Further tags

σλανγκασίστ : τσετία.

Τσέτα ή λεντισιά ήταν ένας τρόπος ομαδικού ψαρέματος, κυρίως από τους ψαράδες της Ερμιονίδας μέχρι τη δεκαετία του '60. Το ψάρεμα γινόταν ως εξής: Όλες οι βάρκες που συμμετείχαν παρατάσσονταν η μία δίπλα στην άλλη και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ξεκινώντας από την ακτή μέχρι περίπου το τέλος της αποχής. Στη συνέχεια άρχισαν να κινούνται όλες μαζί παράλληλα προς την ακτή ανεβοκατεβάζοντας άσπρες πέτρες δεμένες με σκοινί. Με τον τρόπο αυτό τρόμαζαν τα ψάρια και τα οδηγούσαν όπου ήθελαν, συνήθως σ' έναν κλειστό όρμο όπου τα έπιαναν με δίχτυα ή συνηθέστερα με δυναμίτες.

Αποχή: η βραχώδης παράκτια υφαλοκρηπίδα.

Πιθανή ετυμολογία από τους Τσέτες (τουρκ. cete): ληστοσημμορία (από εδώ)

Με την συμμετοχή του κόσμου πέραν κάθε προσδοκίας, πραγματοποιήθηκε ανήμερα του Αγίου Ανδρέα, η αναβίωση της θρυλικής Τσέτας στο Πόρτο Χέλι, με διοργανωτή τον Πολιτιστικό Σύλλογο « ΦΑΡΟ» και την συνεργασία του τοπικού Συλλόγου Αλιέων.Η λεντισιά (Τσέτα), αποτελούσε τον πιο δημοφιλή και περίτεχνο τρόπο ομαδικού ψαρέματος, μέχρι και πριν από μισό αιώνα περίπου, στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα της Ερμιονίδος. (από εδώ)

Η μέθοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα καταστρεπτική επειδή "άδειαζε" τις παράκτιες περιοχές από ψάρια. Για το λόγο αυτό απαγορεύτηκε από το 1959 όπως φαίνεται και από την σχετική απαγορευτική εγγύκλιο του ΥΕΝ:

ΛΕΝΤΙΣΙΑ Ή ΤΣΕΤΑ

Ειδική μέθοδος αλιείας που διενεργείται με ομάδα αλιευτικών σκαφών, τα οποία φέρουν δίχτυα που κυκλώνουν συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Στη συνέχεια, κρεμούν στο βυθό με σχοινιά άσπρες πέτρες και τις κινούν προκειμένου να εκφοβίσουν τα ψάρια και να τα κατευθύνουν προς τα δίχτυα ώστε να συλληφθούν. Έχει απαγορευτεί η χρήση της από το 1959 Β.Δ 11-10-57 (Α?/222). (από εδώ)

Αυτού του είδους το ψάρεμα εξαντλούσε τα αλιευτικά αποθέματα πολύ γρήγορα και γι' αυτό η τσέτα έπρεπε να αλλάζει συχνά τόπο. Φυσικά οι ψαράδες των περιοχών που έφτανε η τσέτα δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι και έτσι η λέξη τσέτα απέκτησε και δεύτερη, μεταφορική, σημασία : ομάδα ανθρώπων που αρπάζουν και/ή καταστρέφουν πράγματα, καρπούς κλπ.

Πλάκωσε η τσέτα του γείτονα (καμιά δεκαριά παιδιά κι εγγόνια) κι όχι σύκο, ούτε πράσινο φύλλο δεν αφήσανε!

Η έκφραση με τη μεταφορική της σημασία ήταν παλιότερα σε χρήση στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, συνήθως από ανθρώπους της θάλασσας . Πιθανόν να χρησιμοποιείται μ' αυτήν την έννοια και σ' άλλες παράκτιες περιοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προλετάριος των παραλιών που δεν έχει ή δεν θέλει να πληρώσει ομπρέλα και ξαπλώστρα σε σχετική επιχείρηση και κάθεται στην άμμο με την πετσέτα του.

Πολλοί πετσετάριοι έχουν αγκαλιάσει το κίνημα της πετσέτας που διεκδικεί ισότιμη πρόσβαση στους αιγιαλούς.

Got a better definition? Add it!

Published

Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.

Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;

Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος, ο εξηνταβελόνης. Αυτός που συνήθως έχει χρήματα αλλά τα ξοδεύει με πολύ φειδώ. Η πλήρης έκφραση είναι «έχει καβούρια στις τσέπες», τα οποία όταν βάζει το χέρι να βγάλει και να δώσει κάνα φράγκον τον δαγκώνουν και αναγκάζεται να το τραβήξει και τελικά γλιτώνει τα περιττά έξοδα... Γνωστός στην ιστορία καβουράκιας είναι ο ήρωας των Comix Σκρουτζ Μακ Ντακ και ο ήρωας των γηπέδων και πρώην πρόεδρος του Παναθηναϊκού Καπετάνιος-Γιώργος Βαρδινογιάννης.

- Τον μαλάκα τόσες φορές έχουμε πάει για καφέ και ούτε μία φορά δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη να πληρώσει. Καλά καβούρια έχει;
- Άσ' τον μωρέ τον τσιγκούναρο, τώρα θα τον μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο καβούρι. Ο αρχιτσιγκούναρος. Η μητέρα όλων των καβουρομαχών. Ο δεν πληρώνω-δεν πληρώνω. Αυτός που έχει καβουροπολυκατοικία στην τσέπη.

Καβουρομάνα ο πεθερός του Τάκη. Σε σαντουιτσάδικο του έκανε το γαμήλιο τραπέζι.

Τώρα που σε πιάσαμε, θα πληρώσεις... (από Marco De Sade, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.

Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αχινός είναι ένα μικρό θαλασσινό ζώο του οποίου το σώμα περιβάλλεται από σφαιρικό ή ωοειδές κέλυφος που αποτελείται από ασβεστολιθικές πλάκες και καλύπτεται από αγκάθια.

Λέξη κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό είναι τα αγκάθια που περιβάλλουν το κέλυφος του αχινού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε είτε :

α) για προκέ μαλλί όπου τα μαλλιά κάποιου παρομοιάζονται με αγκάθια αχινού, είτε επειδή αυτό συμβαίνει από φυσικού του, είτε επειδή αυτό αποτελεί εσκεμμένη επιλογή του για δημιουργία κάποιου συγκεκριμένου look (π.χ δες εδώ).

β) για άνθρωπο που το αχινωτό μαλλί του μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα και κατ' επέκταση η λέξη αχινός ως παρατσούκλι του.

  1. - Ε... εντάξει γεννήθηκες σαν αχινός, αλλά έχεις πάρει πια ταυτότητα
    ανθρώπου. Στρώσε λίγο τα μαλλιά σου.
    - Ωχου πια. Όλο με τρίχες θα ασχολούμαστε;

  2. Πίσω από την Κιμ και την Σιένα καταφθάνει, αγκαλιά στην νταντά της, ο περίφημος… αχινός! Είναι η δεύτερη κόρη της Κιμ και του Μάκη, την οποία, μετά τη γέννηση της, όλοι φωνάζουν αχινό, γιατί όταν γεννήθηκε είχε μαύρα μαλλιά καρφάκια σαν του αχινού…
    Δες

  3. ...τη ρώτησα πώς μπόρεσε να κάνει σεξ με τον Αχινό; Τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν πολύ αδύνατος κι είχε μαλλιά σαν αχινός. Δες

  4. απλά η λέξη κάγκουρας ταιριάζει σε: μαλλί αχινός με ζελέ και πειραγμένο παπί... ή αυτοκίνητο ''UFO'' από λαμπάκια, αυτοκόλλητα, σίτες, πολυεστέρες στους προφυλακτήρες και αεροτομές σιδερώστρες... και μονίμως το CD-PLAYER ''βαράει'' καψουροτράγουδα και ενίοτε τσιφτετέλια... (με πιάνεις;)
    Δες

  5. Μες στο καταπράσινο δροσερό Μέτσοβο, αντίκρισα καταρχάς ένα αγοράκι ποδαρωμένο, με μαλλί αχινό και σκάνταλο βλέμμα να κουβαλιέται για ύπνο μεσημεριανό, ξέπνοο απ’ το παιχνίδι.
    Δες.

]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εκατοντάδες συνώνυμα του πούστη. Από σλανγκική παραλλαγή του δύσμοιρου οικολόγου Jacques-Yves Cousteau, που μετατράπηκε σε Pousteau για τις σλανγκικές ανάγκες των Ελλήνων. Κι επειδή κατά βάθος η οικολογία και η γαλλική κουλτούρα δεν μπορούν παρά να καταστήσουν κάποιον ύποπτο για οικωλογία. Ο Πουστώ είναι κατά βάση ένας ευαίσθητος και συμπαθητικός πουστρίγκος, παρόλο που οι ομοφοβικοί θα τον αποκαλέσουν «η οικωλόπουστα». Είναι ο γκέι που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επίσης: Το βυθίζει το υποβρύχιο, την σώζει την καρέτα-καρέτα, την μοιρολογάει την φώκια, την βυθίζει την Καλυψώ(λη) (βλ. οπωσδήποτε το λήμμα Calypso lit- καλή ψωλή...), την έχει την οικωλογική ευαισθησία κ.ο.κ.

- Πολύ γκρηνιάρης έχει γίνει ο Σάκης τώρα τελευταία!
- Άσε μας μωρέ με τον Ζακ-Υβ Πουστώ! Δεν τό'χεις καταλάβει ότι την βυθίζει την Καλυψώ!

Την βάζει την Καλυψώ στο λιμάνι! (από Hank, 13/01/09)Θα το βυθίσουν το υποβρύχιο; (από Hank, 13/01/09)Πάντως Jacques Poustis υπάρχει και είναι τραγουδιστής! (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified