Further tags

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάσσαλος πρόσδεσης σκάφους ,δέστρα. Μπορεῖ νὰ βρίσκεται στὸ μόλο (φωτ.1) ἤ πάνω στὸ σκάφος (φωτ.2) (τονοδέτης, δέστρα επί του πλοίου, κίονας, κίονας πρόσδεσης σχοινιών, κιονίσκος μπαμπαδέλι ἐδῶ)

Πριν δέκα μήνες, στις 16 Αυγούστου 2001 βρισκόταν στην πρύμη του πλοίου και κατέβαζε τους καταπέλτες, όταν πάνω στο ρεμέτζο στην Παροικιά της Παρου κόπηκε σύρριζα η μεσαία μπίντα (τονοδέτης), δίχως μάλιστα να κοπεί ο κάβος, και τον σκότωσε ακαριαία. ἐδῶ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Ἀπὸ τὸ Ἀγγλικὸ bitt: δέστρα σκάφους, "μπαμπάς", μπίντα ἐδῶ

Εἶχα ὑπ' ὅψιν μου καὶ μιὰν ἄλλην ἐτυμολογία, ἀπὸ τὸ Ἰσπανικὸ pinta:βαμένη, ἀλλὰ μετὰ τὴν πρώτη (ποὺ βρῆκα στὸ διαδίκτυο) ἡ δεύτερη μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ εἶναι σωστὴ.

φωτ. 1φωτ. 2

Ἡ ἴδιες ὀνομασίες ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ παραδοσιακὰ ξύλινα σκάφη, ὅπου φυσικὰ οἱ δέστρες εἶναι ἀπὸ ξύλο, ποὺ οἱ παλιοὶ καραβομαραγκοὶ σκάλιζαν στὸ χέρι μὲ πολὺ μεράκι φτιάχνοντας κομψοτεχνήματα. Ἐδῶ μπίντες ἔλεγαν τὶς κεντρικὲς δέστρες ποὺ ἦταν τοποθετημένες στὴν πλώρη καὶ στὴν πρύμη τοῦ καϊκιοῦ καὶ ἦταν γερὰ στερεωμένες μὲ χοντρὲς βίδες (στριφώνια) στὸν κεντρικό ἄξονα τοῦ σκελετοῦ τοῦ σκάφους. Ἐνῶ μπαμπάδες ἔλεγαν τὶς μικρότερες δέστρες ποὺ ἦταν τοποθετημένες στὶς δυὸ πλευρὲς τῆς πρύμης καὶ τῆς πλώρης καὶ ἦταν στερεωμένες στὸν πλευρικὸ σκελετὸ τοῦ σκάφους. Σὲ μικρότερα σκάφη, ἰδιαίτερα στὰ ἁλιευτικὰ, οἱ μπαμπάδες ἦταν "φυτευτοὶ" στὶς κουπαστὲς γιὰ ν' ἀφαιροῦνται ὅποτε ἐμπόδιζαν τὸ ρίξιμο ἤ τὸ σήκωμα κάποιων ἁλιευτικῶν ἐργαλείων (δίχτυα, παραγάδια, τράτα κλπ).

Μεταφορικῶς λέγεται καὶ γιὰ χαζοὺς, ἄμυαλους ανθρώπους. Ἄν δὲν μὲ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου τὴν ἔχω διαβάσει σὲ κάποιο πεζὸ τοῦ Καββαδία.

Καλὸ παιδὶ, δὲ λέω, ἀλλ' ἀπὸ μυαλὸ σκέτη μπίντα!

Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἄς αναφερθοῦμε καὶ στὸ "μπίντα γιάλα" ρεμπέτικο τοῦ Παναγιώτη Τούντα ἠχογραφημένο το 1932 μὲ τὴ Ρόζα Ἐσκενάζυ καὶ το 1933 μὲ τὸ Στελλάκη Περπινιάδη, μὲ παραλλαγμένους στίχους ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο ἀπαντοῦσαν στὸ ἐρωτικὸ κάλεσμα της πρώτης ἠχογράφησης. Ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα στὸ διαδίκτυο, ἐνῶ βρῆκα τὴν ἐτυμολογία τοῦ γιάλα (Τουρκικὸ yallah προτρεπτικὸ ἐπιφώνημα: ἐμπρὸς!, ἄντε! ἐδῶ), δὲν βρῆκα κάποια πιθανὴ ἐτυμολογία τοῦ μπίντα. Πάντως στὴν πρώτη ἠχογράφηση ἡ Ρόζα λέει μπίντι γιάλα καὶ, ὅπως βρῆκα ἐδῶ ...η λέξη "bint" στα αραβικά σημαίνει "κόρη" και "κορίτσι" και "binti" σημαίνει "κόρη μου", "κορίτσι μου".

ΜΠΙΝΤΑ ΓΙΑΛΑ

Τὸ τραγούδι πάντως καθιερώθηκε ὡς Μπίντα γιάλα καὶ ἔγινε μάλιστα καὶ προσωνύμιο τοῦ παραδοσιακοῦ μουσικοῦ Νίκου Καλαϊτζῆ, ἀπὸ τὸ Μεσότοπο τῆς Λέσβου ποὺ ἔγινε γνωστὸς ὡς Μπινταγιάλας ἐδῶ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρᾶςμπαστέκα ἤ (ἐπίσημη ὀνομασία) τρόχιλος εἶναι μιὰ μηχανικὴ κατασκευὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται, σἐ συνδυασμὸ μὲ σκοινιὰ, γιὰ τὴν ανύψωση βαρῶν. Μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε δύο ἤ περισσότερους γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ παλάγκοσύσπαστο καὶ νὰ πετύχουμε τὸν ὑποπολλαπλασισμὸ τῆς δύναμης ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀνύψωση ἑνὸς φορτίου. Ὁ μακαρᾶς εἶναι ξύλινος, ἐνῶ ἡ μπαστέκα μεταλλικὴ. ἐδῶ

ΜΑΚΑΡΑΣ ΜΠΑΣΤΕΚΑ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

μακαρὰς < τουρκ. makara < ἀραβ. بكرة (bakara). ἐδῶ

μπαστέκα: πιθανὴ ἐτυμολογία γαλλ. pasteque (καρποῦζι), ἴσως ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καρποῦζι.

Πολὺ βαρὺ τὸ φορτίο κι ἔτρεμε ἡ καρδιὰ μου μόλις τὸ σηκώσαμε μὲ τὸ παλάγκο. Ἤτανε βλέπεις παλιοὶ οἱ μακαρᾶδες καὶ φοβὸμουνα πὼς δὲ θ' ἀντέχανε.

Μὲ κατεβάσανε ἀπὸ τὸ καράβι μὲ τὸ βίντζι, μέσα στὴ βάρκα. Κι ὅπως ἤτανε ἀτζαμῆδες, ἀφήσανε ἀπὸτομα τὸ σκοινὶ, ἡ βάρκα κοπάνισε μὲ δύναμη στὴ θάλασσα κι ἐμένα μοῦρθε ἡ μπαστέκα στὸ κεφάλι.

βίντζι: μικρὸς γερανὸς

(Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἀπὸ ἀφήγηση φίλου μου ποὺ ὑπηρέτησε σὲ ἀντιτορπιλικὸ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified