Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.
Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.
Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.
Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.
Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.
Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.
Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.
Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.
Got a better definition? Add it!
Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:
Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...
Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι;
(Από μοτοφόρουμ).
- Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωστός παραθεριστικός προορισμός των Θεσσαλονικέων, η παραθαλάσσια αυτή κωμόπολη της Χαλκιδικής διαφοροποιείται από μια και μόνη συλλαβή από το περίφημο παπάκι που το λένε και γατάκι ή μύδι, το πολυθρύλητο εξάρτημα που έκανε τις γυναίκες διάσημες σε όλο τον πλανήτη.
- Καλά, τί σου ήρθε και την έκανες τόσο νωρίς χθες βράδυ; Μιλάμε, με το που έφυγες, γέμισε ο τόπος Μουδανιά χωρίς το δα.
- Εμ, οι λακίεσμα πληρώνονται.
βλ. και Αρχιμήδης χωρίς το Μη
Got a better definition? Add it!
Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.
Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.
Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.
- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...
Got a better definition? Add it!
Η ιδιωματική έκφραση σημαίνει «ασφυκτιώ» και προέρχεται από την Άρτα.
Έπαθα σπληξ!
Got a better definition? Add it!
Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.
Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει στην κυριολεξία «μου εφυγε η φλουδα», «ξεφλουδιστηκα».
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γρατζουνιές από ατυχήματα, πτώσεις κ.λπ.
Χώρος προέλευσης η Ηπειρωτικη Ελλαδα!
Έπεσα με το ποδήλατο και ξεσγαλίστηκα ολόκληρος!
Got a better definition? Add it!
O παθητικός ομοφυλόφιλος στο ιδίωμα των Μεγαρέων.
Ο όρος λουρί αναφέρεται στις ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Επομένως πισωλούρης είναι αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.
Το καημένο το παιδί... Πήγε στη Μύκονο ντούρος και γύρισε πισωλούρης.
Got a better definition? Add it!