Further tags

Η ακραία μπίχλα στα λευκαδίτικα, και δη το λιπαρό στρώμα σε επιφάνεια. Πιάνει μότσα, πουχού, το μπαρμπρίζ, αλλά για να πιάζει μότσα το αμπαζούρ πρέπει να είσαι μάστορας.

Ο Μότσαρτ σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι το συνθετικό αντίστοιχο (100% λύκρα) του μπιχλάντεν. Ο Αζναβούρ δώρο.

φασόν απ' το μποκίνο:
- Κιο τί 'ν' τούτο!!
- Το μποκίνο μ', Μάκ'.
- Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Μόνζα. (από PUNKELISD, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αλάλητο: Το κουράδι, το κοπάδι που δεν το οδηγεί ο βοσκός.

- Καλά ε ... ό,τι νά 'ναι .. κοίτα πώς πάνε! - Έλα ρε το κοπάδι είναι αλάλητο!

αλιτριβιδιάρης: εργάτης σε ελαιοτριβείο

βαροκαμπανεί: μικρό μέγεθος, μεγάλο βάρος.

- Είναι καλά τουτανέ τα κάστανα,και βαροκαμπανούνε.

καβούσι: στέρνα, γουρνίτσα στη γη

καργάτζουλας: Το ζωύφιο που όταν δαγκώσει μπορεί να επιφέρει και θάνατο. Ο σκορπιός.

- Για να δούμε ήντα θα κάμει αυτός ο καργάτζουλας φέτος, θα τις μαζέψει τις ελιές... (ο σιμισιακός).

Κορδοκώλι Το παντελόνι

- Έβρηκα ένα μαγαζί με απίστευτα κορδοκώλια, τεφαρίκι.

Κουβαλές: Ο μεταφορέας.

Πές στον κουβαλέ να μας κουβαλήσει τουτανε τα δοχεία λάδι στο πρακτορείο.

κουρκούτσα: χελώνα

κτηματσέρο: το γαϊδούρι (Χανιά Κρήτης).

- Που πήγε πάλι αυτό το γαϊδούρι...αμ γιαυτο λένε κάλιο γαιδουρόδενε παρά Κτηματσεγύρευε.

λούπης: αρπακτικό όρνιο

μαλιτζέβελη: ε ευέλικτη, ευκολομεταχείριστη.

- Έτσι που είναι μικροκαμωμένη η Ντέπη... ειναι μαλιτζέβελη στο σέξ.. ρε φίλε ναούμε, τη γυρνάς απο δω, τη πετάς πάνω, τη βάζεις κάτω, οτι θέλεις την κάνεις.. χωρίς δυσκολία.
- Σώπα ρε.. α η Mπέτη!!! πούναι χρόνια στο κουρμπέτι... αχαχαχα

ματσιπέτι: το πέτρινο διάζωμα ταράτσας.

- Εκειά στό Ματσιπέτι να το θέσεις να το βλέπει ο ήλιος.

μισμιτζής: ο μίζερος, ιδιότροπος,ο επιλεκτικός ειδικά στο φαγητό (Χανιά Κρήτης).

- Ηντα νε τουτανά μωρέ Μισμιτζή...ουτε το κουνέλι στιφάδο δε σαρέσει;
Ε φάε τότε χοχλιούς μπουμπουριστούς...α στο καλό.

μουρμού: κράτα το στόμα κλειστό, τουμπεκί, μην μαρτυράς, μην με προδίδεις.

- Εκεί που θα πάμε τώρα, θα πω μερικά ψώματα... Εσύ μουρμού.

μπιλούρι: είσαι ολοκάθαρος, αστραφτερός.

- Έγινες μπιλούρι.

μπλαστρακίδα:το ένα κολλημένο στο άλλο

νταμπής: σερβιτόρος

όθεν εκειά: Προς τα εκεί, σε εκείνο το μέρος.

- Ούλο το απόγευμα η θυγατέρα του στη καφετέρια ήντονε. Μάνισε ο κύρης της και της λεει: Μην ξαναπάς όθεν εκειά κακομοίρα μου, γιατί θα χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

πιλατεύω: βασανίζω, ενοχλώ

πρεδευτάρης: ο κλεφταράκος, συνήθως ζώον και όχι άνθρωπος.

- Ο Σταχτούλης, είναι καλό και ήμερο γατί, αλλά είναι πρεδευτάρης.

ρούκουνας: Η γωνία.
Θα πας εκεία, μετά το ρούκουνα θα βρεις το μαχαλά του καλατζή, πήγαινε του τούτονα να το γανώση.

σάντολο: το βαπτιστήρι,ο βαπτισιμιός (Ηράκλειο Κρήτης).

Χαρώτο, το σάντολο μου, αντράκι έγινες.

σκλώπα: κουκουβάγια

τσιφίδια: μεγάλα καλάθια με ψάθα

φαμέγιος: υπηρέτης

χαλιμανταριό: πουταναριό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο, παίζει μεταξύ εγχώριων Αυστριακών.

Σημαίνει τον αναξιόπιστο, αυτόν που δεν έχει μπέσα, που δεν κρατά το λόγο του, που δεν ξηγιέται παντελονάτα αλλά πούστικα, που δεν μπορείς να τον πιάσεις από πουθενά, που άλλα σκέφτεται, άλλα λέει κι άλλα κάνει (όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά), που δεν μετράει ο λόγος του.

1.
Αυτοί «δεν έχουν ίσιο κρέας» Γιώργο, να το ξέρεις καλά. Η πάγια τακτική τους είναι να αναβάλουν στο διηνεκές όλα τα ζέοντα θέματα που τους αφορούν και που άπτονται της εξωτερικής τους πολιτικής. Προσπαθούν πάντοτε, το όποιο θέμα, με τα γνωστά τους κόλπα, να το τρενάρουν, να περάσουν αρκετές δεκαετίες (δες Κυπριακό, Αιγαίο κλπ) και μετά σου λένε αυτά μετά από τόσα χρόνια είναι δικά μας και μάλιστα de jure. O Τούρκος ποτέ δεν υποχωρεί και δεν παραιτείται σε εδαφικές κατακτήσεις και διεκδικήσεις. Τελεία και παύλα. Το έχουν στο αίμα τους και στην θρησκεία τους (τζιχάντ).

2.
Αλλά και στο έπος του ’40, παρά τη συνήθη αυτολογοκρισία των βετεράνων του, παρόμοια περιστατικά δεν έλειψαν. «Εδώσαμε μία μάχη κι επιάσαμε 800 με 900 αιχμαλώτους», αφηγείται π.χ. ένας τσολιάς απ’ την Αιτωλοακαρνανία. «Τα πέταξαν τα όπλα. Πάνε να τους παραδώσουνε αυτούς. Όπως τους πάαιναν, τους έβαλαν σε μια χαράδρα και τους λιάνισαν με τα πολυβόλα. Κάτι λίγοι γλίτωσαν. Έφτασαν άλλοι στρατιώτες: ‘Ρε γαϊδούρια του κερατά, αφού παρουσιάστηκεν ο κόσμος, θα τους σκοτώσετε; Τι σας φταίνε; Όπλα δεν έχουνε!’ Κόσμος ήταν αυτήνοι; Αυτός δεν ήταν κόσμος! Α, ρε τι κάνουνε οι Έλληνες! Δεν έχουμε ίσιο κρέας πουθενά» (Γ. Κραμπής, «Στα χαρακώματα. Δεκαεννιά αυθεντικές μαρτυρίες πολεμιστών του 1940-41», Αθήνα 1991, σ.26).

3.
Πάλι δεν με έβαλαν στην κυβέρνηση ρε γαμώτη;;; Τι πράματα είν’ αυτά, δεν υπάρχει ίσιο κρέας στην πολιτική!!!

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του «σύμπειρος». Σύνθετη λέξη, που σημαίνει τον μηχανισμό με πείρους.

Πες τους ρε φίλε Πανουργιά έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
ορέ έχω εις τον πούτσον μου βιολιά
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια

(Λόγια του Καραϊσκάκη από την ταινία «Οι ιππείς της Πύλου», Νίκος Καλογερόπουλος, 2011)

Μηχανισμός κουρδιστού ρολογιού. Αριστερά το ζεμπερέκι, άκρο δεξιά η "τρίχα" το άλλο ελατήριο-εκκρεμές που κανει την ταλάντωσηνα δου (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάσου και μη μιλάς.

Μπουλιάρικο.

Με διακόπτεις συνέχεια, πολυβόλο πάει ο στόμας σου, α... γιά στήλωνε και μη φωτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαντζοχάτζαλος: Ο ηλίθιος, αυτός που ρετάρει, χάνει λάδια.

Τι λέει ρε... ο μαντζοχάτζαλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρλιάνης: Ο επιτηδευματίας, ο έμπορος γυρολόγος.

Σε βλέπω και σε καμαρώνω παλικάρι μου, ξεκίνησες μαρλιάνης...
και έχεις αλυσίδα κοσμηματοπωλείων, μπράβο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified