Further tags

Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακά: Φλομώνω, βουλώνω / φράζω (αναφορά: εδώ), ταπώνω / πωματίζω (αναφορά: εδώ). Σε λεξικό το βρίσκουμε ως μετάφραση του αγγλικού «stuff».

Ένα σπίτι μπορεί να πουμώσει από καπνό, να ντουμανιάσει σε φάση. Μια μύτη μπορεί να έχει πουμώσει από τις μύξες, η φάση που είσαι εντελώς φρακαρισμένος, αλλά δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, όσο και να φυσάς / ρουφάς.

Στη Ναύπακτο όπως και στη Λακωνία φαίνεται να έχει και την έννοια σκεπάζω καλά, κρύβω κάτι, συγκαλύπτω για το οποίο όμως δεν εβρέθη σχετικό παράδειγμα, ο έχων ακούσει παρακαλώ να συνεισφέρει σχετικά.

Παραδείγματα από σλανγκογιαγιά:

-Ανοίχτε κανα παράθυρο, έχει πουμώσει ο τόπος εδώ μέσα από τα λιβάνια.

-Πω πω δεν είναι συνάχι αυτό, ρίχνω σπρέι, κάνω εισπνοές, ό,τι και να κάνω νιώθω τη μύτη μου εντελώς πουμωμένη είναι εντελώς δυσάρεστο (φφφφρ στο μαντήλι άκαρπη προσπάθεια).

Περαστικά. (από Galadriel, 21/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θηλυπρεπείς άρρενες, κοινώς ομοφυλόφιλους. Ο όρος προέρχεται από τη βόρειο Ελλάδα και πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοροϊδευτικά για άντρες που, για ποικίλους λόγους, δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν. Ακόμα σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον χέστη, τον φοβιτσιάρη.

- Ο Κώστας απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα σοκολατοθεραπείας.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν; Δεν περίμενα να μας βγει τέτοιος τζίρτζιφλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαρός είναι ο γνωστός παλαβός ή αλλιώς τρελός και όλα τα υπόλοιπα συνώνυμα στην κρητική διάλεκτο.

Καλά από την πρώτη μέρα της ζήτησες να τα φτιάξετε; Είσαι τελείος παλαρός;

Βλ. και κρητικοί τοπικοί ιδιωματισμοί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα με θετική χροιά, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από κάγκουρες της Κρήτης, θέλοντας να πουν ότι κάποιος που σβολώνει αφήνει τον απέναντί του αποσβολωμένο, άφωνο.

(Ο Μύρωνας προβάρει το νέο καγκούρικο κουστούμι του στο καθρέφτη. Ο Μανώλης αναφωνεί:)
- Δικέ μου, μ' αυτό το κουστούμι σβολώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιταλικό δάνειο που έως σήμερα χρησιμοποιείται με τη σημασία της μαγειρικής συνταγής, σε περιοχές μεγάλης επίδρασης του Ιταλικού στοιχείου, όπως στην Κεφαλλονιά.

Παλαιότερα, έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, παραδόξως είχε ακόμα ευρύτερη χρήση σε περισσότερους κλάδους καθημερινών κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Έτσι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί του εγχειριδίου του μηχανικού και του τεχνικού, του βιβλίου οδηγιών χρήσης κάποιας συσκευής ή διάταξης, του τεφτεριού του μπακάλη, ακόμα και του συνταγολογίου του γιατρού ή και των πινάκων λογαρίθμων των μαθητών!

Γενικότερα, κάποτε λέγαμε ρετσέτα το μικρό σημειωματάριο ή φυλλάδιο που περιείχε καταλόγους στοιχείων, οδηγίες, βασικές αρχές και «εργαλεία» κ.α. σημαντικές σημειώσεις για τον κάτοχο. Η πλησιέστερη στην της μητρικής γλώσσας σημασία είναι το μικρό βιβλίο οδηγιών ή εγχειρίδιο.

  1. Η ρετσέτα της σιόρας Κατερίνας είναι καλά φυλαγμένο πατροπαράδοτο μυστικό και κανείς στο Αργοστόλι δεν μπόρεσε να το σπάσει.

  2. (μεταξύ έμπειρου και νεότερου μάστορα ή μηχανολόγου σε πλοίο) - Μην κάθεσαι τώρα που λείπει ο αρχιμηχανικός... Αυτός μπορεί να κουλαντρίζει τα φινιστρίνια! Άνοιξε τη ρετσέτα που έχεις στην κωλότσεπη και βουτήξου στην 5-1 να δεις τι φταίει. Και γρήγορα! Αύριο ξεμπαρκάρουμε και πρέπει να είναι όλα έτοιμα! Εγώ θα κοιτάξω το δεξιό αξονικό...

  3. Το κλασικό έργο του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου, «Εγχειρήδιον», όπως ορίζει ο τίτλος του, αποτελεί μία ρετσέτα βιονομίας, ένα βιβλίο-εργαλείο για καλή ποιότητα ζωής και ψυχικής αγωγής. Ένα handbook ευζωίας - πώς το λέτε, βρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουβεντούλα, κους κους, κουτσομπολιό. Η λέξη είναι πιθανότατα τούρκικης προέλευσης και χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στη Λάρισα!

μασλατεύω = κουτσομπολεύω, χαζολογώ.

  1. - Σ'κωθήτε κουρίτσια απ'τς καρέκλες, μου πιάσατε τα μασλάτια! Το πρωί είν' για τς δουλειές, άντε να γίν'τε νοικοκυρές!

  2. (από εδώ)
    «Ο/Η Marianna-A, την April 6, είπε:
    Ελενάκι μου, ελπίζω ότι πέρασες θαύμα, σ'ευχαριστώ, φιλούκια, Μ.
    Αλέκο Αληθώς ο Κύριος, έρχομαι για μασλάτι και καφέ..χιχι»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα που δηλώνει την έκπληξη του αναφωνούντος Λαρισαίου! Έχει την έννοια του: «τί μου λες τώρα;!;», «τί παίχτηκε;;»

- Είναι η πρώτη φορά που παραγγέλνετε Goody's;
- Ναι.
- Θα μας δώσετε αρχικά τη διεύθυνση και το δήμο σας.
- Γιατί πού κάλεσα τώρα; Δεν είσαι Λάρισα εσύ; (πονηρός ο βλάχος)
- Όχι, είναι τηλεφωνικό κέντρο στην Αθήνα για όλη την Ελλάδα.
- Ι χααα!

(από theophano, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουτζούκος είναι ο καημένος κάτοικος Δυτικών Προαστίων που τον κράζουν μονίμως για τις μουσικές του επιλογές -δεν φταίμε εμείς που είναι παλιομεϊνστριμάς του κερατά. Τον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνάει και καμιά κιθάρα για να ρίξει κάνα γκομενάκι μπας και γαμήσει κι αυτός ποτέ.

Θα τον καταλάβετε από το κουταβίσιο βλέμμα, τα καρώ πουκάμισα και τα στενά, πολύχρωμα παντελόνια που τονίζουν το θεσπέσιο κωλί του. Αναπόσπαστο κομμάτι είναι φυσικά οι γραβάτες και τα τζάρβικα γυαλιά που του δίνουν -υποτίθεται- ένα κατιτίς παραπάνω εμφανισιακά. Μακρύ μαλλί απαραιτήτως.

Ιστορικά ίνφο: Τύποι σαν τον μουτζούκο έχουνε ένδοξο παρελθόν στις φρατζοφορίες. Πρόγονοί τους είναι τα Αρκουδάκια της Αγάπης.

- ... και τι μουσική ακούς ρε φίλε;
- Εεεε βασικά, Caspian.
- ΟΥ ρε παλιομουτζούκε!

Επαιξε στη σειρά, εραστής δυτικών προαστείων ενσαρκώνοντας τον ομώνυμο ρόλο. Mουτζούκος;  (από GATZMAN, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified