Further tags

Τσιμπάω, τρυπάω. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πιο οξεία αίσθηση του τσιμπήματος, από βελόνι ή μάλλινο ρούχο.

Μεταφορικά: παρακινώ.

  1. - Δεν σε τζουνάει αυτή η μπλούζα; μάλλινο με τέτοιον ζεστό καιρό...
    - Α, εγώ είμαι ευχαριστημένη μόνο με τους 40οC!

  2. - Ρε μαμά, τζούνα τον Αντώνη να βρει καμία δουλειά, και μας έχει ζαλίσει τα αρχίδια όλη μέρα μες στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ λεπτό, αέρινο ρούχο, που προσιδιάζει σε καλοκαιρινή ενδυμασία.

Λαρισαϊκή έκφραση που παραπέμπει ίσως ακουστικά στο τσίτσιδος.

- Πού πας παιδούλι μ' Γενάρη μήνα με το τσιτσιπλί; Θα μου αρρωστήσεις...
- Άσε με ρε μάνα με τις υστερίες σου πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Έβρος. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά από φαντάρους οι οποίοι δεν έχουν και τόσο καλή εμπειρία από την παραμονή τους στο συγκεκριμένο μέρος. Γκάντζος είναι ο γάιδαρος στην τοπική διάλεκτο και φυσικά δεν ήταν δύσκολο να χαρακτηριστεί ολόκληρη η περιοχή από το συμπαθητικό κατά τα άλλα ζώο.

- Μαλάκα, τον ήπιαμε. Φεύγουμε μετάθεση για Γκατζολία...
- Όχι ρε πούστη, εκεί που τα κουνούπια είναι σαν στούκας; Να το χέσω ρε μαλάκα το κωλοβύσμα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση, η οποία υποδηλώνει για το άτομο που τη λέει ότι έφαγε χυλόπιτα.

Την έστειλα μύνημα να βγούμε και δε με απάντησε! Άσε μεγάλη τόνγκα έφαγα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.

Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως από αρβανίτες και ειδικότερα από τους αρβανίτες της Κούλουρης ως υποκοριστικό, συνήθως με το μω -που προέρχεται από το μωρέ- να προηγείται.

- Που σε μω μανάρι;
- Να, εδώ μωρέ.

(από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζούμπα, οι μεγάλοι βύζοι, τα βυζόμπαλα, τα μπαλκόνια, ο εξώστης, το θεωρείο, οι τορπίλες.

- Τά 'μαθες; Ο Σάββας έγινε Ουρογάμης!
- Γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα;
- Αφού γάμησε την Πόπη την άβυζο.
- Καλά, φιλαράκο είσαι νυχτωμένος. Η Πόπη την είδε πλαστική και έφτιαξε τον μεγαλύτερο μπαχταλέ της πιάτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο άνθρωπος του Θεού, ένας μουσουλμάνος ασκητής ο οποίος έχει πάρει όρκο φτώχειας. Για να πετύχει την θρησκευτική έκσταση, ο δερβίσης περιστρέφεται χορεύοντας (βλ. φωτο 1).

Για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους, ο όρος δερβίσης στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται μεταξύ ανδρών (στην κλητική πάντα) εναλλακτικά προς άλλες δημοφιλείς προσφωνήσεις όπως καρντάση, πρόεδρε, αρχηγέ, δικέ μου, ψηλέα, αδελφέ, φιλάρα κλπ.

Απ' όλες τις εναλλακτικές προσφωνήσεις το δερβίση κάνει λίγο πιο μάγκικο (βλ. φωτο 2), ξεφεύγοντας πολύ από την ορίτζιναλ εκδοχή της λέξης (βλ. φωτο 1 και 2 εναλλάξ μέχρι να γίνει ξεκάθαρο).

- Έλα πασά μου, τι χαμπάρια; Δεν σε είδα στην Τούμπα την Κυριακή.
- Έλα ρε δερβίση... ήμουν Χαλκιδική με το μωρό και μου τα ζάλισε να φύγουμε λέει βράδυ για να μην έχει κίνηση, και πάει το ματσάκι. Πάμε για καμιά φραπεδιά να τα πούμε ρε δικέ μου;

(από acg, 01/05/08)(από acg, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πομάκος είναι ο μουσουλμάνος της Θράκης. Όμως πλέον χρησιμοποιείται εκεί πέρα με την έννοια του βλάκα, του ηλίθιου.

- Πω δεν πήρα λεφτά για το σινεμά...
- Α ρε πομάκο... (=α ρε βλάκα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified