Selected tags

Further tags

Διαρρήκτης που εξειδικεύεται στο αβίαστο άνοιγμα οποιασδήποτε κλειδαριάς.

- Ο Κλειδάς συνδυάζει δεξιοτεχνία και λεπτότητα (...) Ο Κλειδάς στην Φάρα των Κλεφτών θεωρείται υψηλό πρόσωπο, μεγάλος τεχνίτης...
(Ηλία Πετρόπουλου, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 42.

Όπως μας αφηγείται ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο κλειδάς πάντα ντύνεται τρικ μάι φορ και συχνά κρατάει κάποιο ντοσιέ με έγγραφα για ξεκάρφωμα.

Διαρρήκτης και μαλθακός ανήρ

Η σχέση του με την κλειδαριά είναι οιονεί ερωτική: ποτέ δεν την παραβιάζει, της μιλά τρυφερά με τα αντικλείδια του, θυμίζοντας περισσότερο βιρτουόζο βιολιστή παρά βιτσιόζο βιαστή. Κατά την μπούκα τσεπώνει το παραδάκι και μερικά προσεκτικά επιλεγμένα αντικείμενα και αποχωρεί διακριτικά, αφήνοντας τον χώρο όπως τον βρήκε.

Αντικλείδια τ. βιντατζιά

Ο Κλειδάς με την μέθοδό του σπέρνει αμφιβολίες. Η Αστυνομία υποπτεύεται κάποιο μέλος της οικογένειας, ή, τον γκόμενο της υπηρέτριας. Η καταδίωξη ξεστρατίζει. Κι αυτό γιατί ο Κλειδάς δουλεύει πολύ καθαρά, σχεδόν με λεπτότητα.
(Πετρόπουλος, Οπ. ψιτ.)

Μαζί με τον κασαδόρο, ο κλειδάς ανήκε στην πάλαι ποτέ αριστογατία του υποκόσμου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλεπταποδόχος.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

1. Ρε ανθρωπακι τι σκεβεσαι που εισαι μια ζωη μπατιρης και ψυχραιμος, ντιπ κατα ντιπ δεν ανοιγεις γλεφαρο πως γινεται το χοντρο κονομι. Το οποιον μόρτες μια βολα και ενα καιρο ηταν ενας αετος με ισα τα ζυγια,τον λεγανε Βαγγο Καψούρη κοτοπνιχτης πρωτης, βρηκε το εταιρο ημισυ και γενικε κώλος και βρακί με το Βδελατο το Τσικιρικιντζη και δεν αφησανε απο βερνικι μεχρι ρυζι Μπαρμπαμπεν. Πεσανε και κατι αρκουδομαγκες στην απανω γειτονια και κανανε ενα ταράφι σενιο, ο τζες εδινε τας εντολας, και οτι πιπτει εις τας χειρας να περνανε στον Κλεφτακουμπα,ναι για! Ξηγιεται ομως ο Βδελατος αλμυρο φιστικι περι αντιρρησης να πουμε. -Ρε τραγο μοιαζουμε με αμερικανάκια να πεσουμε στο λουκι; Διοτι την σημερον το παν δεν ειναι να κανεις τσαρκες με μονοσολο παπουτσι αλλα η μεγαλη φτιαξη ειναι να μην σακουλεύονται τη μαγκια σου. Βαλανε το λοιπον ποιο εργο θα μπη στον πρωτο Λυκο να του φαει το σπλαχνο, και ασε το λαο να λεει, τσιριμπανεμ', τσιριμπανεμ' δεν εισαι ενταξει ουρανεμ'. Ετσι ο Μουσιου Κομ'ντε Μωλ' τη γαζωνει παρεα με τον αλεπουδιαρη και το πραμα ρολλαρει μεχρι νεωτερας.

  1. Ο Ονούφριος πήγε στη Λάρισα, βρήκε ένα κλεφτακούμπα που τον είχε γνωρίσει στις φυλακές, έδωκε τα τζοβαέρια, πήρε τη χαρτούρα και ξαναχάθηκε. Κάτι φήμες λένε ότι ζει στην Αθήνα χαμένος μέσα στην ανωνυμία του πλήθους. Κάτι άλλες λένε ότι παντρεύτηκε στη Καλαμάτα κι’ έχει ουζάδικο. Κάτι άλλες λένε ότι έφυγε κατά Βραζιλία. Δεν βρίσκεις όμως άκρη με κορόιδο που ξύπνησε και κατάλαβε ότι όποιος θέλει να ‘ναι μάγκας για τους άλλους είναι κορόιδο, και μάγκας είναι αυτός που είναι μάγκας για τη πάρτη του και δεν ξέρει κανείς τι κάνει και πως το ‘κονομάει, κι’ άμα γουστάρεις να σπας μύτες, να κάνεις τσαμπουκάδες, και να τη φουντώνεις μες στα ουζάδικα για να σου λένε οι πιτσιρήδες μάγκα, και να σου χαλάνε οι μπάτσοι κάθε τρεις και λίγο την ησυχία σου, είσαι κοροϊδάρα ξεγυρισμένη και βάλε δυο ρέγκες να σε κλαίνε και άσε τους πραγματικούς μάγκες να τις τρώνε για μεζέ και να γουστάρουν. Μάγκας να ‘σαι για πάρτη σου κι’ όχι για τα μάτια των άλλων. (Ήθελε να γίνει μάγκας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ἤ μανιτάρι

σλανγκασίστ ἀπὸ sceptic (λῆμμα μανίτες)

Παρωχημένη σλὰνγκ/ἀργκὸ τοῦ ὑποκόσμου τῆς προπολεμικῆς ἐποχῆς. Ἀναφέρεται ὡς μανιτάρι στὸ γλωσσάρι του Τσιφόρου... Ἐπίσης ἀναφέρεται στὸ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ τῆς ΛΩΠΟΔΥΤΙΚΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ τοῦ Ε. Θωμόπουλου (ἐφ. Ἀκρόπολις, ΤΕΤΑΡΤΗ, 2 Μαΐου 1934) ποὺ δημοσίευσε ὁ Ν. Σαραντάκος:"Μανιτάρι = Η μέθοδος κλοπής των πορτοφολιών" Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ μὲ τὶς δυὸ μορφὲς μανιτάρι καἰ μανίτα στὸ τραγούδι "Ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Ἰάκωβου Μοντανάρη ἀπὸ τὸ 1935:

Ρίξανε τὸ μανιτάρι μιὰ βραδιὰ μὲ τὸ φεγγάρι

Πιάσαν' ἕν' Ἀμερικάνο στὴ μανίτα σὰν τὸ χάνο

Τοῦ πασάραν τὴ μανίτα καὶ τοῦ λένε καληνύχτα

Ἄν θυμᾶμαι καλὰ (νομίζω τὸ 'χω διαβάσει στὸν Τσιφόρο, χωρὶς νὰ εἶμαι σίγουρος) τὸ κόλπο γινόταν ὡς ἑξῆς: Ἕνας ἀπὸ τὴν ὁμάδα ἄφηνε νὰ τοῦ πέσει ἔνα πορτοφόλι. Τὸ πορτοφόλι ἦταν φουσκωμένο, ἀλλὰ στὸ πάκο μὲ τὰ χαρτονομίσματα μόνο τὰ δυὸ ἀκριανὰ ἦταν κανονικὰ, ἐνῶ τὰ ἐνδιάμεσα ἦταν χαρτιὰ, ἐφημερίδες κλπ. Ἦταν κομμένα ὅμως προσεκτικὰ ὥστε νὰ μοιάζουν μὲ πραγματικὰ χαρτονομίσματα. Μόλις τὸ ὑποψήφιο θύμα ἔβλεπε τὸ πορτοφόλι ἐμφανιζόταν κι ἄλλο μέλος τῆς ὀμάδας κι ἔλεγε πὼς τὸ βρῆκαν μαζί. Τότε ξαναγύριζε αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε, δῆθεν, χάσει καὶ ἄρχιζε νὰ ρωτάει ἄν βρέθηκε ἕνα πορτοφόλι μὲ τόσα λεφτὰ (ἔλεγε κάποιο μεγάλο ποσὸ). Αὐτὸς ποὺ τὸ βρήκε συνήθως ἀπαντοῦσε ἀρνητικὰ καὶ τὸ δεύτερο μέλος τῆς ὀμάδας ἐπιβεβαίωνε πὼς δὲν βρέθηκε τίποτα. Αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" συνέχιζε νὰ γυροφέρνει στὴν περιοχὴ "ψάχνοντας". Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ὅταν αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" ἀπομακρυνόταν λίγο, ὁ δεύτερος ἔλεγε στὸ θύμα: "Ἐπειδὴ ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω, ἐσύ κάνε πὼς ψάχνεις γιὰ νὰ μὴν καρφωθοῦμε. Δῶσε μου ἐμένα ὅ,τι λεφτὰ ἔχεις πρόχειρα καὶ ἀργότερα συναντιόμαστε στὸ τάδε μέρος γιὰ νὰ μοιραστοῦμε τὰ λεφτὰ τοῦ πορτοφολιοῦ.Ἐκτὸς ἄν θὲς νὰ σοῦ δώσω ἐγώ κάτι καὶ νὰ πάρω τὸ πορτοφόλι." Τὸ θύμα φυσικὰ προτιμοῦσε νὰ κρατήσει τὸ φουσκωμένο πορτοφόλι καὶ μετὰ νὰ τὴ σκάσει στὸν "ἀφελὴ", πέφτοντας θύμα τῆς ἀπληστίας του.

Ἡ μέθοδος ποὺ περιγράφω παραπάνω ἐπιβεβαιώνεται περιληπτικὰ καὶ στὸ προαναφερόμενο δημοσίευμα τοῦ Ν. Σαραντάκου:

"Ούτε η μέθοδος του μανιταριού (το ρίξιμο του πορτοφολιού με τις εφημερίδες) πιάνει."

Νὰ καὶ τὸ τραγούδι "ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Μοντανάρη. Τραγουδάει ἡ Στέλλα Βογιατζῆ.

https://www.youtube.com/watch?v=V5umC2dVrXQ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλώς ήλθατε στο βασίλειο της Παραοικονομίας.

Μαύρα χρήματα είναι εκείνα για τα οποία ο εισπράξας δεν εξέδωσε νόμιμη απόδειξη. Τα παντελόνιασε χωρίς αυτά να καταγραφούν πουθενά. Δεν θα συνυπολογιστούν στο συνολικό ετήσιο εισόδημά του, και ουδέποτε θα φορολογηθεί με βάση αυτά.

Συνηθέστατη πρακτική σε ελεύθερους επαγγελματίες (δικηγόρους, γιατρούς), στους απασχολούμενους στον ευρύτερο κλάδο της οικοδομής (ελαιοχρωματιστές, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι), σε εισοδηματίες που νοικιάζουν διαμερίσματα κλπ. Όλοι τους μαζί συνιστούν την κάστα των φοροφυγάδων (επί το αντζελικότερον, φοροδιαφυγάδων).

Τα μαύρα χρήματα δεν ταυτίζονται με τα βρώμικα χρήματα, τα οποία προέρχονται από 100% παράνομες πηγές (ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο όπλων). Τα βρώμικα μπορούν να ξεπλυθούν δια του στησίματος πλυντηρίων, δλδ καθ' όλα νόμιμων επιχειρήσεων-βιτρίνα. Για πάρα πολλά νυχτερινά μαγαζιά / διασκεδάδικα, αλλά και για άλλου τύπου επιχειρήσεις, π.χ. γυμναστήρια, ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι, οτι αφ' εαυτά δεν φέρνουν κέρδη αλλά λειτουργούν ως βιτρίνα για ύποπτες δραστηριότητες.

Ειδικότερη περίπτωση μαύρων χρημάτων είναι εκείνη κατά την οποία ο εργοδότης δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές σε αυτόν που απασχολεί, δλδ δεν του κολλάει ένσημα. Αυτό συνιστά και απάτη εις βάρος των αγαπημένων μας ασφαλιστικών ταμείων (mainly ΙΚΑ), για τα οποία όλο μας ζαλίζουν τ' αρχίδια οι Κασσάνδρες ότι θα καταρρεύσουν, αλλά τελικά ποτέ δεν καταρρέουν.

Όσοι εργάζονται και παίρνουν τα λεφτά στο χέρι, χωρίς να τους κολλάει ο αφεντικός ένσημα, είναι οι λεγόμενοι μαύροι. Η ίδια η ανασφάλιστη εργασία που προσφέρουν είναι η μαύρη εργασία, επί το σλανγκικότερον μαυρίλα.

Κατά κανόνα οι μαύρες (ανασφάλιστες) δουλειές είναι και μαύρες με την έννοια του ότι δεν πληρώνουν καλά, σου βγαίνει ο πάτος για τρεις κι εξήντα, ούτε κουβέντα εννοείται για προοπτικές ανέλιξης, χώρια τους όποιους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου (βλ. εδώ μεταξύ άλλων).

  1. Φίλος μαιευτήρας σε γκλαμουριάρικο μαιευτήριο των Βου Που, μου έλεγε πρόσφατα πως πλήρωσε 60 χιλιάρικα εφορία και πως με τα δικά του χρήματα θα σπουδάζουν τα δικά μου παιδιά αύριο. Μου ήρθε να του πω: «βρε παπάρα, με αυτά που βγάζεις θα έπρεπε να πληρώνεις τουλάχιστον τα διπλάσια, κι όλοι ξέρουμε πως το ένα ευρώπουλο στα δύο που βγάζετε εσείς οι κωλογιατροί είναι μαύρο, στην ξεφτίλα». Αλλά συγκρατήθηκα. Δυστυχώς.

  2. Οι εργαζόμενοι οδηγοί δικύκλου (ντελιβεράδες, κούριερ, εξωτερικοί), αλλά και υπάλληλοι-χαμάληδες σε γνωστά βιβλιοχαρτοπωλεία του κέντρου, είναι κλασικές περιπτώσεις μαυρίλας, μαύρης εργασίας και με τις δύο έννοιες. Είναι οι σύγχρονοι σκλάβοι, στους οποίους το κουπί της γαλέρας έχει απλά αντικατασταθεί από το τιμόνι μια πάπιας 100 κυβικών εκατοστών. Σιγά σιγά ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν.... (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που μεταφέρει μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών, συνήθως από χώρα σε χώρα, χωρίς να εμπλέκεται σε λιανεμπόριο. Βλέπε σχετικά βαποράκι, όπου το υποκοριστικό παραπέμπει σε διακίνηση μικροποσοτήτων, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο. Οι δύο όροι είναι εναλλάξιμοι.

Πιθανόν η μεταφορά μουλάρι καθιερώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς ναρκωτικών με πραγματικούς ημίονους, πρακτική που παρατηρείται εκτός άλλων στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Παρομοίως (ίσως) για το βαποράκι: ο κύριος τρόπος εισόδου των σκληρών ναρκωτικών (κόκα) στην Ελλάδα είναι δια θαλάσσης.

- Πώς έβγαλε ξαφνικά τόσα χρήματα αυτός ο μαλάκας;
- Ακούγεται πως κάνει το μουλάρι, φέρνει πρέζα από τα Σκόπια..

Αναπαράσταση μουλαριού που μεταφέρει ναρκωτικά (τσιμπημένη από ρατσιστικό άρθρο κατά Αλβανών).  (από Khan, 21/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον μακαριστό Χριστόδουλα, Μπιγκ Μακ είναι ο κατ' εξοχήν μεγάλος Μάκης, ο Μάκης Ψωμιάδης.

Για την σκωτσέζικη υπόσταση του υποκοριστικού Μάκης βλ. και εδώ.

Την έκανε ο Μπιγκ Μακ;

(από Khan, 08/02/10)big mac (από ο αυτοκτονημενος, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified