Further tags

Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuñol, κλπ., που χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.

Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.

Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την, κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα. Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ' αυτές βρίσκονται στα «ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι.

αβάν-γκάρντ: avant-garde
αβάν πρεμιέρ: avant première (θέατρο, κινηματογράφος, κλπ.)
αβαντάζ: avantage αβολοντέ: à volonté
αγκαζέ: engagé αγκράφα: agrafe
αλακάρτ: à la carte
αλάρμ: alarme(s)
αμορτισέρ: amortisseur
αμπιγέζ: habilleuse
αξεσουάρ: accessoire
απροπό: à propos (επ'αυτού, παρεμπίπτουσλυ, κλπ)
αργκό: argot
ασανσέρ: ascenseur ασίστ: assiste (μπάσκετ, κλπ)
ασορτί: assorti
ατελιέ: atelier
ατού: atout (στα χαρτιά)
αφάν γκατέ: enfant gâté

βαλέ(ς): valet
βαποριζατέρ: vaporisateur (spray)
βεντιλατέρ: βεντιλατέρ
βεραμάν: vert amande (χρώμα[/i]: πράσινο αμυγδαλί)
βερνισάζ: vernissage βερσιόν: version
βιολέ: violet (το χρώμα)
βιτρό: vitraux
βολάν: volant.
βολοβάν: vol au vent

γκαζόν: gazon (χλοοτάπητας, όχι εκείνο το «αξύριστο» που νοσταλγώ)
γκανιάν: gagnant
γκαράζ: garage γκαρσονιέρα: garçonnière γκουρμέ: gourmet
γκραν γκινιόλ: grand-guignol

εκλαντόρ: «éclat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ: éclair (comme au chocolat) εμπριμέ: imprimé
ενζενύ: ingénue
ενσταντανέ: instantané
εξτραφόρ: extra fort εστέτ: esthète εταζέρα: étagère

ζάντα: jante
ζαρτιέρα: jarretière
ζελατίνη: gélatine
ζελέ(ς): gelé(e)
ζεμανφού, ζεμανφουτισμός, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίδης: je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ: jeune premier ζιγκολό: gigolo
ζιλέ: gilet (σε αχρηστία: γιλέκο)
ζιλέτ: Gilette (μάρκα ξυραφάκι)
ζο(ν)γκλέρ: jongleur

καλσόν: caleçon (όχι το αντρικό σώβρακο) καμαμπέρ: camembert (TO τυρί)
καμουφλάζ: camouflage καουτσούκ: caoutchouc
καμπαρέ: cabaret
καμποτάζ: cabotage
καντράν: cadran
καπό: capot. καρέ: carré (το χτένισμα)
καρέ: carré (στο πόκερ) καρέ (τα): carrés (μικρή και μεγάλη περιοχή στο ποδόσφαιρο)
καρέ-καρέ: carré (par) carré καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ: carburateur
καρμπόν: carbon(e)
καρό: carreau (στα χαρτιά) καρνέ: carnet
κασκαντέρ: cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman) κασπό: cache-pot (κάλυμμα για όταν η «γλάστρα» είναι άσχημη)
κέντα: quinte (μόνο στο πόκερ)
κις λορέν: quiche lorraine
κλισέ: cliché
κλος: cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν: collant
κομπλέ: complet ή comblé
κομπλιμάν: compliment
κομφετί: confetti
κομφόρ: confort κονσομασιόν: consommation
κονσοματρίς: consommatrice
κοντέρ: compteur
κοντράστ: contraste
κονφερανσιέ: conférencier
κουλέ(ς): coulée (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν: coup blanc
κουπ: coupe (de cheveux) κουπέ: coupé (για διαμέρισμα τρένου / για σπορ αυτοκίνητο)
κουτουπιέ(ς)/κουντεπιέ(ς): coup de pied
κραγιόν: crayon κρεμ: crème (το χρώμα ή το γλυκό)
κροσέ: crochet (είδος μπουνιάς)
κροσέ: crochet (βελονάκι)
κρουασάν: croissant κρουπιέ(ς): croupier

λαμπα(ν)τέρ: lampadaire
λεβιέ ή λεβιές: levier λικέρ: liqueur

μαγιό: maillot
μαιν-κουράντ: main courante (για ξενοδοχεία)
μακιγιάζ: maquillage
μακιγιέζ: maquilleuse
μακό: maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ: manicure μανόν: manon (για τα νύχια)
μαντάμ: madame
μα(ντ)μουαζέλ: mademoiselle
μαρόν γκλασέ: marron glacé. μασάζ: massage μασέζ: masseuse
μασέρ: masseur (καμία σχέση με «ma soeur»)
μασίφ: massif
μασπιέ(ς): marchepied
μενού / μενύ: menu μεσιέ: monsieur
μετρ ντ'οτέλ: maître d'hôtel
μιζανπλί: mise-en-plis μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ: mille-feuilles
μιξάζ[/i]: mixage μονόκλ: monocle
μοντάζ: montage μοντέρ: monteur (κινηματογράφος - ηχοληψία)
μοτέρ: moteur
μπακαρά: baccarat (παιχνίδι με χαρτιά)
μπακαρά: baccarat (κρύσταλο πολυτελείας)
μπαλαντέζα: baladeuse (ηλεκτρολογία)
μπαλαντέρ: baladeur (τζόκερ)
μπαμπά: baba (comme au rhum)
μπαράζ: barrage μπας κλας: basse classe
μπατόν-σαλέ: bâton salé (αχρ. κριτσίνι αλμυρό, κλπ)
μπεν μαρί: bain-marie (για μάγισσες / μαγείρισσες, απ'την αρχαία Αίγυπτο)
μπεν μιξτ: bain mixte (αχρ. παραλία για άντρες ΚΑΙ γυναίκες)
μπερέ: béret
μπετόν αρμέ: béton armé
μπιγκουντί: bigoudis
μπιζού: bijou
μπιζουτιέρα: bijoutière
μπισκότο: biscotte / biscuit μπιφτέκι: bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.) μπλαζέ: blasé
μπλε: bleu
μπλε μαρέν: bleu marine
μποέμ: bohème (λίγοι μείναμε[/i]: σαν τους μάγκες, μάς πάτησε το τρένο)
μπομπονιέρα: bonbonnière
μπον φιλέ: bon filet
μποξ: boxe
μποξέρ: boxeur
μπορντό: bordeaux (το χρώμα / το κρασί)
μπουάτ: boîte (de nuit)
μπουζί: bougie (κανονικά = κερί)
μποϋκοτάζ: boycottage μπούρδα: bourde
μπουρζουά(ς): bourgeois. μπουρζουαζία: bourgeoisie. μπουφάν: bouffant
μπουφέ: buffet μπρελόκ: breloque
μπρικόλα: bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)

νατ(ο)υραλιζέ: naturalisé (όπως πολλοί ξένοι ποδοσφαιριστές, κλπ.)
νατύρ (μορτ): nature (morte)
νεγκλιζέ: négligé
νεσεσέρ: nécessaire (σαν το βαλιτσάκι)
νουβέλ βαγκ: nouvelle vague ντεγκραντέ: dégradé (χρωματισμός μαλλιών)
ντεζαμπιγιέ: déshabillé (ελαφριά προκλητική ρόμπα)
ντεκαπάζ: décapage (αποχρωματισμός μαλλιών για αλλαγή χρώματος)
ντεκλαρέ: déclaré (χύμα και τσουβαλάτα)
ντεκολτέ (αβυσσαλέο/λυσσαλέο): décolleté
ντεκόρ: décor
ντεκορατέρ: décorateur
ντεκορατρίς: décoratrice
ντεκουπάζ: découpage (χωρισμός σεναρίου πριν το μοντάζ)
ντεμί: demi (όχι η μπίρα-ποτήρι, που λένε στη Γαλλία)
ντεμί/πανσιόν/σεζόν: demi/demie pension/saison
ντεμοντέ: démodé (εκτός μόδας)
ντε πιες: deux pièces (όπως πχ μπικίνι)
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ: débrayage. ντεφιλέ: défilé (στη μόδα) ντίζα: duse (καλώδιο του συμπλέκτη)
ντιζέζ: diseuse ντιζέρ: diseur (σχεδόν συνώνυμο του κονφερανσιέ)
ντουί: douille
ντουμπλ φας: double face (το μέσα-έξω)
ντους: douche

οβάλ: ovale
ογκρατέν: au gratin
οντισιόν: audition
οπερατέρ: opérateur
οτ κουαφίρ: haute coiffure
οτ κουτίρ: haute couture
οψιόν: option (για χρηματιστήριο, ποδόσφαιρο, κλπ.)

παλτό: paletot
παντα(ν)τιφ: pendentif
πα-ντε-ντε: pas-de-deux (στο μπαλέτο)
παντεσπάνι: pain d'Espagne
παντόφλα: pantoufle
παντοφλέ: γαλλοπρεπές παράγωγο της παντόφλας (στη γαλλική αργκό, pantouflé είναι ο δημόσιος υπάλληλος που περνάει στον ιδιωτικό τομέα
παραβάν: paravent
παρκέ: parquet
παρμπρίζ: pare-brise
παρτενέρ: partenaire
παρτέρι: parterre
παρτούζα: partous(e) (ή αλλιώς[/i]: πάρτυ με ούζα)
παρφαί: parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό) παρφαιταμούρ: parfait amour (σε αχρηστία[/i]: παλιό λικέρ, σαν το «κουρασάο»)
πασέ: passé
πασπαρτού: passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πατέ: pâté
πατινάζ: patinage
πατρόν: patron (μόνο για κοπτορραπτούδες)
πελούζα: peluse (χλοοτάπητας, ξανά!)
πεντικιούρ: pédicure περμανάντ: permanente πετάλι ή πεντάλι: pédale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς): piqué (μόνο στο μπιλιάρδο) πιστόλι: pistole(t)
πιστόνι: piston
πλασέ: placé (σε ιπποδρομίες)
πλασέ: placée
πλασιέ: placier
πλατό: plateau (στο σινεμά) πλαφόν: plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι) πλερέζα: pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλιάν: pliant (αχρ. πτυσσόμενο έπιπλο, καρέκλα, κλπ)
πλισέ: plissé
πορτατίφ: portatif
πορτμπαγκάζ: porte-bagages. πορτ-μαντό: portemanteau
ποσέ: poché (όπως τ'αυγά)
ποτ πουρί: pot pourri
πουά: pois (σε σχέδιο) πουλέν: poulain
πουρμπουάρ: pourboire
πρεμιέρα: première
πρενς ντε γκαλ: «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πρεστίζ: prestige
πριβέ: privé
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας: profil, trois-quarts, en face (πόζες σε φωτογραφίες) προφιτερόλ: profiterole
πτι-φουρ: «petit four»

ρεβάνς: revanche
ρεζερβέ: réservé
ρελάνς: relance (στα χαρτιά, πόκερ, κλπ.)
ρελαντί: ralenti
ρεβεγιόν: réveillon
ρεμούλκα: remorque
ρεπετισιόν: répétition (επανάληψη)
ρεπορτάζ: reportage ρεζερβουάρ: réservoir ρεπό: repos (άκλιτο, πληθ. τα ρεπά)
ρεσεψιόν/ρεσεψιονίστ: réception/réceptionniste
ρετιρέ: retiré
ρετούς (-σάρισμα): retouche
ριγέ: rayé (ίσως απ'το ιταλικό «riga», με γαλλοπρεπή προφορά)
ροζ: rose (couleur)
ροζέ (κρασί): rosé
ρομπ ντε σαμπρ: robe de chambre
ρουά ματ: roi mat
ρουλεμάν: roulement
ρουζ: rouge (à lèvres)

σαβουάρ βιβρ: savoir vivre
σαλατιέρα: saladier
σαλέ: chalet (αχρ. εξοχική, συνήθως ξύλινη, κατοικία)
σαλέ: salée[/i]: αλμυρή > τσουχτερή (όπως μια «λυπητερή»)
σαμποτάζ: sabotage σαμπρέλα: chambre à air
σανβουάρ: sans voir (συνώνυμο[/i]: αβλεπί)
σαντιγί: (crème) Chantilly
σασμάν: changement
σατομπριάν: chateaubriand (κακοφτιαγμένο > «σκατομπριάν», με χορταρικά > «σατομπριάμ») σεζ-λονγκ: chaise-longue σεζόν: saison
σένιος: signé
σελοφάν: cellophane
σεπαρέ: séparé
σεμέν: chemin (κέντημα)
σεμέν ντε φερ: chemin de fer (παιχνίδι με χαρτιά)
σεσουάρ: séchoir
σερβί: servi (στο πόκερ)
σερί: série
σερπαντίνα: serpentine
σεφ: chef
σικέ: chiqué (στημένος αγώνας, κλπ.)
σικλαμέν: cyclamen (το χρώμα[/i]: αντιδάνειο από το ελληνικό κυκλάμινο)
σιλανσιέ: silencieux
σινεμά: cinéma (αντιδάνειο)
σινιέ: signé (griffe, sigle) σινιόν: chignon
σιφονιέρα: chiffonnière
σκαμπό: escabeau
σοκ: choc
σος ή σως: sauce (παντός είδους σάλτσα, όχι ο χορός)
σοσόνι: chausson
σοτέ: sauté (πχ κρέας μαγειρεμένο, όχι «πηδημένο»)
σου: chou (γλυκό, όπως λέμε[/i]: Ο Κύριος με τα σου)
σουβενίρ: souvenir
σουβέρ: sous-verre
σουμπρέτα: soubrette σουξέ: succès
σουπιέρα: soupière
σουπλά: sous-plat
σουρεάλ -(ισμός): surréel /surréalisme
σουτέρ: shooteur (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, κλπ)
σουτιέν: soutien-gorge (εμείς οι πονηροί κόψαμε το ... «στήθος»)
σουφλέ: soufflé
σοφιστικέ: sophistiqué (ελληνικό αντιδάνειο)
σπασουάρ: suspensoir
σπεσιαλιτέ: spécialité
σπιράλ: spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)

ταγέρ: tailleur (όχι ο ράφτης[/i]: το γυναικείο κουστουμάκι)
τακτ: tact
ταμπλ ντ'οτ (με διάφορες ορθογραφίες): table d'hôte
ταμπλό: tableau
ταμπλό βιβάν: tableau vivant
ταπί: tapis (fauché, καμία σχέση με χαλί). τατουάζ: tatouage
τεραίν ή τερέν: terrain
τετ-α-κε: tête-à-queue
τετ-α-τετ: tête-à-tête
τιρκουάζ: turquoise
τιράζ: tirage
τιραμισού: tiramissou (όχι με τη γαλλική προφορά[/i]: τιγαμησού
τουρνικέ(ς): tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο) τουρνουά: tournoi
τρακ: trac
τρακτέρ: tracteur (όχι η ρεμούλκα)
τρικαντό: tricanton (αχρ. στρατιωτικό/ναυτικό τρίκωχο)
τρουά-καρ: trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ: truc

φαβορί: favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.) φαβορίτα: favori
φαμ φατάλ: femme fatale φανταιζί: fantaisie φαρσέρ: farceur
φασαμέν: face-à-main (σε αχρηστία[/i]: ματογυάλια με χειρολαβή)
φασόν: façon (για παλιές κοπτορραπτούδες, κατ'οίκον)
φέιγ-βολάν: feuille(s) volante(s)
φερμουάρ: fermoir
φερ φορζέ: fer forgé
φιλέ: filet = για φάγωμα (αν είναι κρέας), για πήδημα/άλμα (αν είναι άθλημα)
φιλμ νουάρ: film noir φίνα: fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ: finaliste
φις: fiche (ηλεκτρολογία)
φλαμπέ: flambé
φλος: flush (στο πόκερ)
φλος ρουαγιάλ: flush royal (στο πόκερ)
φλου: flou (όπως ο «Μπάμπης ο Φλου»)
φλου αρτιστίκ: flou artistique (φωτογραφία, κινηματογραφία, κλπ.)
φοντάν: fondant
φοντύ: fondu(e)
φο-μπιζού: faux bijou (όχιφο-βυζού...)
φραπέ(ς): frappé (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φουαγέ: foyer
φουαγκρά: foie gras
φρένο: frein φρουί γ(κ)λασέ: fruit glacé
φρουί ζελέ: fruit gelé
φρουτιέρα: fruitière

Σ.ς.: Tous les textes de Dino Garoux sont déposés sous la mention légale P2E7197©Copyright-France.com et toute reproduction partielle ou intégrale sans son accord est strictement interdite.

Ολόκληρο το λήμμα προσφέρεται για παράδειγμα.
Κάθε προσθήκη ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για νεόκοπο μηδιακό και βλογιοκομμένο λολοπαίγνιο στον Συριζαίικο νεογλωττισμό οι θεσμοί, τση πάλαι ποτέ δηλαδής τρόϊκα που δολοφόνησε με βαρουφαλλικό οξύ ενώπιον του άναυδου Γέροντος Νταϊσεμπλουσίου ο στιβαρός εθνικός μας σηκωγιακάς με το βαρουφανταιζί υποκάμισο, ο Γιάνης ο Βαρουφάκης.

Η Τρόϊκα απέθανε, ζήτω η θεσμόϊκα!

Βλ. και θεσμοτρόικα.

1.
θα πηγαινοέρχονται οι σαχλαμάρες Βαρουφάκη, θα γελάει ο πλανήτης, ώσπου ... Σε ένα μήνα περίπου θα έλθει από τη θεσμόικα η λίστα των μέτρων και μεταρρυθμίσεων, λεπτομερής και κοστολογημένη. Το γνωστό τηλεφωνάκι της Άνγκελα στον Αλέξη «take it or leave it». Ο Αλέξης θα υψώσει το ανάστημά του και με ένα εθνικώς υπερήφανο «wrap it up, I'll take it» θα μας έχει σώσει.

2.
Θυμίζω πως οι Σαμαράς-Βενιζέλος, στα αντιμνημονιακά ντουζένια τους κατέθεσαν προϋπολογισμό χωρίς τη συμφωνία της θεσμόικας.

3.
Το κείμενο της 20/2 είναι πολύ αυστηρότερο από το απορριφθέν της 11/2 - για όλους, εκτός από τα χάπατα που θεωρούν πως τέλειωσαν τα μνημόνια και η τρόικα, αυτοί δε χαίρονται που ως και η θεματοφυλακή του ΤΧΣ έφυγε με εξευτελιστικούς όρους για τη χώρα αρκεί να έχουν να μιλούν για θεσμόικα!

4.
Ρε παιδια, μονο εμενα μου φαινεται τρελα γελοια η φραση «με τους θεσμους»; «Θα συννενοηθουμε με τους <<θεσμους>>», «θα τεθει υπο την εγκριση <<των θεσμων>>». Ονομαστε το θεσμόικα να τελειωνουμε...

5.
Όχι, δεν έχουμε πλέον τρόικα, έχουμε θεσμούς, και δεν υπάρχει πια Μνημόνιο, υπάρχει γέφυρα. Οπότε οι χιουμορίστες του Διαδικτύου, σε μια λογοπλαστική έξαρση, εισήγαγαν δύο νέες σύνθετες λέξεις που προέκυψαν από τη συνένωση του «παλιού» με το «νέο»: Θεσμόικα και Γεφυρόνιο.

If its looks lite a Troika, walks like a Troika and talks like a Troika, its a Thesmoika! (από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλή.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καυτατζόγλειο, αλλάζοντας το γράμμα -λ (λάμδα) σε -ρ (ρο), με αποτέλεσμα το δεύτερο συνθετικό να θυμίζει κάτι από γριά (ο Ηρακλής έχει συσταθεί ως ποδοσφαιρική ομάδα από το 1908 και θεωρείται από τις αρχαιότερες, εξού και το παρατσούκλι).

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Γιαυτό δεν μας έδωσε εισιτήρια η γκόμενα του πύρρου ο ρέμος,για να αλωνίζουν ανενόχλητες οι γριές....γιατί αν είχαμε κόσμο στο καυτατζόγρειο θα είχαμε δράματα! (από εδώ)

Το σπίτι της γριάς... (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχής χαρακτηρισμός του Κόμματος και των μελών του, υπονοεί ότι οι κουκουέδες είναι πειθήνια βελάζοντα προβατάκια.

Βλ. επίσης: αρσενοκνίτης, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, σταλίνας, σταλινοτσολιάς, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

1.
- Από τη σύγκρουση εκείνη, εκτός από το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου, έμεινε στην ιστορία το όνομα του αρχισυνδικαλιστή τότε της ΚΝΕ στο Χημικό, του φημισμένου Μαλάμη. Θα τον θυμίζουν στους επόμενους και οι στίχοι τραγουδιού του Τζίμη Πανούση, που τότε έχτιζε κι αυτός την εικόνα του ατίθασου και αταξινόμητου καλλιτέχνη: «Βάρα μας Μαλάμη, χτύπα μας Μαλάμη, είμαστε όλοι μαζοχιστές» διότι «μας χτυπούσαν αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά». («Μαλαμης ο αρχιτραμπουκος των τραμπουκων του κουκουμπε»)

2.
- αχαχαχαχαχα η νουδουλα το τσυριζα το πατσοκ η ρημαδ οι καμμενοι και τα κουκουμπε εχουν …………. σοβαρό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο.

3.
- ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΕ,,,,,,ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ

4.
- Τσιπρανδρέου, Θαμαράς, Ποταμίσοι, Κουνέλης, Κουκουμπε..ΑΝΤΑΡ-CIA, Αλ Καμίν ή Κρασέμπορας;

5.
Μια φορά από κάτι κουκουμπέδες σαν εσένα Λευτεράκη δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε. Εσύ πας με τα γυναικόπαιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαχλολοπαίγνιο με τον μποντιμπίλντερ (body-builder) και τη Λέσχη Bilderberg, το οποίο δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα παρά μόνο χρησιμοποιείται στις εξής δύο περιπτώσεις:

  1. Όταν ένας αστειάτορας θέλει να γειώσει συνωμοσιολόγο συνομιλητή. Δηλαδή εκεί που ο δεύτερος αρχίζει τις θεωρίες συνωμοσίας, ο γειωτής του πετάει ένα «πώς την είπες την λέσχη; Μποντιμπίλντερμπεργκ;» και επέρχεται μια εκ σάχλας αποφόρτιση της συζήτησης. Πώς κάποιοι λένε Αϊζεν(χ)άουερ ή μικυμάου ένα πράμα;

  2. Όταν δηλώνουμε ότι κάποιος είναι σφίχτερμαν, σβάρτσος κ.τ.ό. Φανταζόμαστε δηλαδή τα μπιλντέρια ως μια ιδιαίτερη κάστα από σφυρίχτερμεν, που έχουν τους δικούς τους κώδικες συνεννόησης και είναι αποκομμένοι από τους κοινούς θνητούς μέσα στον κόσμο των γυμναστηρίων και των σκοτεινών αποδυτηρίων τους. Ή απλά θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ανήκει σε αυτήν την ομάδα, όπως φαίνεται από την σωματοδομή του.

  1. α) Χρισοι αβγοί, μπρομπαγανδα είναι απο τσιρακια Σόρος, λεσχη μποντιμπιλντερμπεργκ. Τα ξερουμε τα χουμε διαβάσει ιντερνετ μπλογκς χαμος. (Εδώ).

β) Μπόντι-Bilderberg
Χιούστον έχω ένα πρόβλημα. Γουστάρω την Αννούλα
Μπροστά της οι άλλες υπουργοί είναι μια σκέτη νούλα
Την σκέφτομαι στην Μπίλντερμπεργκ να δίνει διαλέξεις
Και μου ξυπνούν απρόσμενα αμαρτωλές ορέξεις. (Εδώ το ερωτικό εγκώμιο της Αννούλας του φονιά).

  1. α) εισαι σιγουρος οτι ο Σαμαρας δεν ειναι μελος της Μπιλντεμπεργκ;;... ;) ;) ;) Ο Πανίκας όμως είναι Μπόντι Μπίλντεμπεργκ (Εδώ).

β) - Γιατί δηλαδή σε παραξενεύει που η Χρυσή Αυγή στηρίζεται και από καυλόμπατσους και από μπράβους και ανθρώπους της νύχτας; Όλοι αυτοί είναι η Λέσχη Μποντιμπίλντερμπεργκ, τι νομίζεις ότι συζητάνε στα αποδυτήρια των τζυμζ;

γ) - Σοβαρά μιλάς; Τά 'φτιαξε με τον Γιώργο; Τον σκατομούρη;
- Κοίτα, όμως, τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος είναι λέσχη Μποντιμπίλντερμπεργκ και είναι τούμπανο. Και το σκατομούτσουνό του «γοητεία» είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το ΠΑΣΟΚ. Πολύ πιθανό να βγήκε λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του Καλτεζά το '85 (επί ΠΑΣΟΚ).

Είτε ΝΔ είτε μΠΑτΣΟΚ βγει, τα ίδια σκατά θα είναι!!

Λογοπαίγνιο με το μπάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα με υπερβολικά καλό καιρό που θυμίζει άνοιξη και Πάσχα.

  1. ΠΑΣΧΟΥΓΕΝΝΑ!;
    Αρχίζει σιγά-σιγά να εδραιώνεται μια τάση για νοτιάδες και 18 βαθμούς θερμοκρασία για την Αθήνα τις ημέρες των χριστουγέννων.Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά, είναι συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω να αλλάξει αλλά δείχνει να το πάει προς τα εκεί. (Εδώ).

  2. ερχονται Χριστουγεννα !!!!!!!!!!!!! τσουκριστε τα τσουρεκια σας ψηστε την μαγειριτσα !!!!!!!! καλα Πασχουγεννα συντροφοι. (Εδώ).

  3. Πασχουγεννα
    Αρναουτογλου (καιρος):
    Οποιος θελει να κανει Πασχα με ενα touch Χριστουγεννων ....(και αρχιζει να προτεινει χιονοδρομικα κεντρα!!!) (Εδώ).

(από Khan, 20/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελείται από τον πούτσο και την κατάληξη –κλέτα, δανεική και συντμημένη από τη μοτοσικλέτα (motorcycle) ή τη μπισικλέτα (bicycle).

Προφανώς πρόκειται για συνένωση λέξεων με αλληγορικό νόημα. Από τη μία, ο φαλλός, που εκπροσωπείται από τη λέξη «πούτσος» και συμβολίζει τη σεξουαλική πράξη και την προς τα πάνω βλέψη, την ανόρθωση, τη δημιουργικότητα και από την άλλη η (μοτοσι)-κλέτα που αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την περιπλάνηση, το ταξίδι. Σα να λέμε ταξιδιάρικο γαμήσι ή γαμιώντας ταξιδεύεις.

Ακούγεται συνήθως από άνθρωπο που έχει στην κατοχή του (ή έστω του αρέσουν) δίκυκλα μηχανοκίνητα ή μη οχήματα, εις περίπτωση ήντινα επιθυμεί όπως επιβιβάσει νεαρά κορασίδα χαλαρών ηθών. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί, από την τελευταία, ως χυδαίος μαλακοκαύλης, κάφρος τσουτσουνοπαίχτης και γενικά μουνόδουλος φαντασιωσιόπληκτος. Για το λόγο αυτό η ηχητική ομοιότης μεταξύ πουτσοκλέτας και άλλης –κλέτας σώζει την κατάσταση, όπως εξάλλου διαφαίνεται και εις το παράδειγμα (1) του λήμματος.

Εις άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να εκφράσει τον ξυλοδαρμό (ο οποίος πολλάκις συνδέεται με τη συνουσία) με τη μετακίνηση, κοινώς «σε πάω γαμιώντας», «σε γαμάω κωλοφεράντζα» κλπ. παράδειγμα (2) του λήμματος

Άλλη ενδεχόμενη χρήση του όρου, είναι κατά τη μετατροπή ενός φυσιολογικού, κατά τα φαινόμενα ανδρικού μορίου, εις πουτσοκλέτα. Αυτό συμβαίνει καθώς εκαυλώθει το εν λόγω μόριο από τυχόν πιπινοκαυλάκι περαστικό και πρόστυχο και μετατράπηκε σε όχημα που μαρσάρει έτοιμο να εκτοξευτεί πυραυλοκίνητο. παράδειγμα (3) του λήμματος

  1. -Κοπελιά φαίνεται να σ’ αρέσουν οι βόλτες, τι λες πάμε μια βόλτα;
    - Μπα! Και με τι θα πάμε βόλτα ρε καρμοίρη;
    - Ανέβα στην πουτσοκλέτα και θα δεις τον κόσμο μ’ άλλο μάτι…
    - Α να χαθείς, χυδαίε.
    - Γιατί βρε κοπελιά, χιλιάρα μηχανή λέμε…

  2. Κακα τα ψεμματα...αν ο καραφλας ειχε ενα κρανος θα τους εβγαζε πουτσοκλετα εξω μονος του! Αυτη η αγελοποιηση και η μηδεν προσωπικοτητα μου φερνει εμετο! Καταφεραν να στρεψουν την κοινη γνωμη υπερ του χρυσαυγιτη...(εδώ)

  3. Πουτσοκλέτα μαs τον έκανεs! (εδώ)

Πουτσοκλέτα πρωτότυπο 1 (από VAG, 11/07/12)Πουτσοκλέτα "η εξέλιξη" (από VAG, 11/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.

  1. - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
    - Μουνιά θα έχει;
    - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.

  2. Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.

  3. Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.

  4. - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
    - Σεξαιρετικά, νέε μου!

  5. - Πού θα πάτε φέτος;
    - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified