Further tags

Συνώνυμο του «τίποτα», κατ' εξοχήν απάντηση στις κάτωθι ερωτήσεις:

  • Τι κάνεις;
  • Τι λέει;
  • Πώς πάει;
  • Τι νέα;
  • Έκανες τίποτα για το τάδε ζήτημα;

Απαντάται μόνο στα Χανιά και έχει αντικαταστήσει πλήρως κάθε άλλη ενδεχόμενη απάντηση στα ανωτέρω. Προφέρεται αδιάφορα και με διάθεση αφόρητης βαρεμάρας.

- Τι κάνεις;
- Πράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαλεμένος, ο αλαφροΐσκιωτος, ο χαζεμένος, ο τρελός.

Λατρεμένη σούρδικη λέξη, που προφέρεται με τόνο σαρκασμού και άκρατης ειρωνικής διάθεσης.

- Σιγά μην άφηνα τη Σούλα μόνη της στο σπίτι! Αυτή είναι σαλή, μέχρι να επέστρεφα θα ήταν ικανή να το κάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κολύμπα, η (πληθ: οι κολύμπες).

Ουσιαστικό, θηλυκού γένους, χανιώτικης καταγωγής. Σημαίνει «λακκούβα με νερό». Οι κολύμπες απαντώνται συχνότατα σε όλο το μήκος του εθνικού οδικού δικτύου ως αποτέλεσμα βροχόπτωσης και κύριος σκοπός τους είναι να εκνευρίζουν τους οδηγούς των οχημάτων και παράλληλα να καταβρέχονται οι περαστικοί.

Επειδή ακριβώς απουσιάζει ως όρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι χανιώτες έχουν πέσει πολλάκις θύματα χλευασμού για αυτή την τόσο ευφυή λέξη.

Εκεί που πήγαινα να περάσω το δρόμο, παραπάτησα κι έσκασα βαρδύς- πλατύς μέσα σε μια κολύμπα κι έγινα λούτσα...

(από mafie, 27/08/11)Κολυμπάρι Χανίων (από GATZMAN, 28/08/11)

Βλ. και τάφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει κάποιον που συνηθίζει να κάνει κάτι συγκεκριμένο τις Παρασκευές (πχ. παρ. 1).

Ειδικότερα όμως στην Αίγινα, σημαίνει τον παραθεριστή του Παρασκευοσαββατοκύριακου, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι (παρ. 2.α. και 2.β.).

Παραθέτω την ερμηνεία του όρου όπως την βρήκα εδώ:

«Εκπληκτική λέξη – μα την αλήθεια. Λέξη ιδιαίτερη που ορίζει μια ομάδα ανθρώπων. Λέξη-ευφυολόγημα της Αιγινήτικης κουλτούρας που ενσωματώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο Αιγινήτικο λεξιλόγιο και δηλώνει ανθρώπους μη γηγενείς που ήρθαν στην Αίγινα, τους άρεσε το νησί και είτε αγόρασαν κάποιο σπίτι είτε νοίκιασαν και το επισκέπτονται συχνότατα. Όνειρο τους, η ολική μετοίκηση στο νησί».

  1. Oι… «Παρασκευάδες» της Κοζάνης και το τραπέζι στον μητροπολίτη Παύλο
    Θα τους συναντήσετε τα βράδια της Παρασκευής, πιθανότατα στον «Ζήνων», στις παρυφές της Κοζάνης. Είναι οι γνωστοί… «Παρασκευάδες», λόγω της ημέρας που έχουν επιλέξει να βγαίνουν για φαγητό, οι οποίοι εδώ και χρόνια…αυξάνονται και πληθύνονται!
    Πάντα με γνώμονα την καλή παρέα, το…καλό φαγητό και τα ακόμη καλύτερα αστεία και σχόλια, οι «Παρασκευάδες» έχουν και…επίτιμα μέλη, αλλά και προσκεκλημένους!
    από εδώ

2.α. Μία και μόνη διαφορά έχουμε με τους Παρασκευάδες. Σε ένα πράγμα, μόνο είναι άτυχοι. Την Κυριακή το βράδυ πρέπει να επιστρέψουν στο λεκανοπέδιο.

2.β. αν δεν είμαστε εμείς οι νεόφερτοι να αγοράσουμε κανα σπίτι, να ρίξουμε τα λεφτουδάκια μας στις ταβέρνες και στα μαγαζιά, να ζήσετε κι εσείς μια καλύτερη ζωή, θα είσαστε ακόμη κανάτια. Καημένοι γίνατε άνθρωποι από τις δικές μας ενέσεις και ότι καλό έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια Παρασκευάδες το έκαναν, βλαχομουτρα. Δεύτερο πανετλόνι δεν είχατε και κάνατε περιουσίες από τους Παρασκευάδες. Αλλά τέτοιοι είσαστε που μέχρι και ο πολυούχος Άγιος σας σας καταράστηκε. από εδώ.

(σ.ς.: όπως φαίνεται τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά στην Αίγινα)

(από Vrastaman, 25/08/11)Ανιτεύουμε once again  (από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκουπίζω τη σάλτσα από το πιάτο με ψωμί. Αστικό ιδιωματικό της Κρήτης, προφανώς κατάλοιπο ενετικό εκ του pane (ψωμί).

Πανιαρίσματα, αντίστοιχα, αποκαλούνται οι μπουκιές ψωμιού βουτηγμένες στη σάλτσα.

- Ήταν λίγο το φαΐ; Πάνιαρε το πιάτο σου να χορτάσεις!

- Αυτό είναι αδικία! Εσύ να τρως το μεζέ κι εγώ τα πανιαρίσματα...

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή λέξη η οποία έλκει την καταγωγή της από τα μπουρμπούλια, ετήσιο χορό της περιόδου του καρναβαλιού στον οποίο οι άντρες παρουσιάζονται κανονικά σε αστική εμφάνιση ενώ οι γυναίκες κρύβουν την ταυτότητα τους με τη βοήθεια ενός ντόμινο.

Η μεταφορική σημασία της λέξης αναφέρεται σε γυναίκες τις οποίες δε θα τις πλησίαζες εάν δε καλυπτόντουσαν από τη μυστηριακή μαύρη στολή.

- Έλα ρε παιδάκι μου τι 'σαι συ, για γύρνα να σε δούμε λίγο...
- Ωχ τι ναι αυτό το μπούρμπουλο ρε μινάρα;
- Απαπαπά μακρυά! Έλα...τρεεέχουμε με το ντόμινο!

(από Khan, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καβγάς.

Δε μιλάμε για οποιοδήποτε καβγά μικρής κλίμακας πχ σε προαύλιο σχολειού, μεταξύ γυναικών ή απλό βρισίδι, μιλάμε για μεγάλο, τρικούβερτο, απ' αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες: ξύλο όλοι με όλους.

Επίσης περιγράφει μια μεγάλη ταραχή, πχ ένα πολύ θορυβώδες πάρτι.

- Μια κουβέντα μονό χρειάστηκε για να πλακωθούν οι δυο παρέες. Μέσα σε λίγα λεπτά όλο το μαγαζί έπαιρνε μέρος στον καβγά. Αναποδογύρισαν ποτήρια, έσπασαν ποτήρια, έγινε εκεί μέσα το μαλλιοβράσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified