Selected tags

Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορο και εύκολο κέρδος προερχόμενο είτε από προχειροδουλειά, είτε από αρπαγή / κλοπή.

Η πρώτη περίπτωση αρπαχτής περιλαμβάνει το φτωχομπινεδιάρικο και ευκαιριακό γδάρσιμο εύκολης λείας (πχ αισχροκέρδεια από ταρίφες σε ανυποψίαστους τουρίστες). Ανεμομαζώματα, δηλαδή, διαβολοσκορπίσματα.

Στη δεύτερη (και πιο σοβαρή) εκδοχή της, η αρπαχτή επιτυγχάνεται χάρη στην άλωση των νόμων και θεσμών μέσω προσωπικών σχέσεων και διαπλοκών. Πρόκειται για οικονομικές αλλαξοκωλιές όπου η αρπαχτή διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συνεργούς και πάντα σε βάρος του κερασφόρου φορολογούμενου πολίτη. Πρόσφατες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τα Ολυμπιακά έργα και την υπόθεση Μονής Βατοπεδίου.

Δεν έχουν τα κότσια να κάνουν μια μήνυση στην μαμά-SIEMENS για τις αρπαχτές της. Τώρα θα μου πείτε ποιοι να κάμουν την μήνυση; Αυτοί που συμμετείχαν στην αρπαχτή ως μικροί άρπαγες;; (Από blog)

Βλ. και σχετικό λήμμα μίζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για λουλούδι που μόλις ανοίγει, εκ του αρχαίου βομβύκιον.

Στην σλανγκ όμως του όμως εκδοχή, μπουμπούκι αποκαλούμε κάθε λογής απατεώνα η μιζαδόρο.

Μπουμπούκια ανθίζουν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας διοίκησης, από τα πλούσια αμειβόμενα διορισμένα πολιτικά στελέχη μέχρι τον τελευταίο τροχό της αμάξης που για να τσουλήσει θέλει λίπανση με γρηγορόσημο.

Μπουμπούκια βρίθουν στην βουλή, στον στρατό, στο εκκλησιαστικό και παραεκκλησιαστικό βαλτοπαίδιο, στην δημοσιοκαφρία. Στον ιδιωτικό τομέα, πολλά μπουμπούκια επικεντρώνονται σε οτιδήποτε έχει σχέση με δημόσια έργα (έχει ψωμί!) και μου-μου-Ε, όπου οι προοπτικές διαπλοκής διεγείρουν και τους πιο εγκρατείς σιελογόνους αδένες.

Όλα ανεξαιρέτως τα μπουμπούκια εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους προσφέρεται στο σεξουαλικό πεδίο.

Να σημειωθεί, τέλος, ότι υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μπουμπουκιών:

1. Τα πολιτικής χροιάς μπουμπούκια, τα οποία γνωρίζουν καλά ότι οι μέρες τους είναι πεπερασμένες, και ωσεκτουτού απολαμβάνουν ό,τι φανε, ό,τι πιούνε και ό,τι αρπάξει ο κώλος τους σε μια εναλλασσόμενη αλλαξοκωλιά πρασινοφρουρών και bluetooth κουμπάρων.

2. Τα μονιμοποιημένα μπουμπούκια, τα οποία βολεύονται σε κάποια αναπαυτική στάση η οποία τους επιτρέπει τον αέναο θηλασμό του μαστού του φορολογουμένου πολίτη, αδιαφορώντας εάν όλοι οι λοιποί τους μύες ατροφήσουν από την αδράνεια.

Σκάνδαλο με καθηγητή-«μπουμπούκι» στο ΤΕΙ Πάτρας. Σεξ, χρήμα, απειλές αλλά και ταξίδια με μικρούλες σε εξωτικά μέρη συνθέτουν το παζλ που αφορά γνωστό καθηγητή του Ανωτάτου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Πάτρας. Η ιστορία ξεκίνησε το Μάιο του 2005, αλλά συζητείται στα πηγαδάκια του ΤΕΙ μέχρι σήμερα. (Από το «Espresso»)

Σήμερα μαθαίνουμε ότι ο πρώην υπουργός και σύμβουλος του Καραμανλή, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, προσπάθησε να κάνει παρέμβαση για να την βγάλει καθαρή ένας χασισέμπορας. Γι’ αυτό τώρα κατηγορείτε για «πρόκληση τέλεσης πλημμελήματος και απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία». Τι μπουμπούκια έχει ο κήπος της Ν.Δ.! (Από την βλογόσφαιρα)

Τώρα που συζητάμε για «σκάνδαλα», γιατί οι καναλάρχες «εξαφάνισαν» από τα μαγαζιά τους τον Άκη, το Σημίτη, τη Βασούλα, το Λαλιώτη, το Χριστοδουλάκη, το Βερελή, τον Πάχτα, τον Παπαντωνίου και δεκάδες άλλα πράσινα μπουμπούκια; (Από την βλογόσφαιρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εμπειρικός γιατρός, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και επιστημονική κατάρτιση. Σύνθετη λέξη [κομπ(ώνω) = δένω με μάγια, γιαίνω = θεραπεύω]. Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του απατεώνα.
Οι εμπειρικοί αυτοί «γιατροί» εμφανίζονται στην Ελλάδα από τα μέσα του 17ου αιώνα και περιγράφονται από πλείστους αλλοδαπούς περιηγητές. Αν και αρχικά είχε εκφραστεί κάποιος σεβασμός για τις ικανότητες και τα γιατροσόφια των εμπειρικών αυτών ιατρών, στη συνέχεια η δράση τους έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον λαό.

  1. Απόσπασμα διαφήμισης από το διαδίκτυο:

Γιατί να πληρώνετε το διαιτολόγιο της απάτης 120 € στον κομπογιαννίτη, όταν μπορούμε να σας το δίνουμε ΔΩΡΕΑΝ, καλύτερο και ακριβέστερο, ακριβώς όπως το παίρνουν και οι αμερικάνοι, και μάλιστα για ελληνικά φαγητά από πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή;

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Επειδή δεν έχετε σπουδάσει ή δεν είστε γνώστες των συγκεκριμένων επιστημών, δεν σας επιτρέπει πιστεύω να τις ακυρώνετε και να θεωρείτε ότι όποιος τις εφαρμόζει είναι απατεώνας. Κομπογιαννίτες υπάρχουν πολλοί, χειρουργοί, παθολόγοι, ορθοπαιδικοί, φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές και η λίστα είναι ατελείωτη. Η λέξη κομπογιαννίτης δεν περιγράφει κάποιον αναλόγως επιστήμης αλλά αναλόγως πράξεων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω μουσακά» σημαίνει προσποιούμαι ότι παίζω κάποιο μουσικό όργανο, ή τραγουδώ, συνοδεία playback.

Η έκφραση χρησιμοποιείτο από συντελεστές του παλαιού Ελληνικού κινηματογράφου, όπου πολλοί μουσικά αστοιχείωτοι ηθοποιοί συχνά πρωταγωνιστούσαν σε μιούζικαλ.

Νεοσλανγκικά, η έκφραση ισχύει και για ερζάτς ερωτικές σκηνές του κινηματόγραφου με άλλου είδους όργανα.

Λίλιαν: Προσέξεις τους δακτυλισμούς του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο σόλο μπουζούκι; Είναι πασιφανές ότι παίζει μουσακά!

Λάουρα: παρεμπίπταμπλυ, το ήξερες ότι η Ζωή Λάσκαρη τραγούδησε το Crazy Girl μουσακά, δανειζόμενη την φωνή της Αλέκας Κανελλίδου;

Λίλιαν: Υπάρχουν και χειρότερα! Στο In the Cut το τσιμπούκι που μπανίζει η Meg Ryan ήταν μουσακά! Η Jane Campion αποκάλυξε ότι ο πέων ήτο λαστιχένιος!

Λάουρα: Υπάρχουν όμως και καλύτερα, φιλεναδα! Δεν χρειάζεται να δεις Μέγα Μπερτό για να απολαύσεις Μέγα Λούτσο! Νάναι καλά ο Berto-lucci που μας δείχνει φραπέ στέρεο με DeNiro και Depardieu σε πραγματικά live εκτέλεση!

Λίλιαν: Μα και το ποδοφραπέ του Winterbottom στα 9 Τραγούδια ΔΕΝ ήτανι μουσακα!

(Συζήτηση σινεφίλ που γρήγορα εκφυλίζεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.

  1. μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.

  2. το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.

Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.

  1. - Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
    - Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!

  2. «χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
    μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
    (παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)

(από Khan, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified