανού) => κομπόδεμα (46) Μπανιστήρι: idem (47) Κολλητήρι: idem (48) Μάτσα: (πληθ. αχρ.) => πολλά, μπόλικα (49) Μπεκάτσα: (αχρ. κάνω την μπεκάτσα) => κάνω τον ξύπνιο, τον πονηρό, βλ και (27)
(50) Μεράκι: idem, τουρκ.αραβ. => merak مراك
(51) Νταλκάς: idem, τουρκ. => dalga => μεγάλο μεράκι, καψούρα και ... overdose (52) Χαλβάς: idem, τουρκ. αραβ. => helva/halaoua حلوى
(53) Τσαμπουκαλίκι: idem, βλ (21) (54) Αναποδιά: idem (55) Μανίκι: idem (56) Καλαμπαλίκι: idem, βλ (03) και (04)
(57) Ζοριλίκι: τουρκ.αραβ. => zor => ζόρι زور
(58) Λάσο: (σα μαχαίρι, αχρ), ιταλ. lasso, ισπαν. lazo (59) Μπουζουριάζω: τρώω, ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκιάζω, αλλά και συλλαμβάνω, φυλακίζω (60) Σκάβω: (αχρ) ψάχνω, φτιάχνω, συχνάζω, μαγειρεύω
(61) Κερκινάδες: (αχρ) πληθ του κερκινάς: τουρκ.αραβ. => karahana => μπουρδέλο (62) Απολάω: (αχρ) πιθ. παραφθ. από αμολάω ή απολύω (63) Σαπουνάδα: (αχρ) μπούρδα, παραμύθι
(64) Πατινάδα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από μαντινάδα ή από κλοτσοπατινάδα => μπελάς
(65) Μπανιόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από ιταλικό magnocca => μαντιόκα, ταπιόκα (66) Σορόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από σιρόκο (;) που φυσάει και δεξιά κι αριστερά => συνεπώς, αλληθωρίζω (;)
(67) Μπάζα: ιταλ. => (θηλ.) μεγάλο κέρδος, βλ. (45) (68) Λοβιτούρα: ρουμ. => lovitura => κόλπο, απάτη, κλπ., σχεδόν συνώνυμο του σημερινού λαμόγιο / λαμόγια) (69) Δαντήδες: (αχρ) αγγλο-γαλλικό dandy (δανδής / δανδήδες) => κομψευόμενοι, κουραδόμαγκες, κλπ.
(70) Κουραμπιές: τουρκ.=> kurabiye / αραβ.=> gurab
(71) Μερακλίκι: idem βλ (50) (72) Στρίβω: idem βλ (26) (73) Τραβάω: idem (μ'όλες τις σημερινές σημασίες)
(74) Να μην έβρω: παλιά γραφή τού να μην εύρω = να μη βρω.
(75) Μπελάς: τουρκ. bela => που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν

Κάθε λήμμα του λεξικού κι ένα παράδειγμα για κουβέντα.

Το Λεξικό του Μάγκα (από HODJAS, 08/09/10)(από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σφυρίζω:
    α. αδιάφορα
    β. μάγκικα
    γ. ανυπόμονα
    δ. με υπονοούμενο.

  2. Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.

  3. Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.

  4. Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.

  5. Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.

  6. Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.

  7. Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.

Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.

Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.

  1. α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!) (από το νέτι)
    β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
    φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
    φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
    φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
    φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
    φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
    φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
    φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
    (από το νέτι)
    γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
    (από το νέτι)

  2. - Πώς πήγε το συνέδριο;
    - Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.

  3. είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
    (από το νέτι)

  4. Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
    (από το νέτι)

  5. Τραλαρό, τραλαρί… :)
    Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
    Φιρουλί, φιρουλά… :)
    Καλό Σαββατοκύριακο…

  6. Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified