Το Wash & Go στα βλάχικα.
Να χάνου χρόνου; Τούρα μη του πλύσ' κη τσακίσ' τα έχου δύου ση ήνα!
Το Wash & Go στα βλάχικα.
Να χάνου χρόνου; Τούρα μη του πλύσ' κη τσακίσ' τα έχου δύου ση ήνα!
Got a better definition? Add it!
Η κουράδα στα κυπριακά.
Εδώ:
Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.
Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.
Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!
Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.
Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Επίπεδες εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και θάμνους.
Από το τούρκικο cayir που σημαίνει το ίδιο - cayir στα Τούρκικα μπορεί να δηλώνει επιπλέον και τη σαβάνα και τα αμερικάνικα prairies.
«Πάω στα τσαΐρια» σημαίνει περιπλανώμαι σε τόπο αφιλόξενο, στην ερημιά. «Για τα τσαΐρια» όταν λέμε σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος δεν είναι για κόσμο - τουλάχιστον, για κόσμο πολιτισμένο, για τα σαλόνια.
Παράγωγη είναι και η λέξη τσαϊράδα που σημαίνει εκδρομή στην εξοχή άλλα σε μέρη μάλλον άγρια ή κι έναν άσκοπο περίπατο στα χωράφια. Η λέξη τσαϊράδα έχει εξασφαλίσει την αθανασία χάρη στο ομώνυμο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Η λέξη τσαΐρια επιβιώνει και σε διάφορα τοπωνύμια - π.χ. ήξερα περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα Τσαΐρια» στην Επανομή και στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής.
Παράβαλε και το λήμμα μπαΐρια.
- Είχε δηλαδή πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια;
«Τι πολύ, για τους λαγούς σας είπα, οι πέρδικες έμπαιναν μέσα στο χωριό, που λέει ο λόγος. Έβγαινες το πρωί έξω από το χωριό στα τσαϊρια, που είχαμε τα αλώνια κι άκουγες τις πέρδικες να κελαηδάνε. (Από το περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία, αναδημοσίευση στο www.alfa-omega.gr)
Το παράδειγμα είναι στα Ποντιακά από το http://pontosandaristera.wordpress.com:
Τα τσαΐρια όντα ετρανίναν επένανε με τα κερεντίδες και εθέριζανε και εποίνανε τα χορτάρια δέματα για να είχαν το χειμονκόν τροφήν για τα ζα τουνα.
Και η μετάφραση στην Κοινή
Καθώς μεγάλωναν τα λιβάδια, τα θέριζαν με τις κόσες και έκαναν τα χόρτα δέματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφή για τα ζωντανά τους, το χειμώνα.
Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.
Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.
Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μού χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ' αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν' ακούω για ξενιτεμούς.
Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα χέρσα χωράφια, γεμάτα πέτρες και αγριόχορτα. Οπωσδήποτε όχι ποτιστικά.
Προέρχεται από το τούρκικο bayir που έχει λίγο διαφορετική σημασία - είναι η πλαγιά, ο λόφος. Αυτή η σημασία ίσως να επιβιώνει σε τοπωνύμια στη Μακεδονία - π.χ. μπαΐρια στο Λιτόχωρο λένε τις διάφορες γειτονιές του χωριού το οποίο είναι χτισμένο σε πλαγιές και κάτι ανάλογο υπάρχει, νομίζω, και στις Σέρρες.
Από τα χουριάτκα η λέξη πέρασε το 2008 στην αστική αργκό χάρη στους Ενδοπαλαμικούς Παλινδρομιστές και το τραγούδι My Secret Combination που μνημονεύει την έξοδο του Νικοπολίδη στα μπαΐρια - όπως παρατήρησε και η mes που έδωσε την παραγγελία για το λήμμα. Προφανώς ο τερματοφύλακας της Εθνικής πήγε περίπατο σε κάποια χωράφια στη συγκεκριμένη φάση - ως μη έδει.
Παράβαλε και το λήμμα τσαΐρια
Εις την Ρούμελη, αφού ο Τούρκος κοιμάταν με την γυναίκα του εις την Λάρσα, τ' άλλο το βράδυ ήταν εις το σπίτι του Ρουμελιώτη. Τον κατασκότωνε, τον κατασκλάβωνε και τον έκαιγε. Πέστε μου ένα σπίτι παλιόν εις την Ρούμελη οπού να μην είναι χτίριον μοναχά. Πέστε μου πολιτείαν να μην κάηκε και οι γες έρημες και μπαϊρια ως την σήμερον. Σας είπα τις θυσίες της Ρούμελης. Κι' αδικημένη είναι κι' αφανισμένη. Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγη η πατρίς ομπρός. (Από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, απόσπασμα στο wikisource)
Το 1922 στην ανταλλαγή μας έταξαν τη γη που μας πήραν οι κατακτητές και λίγα παραπάνω για τα ζαράλια που μας άφησαν οι πόλεμοι . Ήρθαν οι αούτ’ κι τσάκουσαν τον κάμπο κι απόμναμι μι τα μπα’ί’ρια . Δεν μπορούσαν να τους δώσουν μια πιθαμή παραπέρα ;
Με το κράτος ζορίζομαι όχι με αυτούς … (Από την Κοζανίτικη ιστοσελίδα www.giapraki.com - ζαράλια=μεγάλα βάσανα, οι αούτ'=οι Πόντιοι)
Αξίζει να θυμηθούμε τον κάμπο της Κωπαϊδας μερικές δεκαετίες πριν, όταν χέρσα κομμάτια - μπαϊρια - εναλλάσσονταν με στάρια και τριφύλλια και κηπευτικά και όλο αυτό το πολύχρωμο χαλί το διασπούσαν φράχτες, συνθέτοντας ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς και παράλληλα ένα τόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας άριστος τόπος τροφής για πολλά είδη, δεδομένης μάλιστα της περιορισμένης χρήσης των αγροχημικών και των φυτοφαρμάκων. (Από το www.kynigos.net.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πανοποντοδοσία αποκαλείται η πλέον προκλητική μορφή μπαγαποντοδοσίας. Εκ των «πανο» (< «πάνω», ανορθογραφιστί και «ποντοδότης»).
Ο πανοποντοδότης λειτουργεί ως extreme σπαστήρ: εγγράφεται με πλειάδα ψεύτικων ονομάτων και αστράφτει την λημματολάσπη του μέχρι να πετύχει την επιθυμητή για αυτόν βαθμολογία.
Στην τελική, ο πανοποντοδότης δεν σέβεται το σάιτ, τους συσλανγκιστές του, αλλά ούτε και τον εαυτόν του.
Υφίσταται λοιπόν σήμερα (9/2/09) το φαινόμενο της πανοποντοδοσίας στο slang.gr;
Επειδή είναι κουλό να πετάει κανείς ατεκμηρίωτες τζακουζιές (εκ του j'accuse) ας εξετάζουμε στατιστικά την μηδενική υπόθεση ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία.
Η μεθοδολογία μας έχει ως εξής:
Χρησιμοποιούμε δείγμα των 40 πλέον αστεράτων λημματοδοτών.
Ορίζουμε για τον κάθε λημματοδότη τον δείκτη π ως τον μέσο όρο (μ.ο.) του αριθμού των ψήφων που έλαβε στα πέντε λήμματα και ορισμούς του με την χαμηλότερη βαθμολογία. Ο μέσος όρος του π όλων των λημματοδοτών ορίζεται ως **Π**.
Έστω ότι δεν υφίσταται πανοποντοδοσία. Τότε το π του κάθε παίκτη δεν πρέπει να έχει στατιστικά σημαντική απόκλιση από το μέσο **Π**.
Διαπιστώνουμε ότι ο μ.ο. Π= 5,5 και όλες οι τιμές π κυμαίνονται σε ένα στενό εύρος περίπου 3 έως 7, με εξαίρεση το π του χρήστη Panos2 που είναι 13,3 (υπερδιπλάσιο του μέσου Π).
Η πλέον ενδεδειγμένη στατιστική ανάλυση για να διαπιστωθεί εάν το «ύποπτο» π του Panos2 αποτελεί έκτροπη τιμή (outlier) είναι το Grubbs’ Test.
Συμπεράσματα:
Τρέξαμε το Grubbs’ Test και διαπιστώσαμε με στατιστική βεβαιότητα 95% ότι η τιμή του panos2 αποτελεί έκτροπη και συνεπώς απονέμουμε στον εν λόγω χρήστη το Kavli Prize Πανοποντοδοσίας.
Βιβλιογραφία:
Grubbs, Frank (February 1969), Procedures for Detecting Outlying Observations in Samples, Technometrics, Vol. 11, No. 1, pp. 1-21.
Μπορείτε να κατεβάσετε ένα excel template για το Grubbs’ Test απεδώ.
Got a better definition? Add it!
Ο μύθος λέει ότι στο χωριό Τζώρι, κάπου στα βάθη της νότιας Πελοποννήσου, οι περισσότεροι χωριανοί, οι Τζωραίοι, ήντουσαν σταφιδοπαραγωγοί. Η σταφίδα, τώρα, ήταν άτιμο πράμα. Αν, όσο είχες σταφίδα απλωμένη, έκανε καλοσύνη και λιακάδα, όλα μέλι γάλα. Αν έβρεχε... τρέχα να τη μαζέψεις, και πάει η παραγωγή, και κλαυθμός και οδυρμός και τριγμός οδόντων.
Οι Τζωραίοι λοιπόν, τις χρονιές που τύχαινε να βρέξει, κακομοίριαζαν. Αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, παίρναν ένα περίλυπο ύφος, και βαριαναστενάζαν: «Ααααπό το κατακαημένο Τζώρι.» Γιατί δεν είχαν να φάνε οι άνθρωποι.
Τις χρονιές, όμως, που έκανε καλό καιρό, οι Τζωραίοι, κύριοι! Κι αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, κορδώνονταν και φωνάζανε ν' ακούσει όλος ο κόσμος: «Απ' το Τζώρ' Τζώρ' Τζώρι!» Γιατί είχανε βγάλει σταφίδα πολλή και κονομάγανε καλά και ήταν περήφανοι - αίφνης - για το χωριό τους.
Απ' αυτή την ιστορία - αλήθεια, ψέματα, γύρευε - επικράτησε ο χαρακτηρισμός «Τζωραίος» για κάποιον που χαίρεται και καμαρώνει για μια πρόσκαιρη, οικονομική συνήθως, καλή τύχη. Φερ' ειπείν, τη μέρα που του καταβάλλεται ο μισθός. Κατ' επέκταση, Τζώρας ή Τζωραίος λέγεται και όποιος πληρώνεται γενικώς (ασχέτως αν καμαρώνει) ή όποιος καμαρώνει γενικώς (ασχέτως αν πληρώνεται).
Όσο για την ομοιοκαταληξία του Τζωραίου με τον σσσωραίο, ο μόνος λόγος που δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί για ένα (ακόμα!) συνώνυμο του ωραίου - σωραίου - Ζαγοραίου, είναι ότι η πρώτη έκφραση είναι τοπική, αγροτική και άλλης δεκαετίας, ενώ η δεύτερη - καμία σχέση.
- Η μάνα σου είναι Τζωραία σήμερα. Πληρώθηκε και πήγε για ψώνια. Να την έβλεπες, μες στην τρελή χαρά ήτανε.
- Άντε να δούμε πόσο θα κρατήσει η χαρά αυτό το μήνα...
- Τον έκοψεςτον Παντελή; Γέννησε η γυναίκα του και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι. Τζώρας!
- Σου μπήκε ο μισθός;
- Μου μπήκε που να μη μου έμπαινε, με τα ψίχουλα που μας δίνουν, γαμώ το ξεσταύρι μου.
- Εμ Τζωραίος είσαι, εμ παραπονιέσαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.
Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.
Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.
Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.
Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι.
3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.
Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.
Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!
Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης
- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό;
- Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη!
(...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κλασικό όνομα Βλάχας στις κλασικές ταινίες, είτε είναι υπηρέτρια σε αστικό σπίτι, είτε πρωταγωνίστρια βουκωλικού πηδυλλίου.
Παγώνα μ', τήτοιου πράμας δην τού 'χαμη ματαξαναπάθει!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.
Εκ του «φύρα + μυαλό».
- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.
Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.
Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:
1. Διαχείριση σλανγκομανάδων
Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).
2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο
Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!
3. Επεξεργασία λημματολάσπης
Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»
4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών
Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.
5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων
Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.
Got a better definition? Add it!