Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.
Πατρινής προέλευσης.
Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.
Πατρινής προέλευσης.
Got a better definition? Add it!
Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.
Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.
Got a better definition? Add it!
Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.
-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.
Got a better definition? Add it!
Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Got a better definition? Add it!
Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.
- Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.
- Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...
Got a better definition? Add it!
...Εκ του «μανάρω» (=αυνανίζομαι), ο Μαλάκας!!! ...Χρήζει επεξήγησης;;
- Πάψε, ρε μαναριτά!!
- Και ακούς αυτόν τον μαναριτά;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.
Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...
Got a better definition? Add it!
Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.
- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!
Got a better definition? Add it!
Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.
Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.
To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες
Got a better definition? Add it!