Further tags

Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.

Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.

-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.

  1. - Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.

  2. - Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...Εκ του «μανάρω» (=αυνανίζομαι), ο Μαλάκας!!! ...Χρήζει επεξήγησης;;

  1. - Πάψε, ρε μαναριτά!!

  2. - Και ακούς αυτόν τον μαναριτά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, μικροκαμωμενος άνθρωπος.

Κοίτα ρε τον κομίνη, μωρό που κυκλοφορεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.

- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί στα κρητικά. Κυρίως αναφέρεται για τα αγόρια. Το θηλυκό είναι η κοπελιά.

Έχω δύο κοπέλια και μια κόρη.

To θηλυκό στην Κρήτη απαντάται και κοράσι κυρίως για μικρές ηλικίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «τι» στα κρητικά.

- Ίντα κάνεις ορέ κοπέλι;
- Μια χαρά μπάρμπα, εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified