Further tags

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λές όταν κάτι δεν έχει λογική. Δεν έχει σκελετό. Δεν ξέρεις από που αρχίζει (και αν αρχίζει) και που τελειώνει.

Ή όταν κάτι δεν έχει καθόλου βάση. Όταν κάτι δεν «στέκει». Όταν είναι ανυπόστατο.

- Ο Γιάννης λέει πως κατέστρεψε το βίντεο με τα.... ξέρεις...
- Αυτό που λέει δεν έχει ούτε μύτη ούτε κώλο. Γιατί το βιντεάκι δεν έπεσε ποτέ στα χέρια του. Εγώ το έχω! :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τοπικό ιδίωμα για τον όρχι, το αρχίδι.

Έρευνα στον γούγλη συνδέει την λέξη με περιοχές, όπως την Καρδίτσα και την γύρω επαρχία, την Άρτα και γύρω επαρχία, καθώς και την Κοζάνη. Στο πρώτο από τα παραπάνω λίνκια φαίνεται ότι η αρχική σημασία είναι σβόλος. Αλλού ως αρχική σημασία δίνεται το σπόρι, λ.χ. «Τα εκζέματα θεραπεύονταν με τα κουρδουμπούλια (σπόρια), που βγάζουν πάνω πάνω τα μπουρδένια. Τα σπόρια από αυτά τα έφτιαχναν σκόνη και αλοιφή με λίπα η λάδι» (εδώ), πρβλ. και εδώ. Τέλος, υπάρχει τοποθεσία Κουρδουμπούλι στη Φιγάλεια της Ηλείας με σπουδαίο αρχαίο ναό. Πιθανόν η λέξη να συνδέεται εδώ με την σημασία χαμηλός λόφος.

Ενιγουέι, η λέξη έχει εμπνεύσει πολύ την Φρικηπαίδεια και εμφανίζεται σε αρκετά άρθρα της.

  1. Τσίμπα και ένα κουρδουμπούλι τώρα! (Εδώ).

  2. Αυτά τα χαμπάρια ταχιά πάλι , αίντι καλή ειβδομάδα κι να χαίρεστι τα κουρδουμπούλια σας. (Μπλογκς Κοζάνης).

  3. Υπάρχει μια μοναδική περίπτωση χρήστη κουρδουμπουλίων και σπαραγγοφλίγκαρου, που δεν ανήκει ούτε στα Βριλ, ούτε στους πρώην γκόμενους του Λέγκολας. Είναι ο Τσακ Νόρις, ο οποίος μάλιστα είναι το μοναδικό εν ζωή ον που έχει 3 κουρδουμπούλια. Κάποτε είχε 4, αλλά από το πολύ βάρος και επειδή δεν μπορούσε να περπατήσει, αφαίρεσε το 1α. Αυτο το 1α κουρδουμπούλι έγινε ο Εφιάλτης που αργότερα πρόδωσε τους Σπαρτιάτες. (Φρικηπαίδεια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό ή μειωτικό του «καλαμαρά» εις την Τζυμπριακήν.

Να σημειωθεί ότι η κατάληξη -ούι αποτελεί εμβληματικό γαμοσλανγκοτέτοιο στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο.

- Τι περιμένουμε δηλαδή από τον απλό κοσμάκη να σκεφτεί; Πώς θα εκφραστεί ο αγανακτισμένος μεσήλικας φορτηγατζής που χάνει τη δουλειά του, επειδή ένα νεαρό «καλαμαρούι», αναζητώντας απεγνωσμένα μεροκάματο για να σταθεί στα πόδια του, να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να μετακινηθεί, τελικά ανεβαίνει στο τιμόνι του φορτηγού με τα μισά λεφτά από τον ντόπιο και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις, με την κουβέντα: «Ας αρχίσουμε και βλέπουμε»… (συγκλονιστικό άρθρο της Κυπριακής «Καθημερινής» για Ελλαδίτες οικονομικούς μετανάστες, δαμαί)

- Αν μας κατσει καλαμαρουι ακομα καλλιττερα 4. Εν μας ενοχλει τζιαι τοσο αν ειμαστε ουλλοι τουλαχιστον ολιγον γκευ. Τελος παντων..
(από Κυπριακό poushtoμπλόγκ, τζειαμαί)

- Ακομα θυμαμαι τισ μαθητριεσ να σκαρφαλωνουν στον τοιχο του στρατοπαιδου τησ ΕΛΔΥΚ για να δουνε κανα καλαμαρουι :D (τζειαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποντιακή λέξη. Ο τυφλός. Συνήθως χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος δεν βλέπει τι γίνεται μπροστά τα μάτια του. Λέγεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα.

Η Μαρία τον δουλεύει και αυτός έχει κιορλεμίαση... Πρέπει να τον φέρουμε στα συγκαλά του, φίλος μας είναι, τον πονάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αντέχεται, ο ανυπόφορος.

Ήρθε πάλι εκείνος ο ανεβάσταγος ο γείτονάς σου στο μαγαζί και επέμενε να του χαλάσω πενηντάρικο σαββατιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοίθωρος, στο κρητικό ιδίωμα. Από την σκλόπα, κουκουβάγια κρητιστί.

Προσώπικλυ θα έλεγα ότι είναι ο εξώφθαλμος, αλλά κρητικοί είναι αυτοί, έτσι θέλουν.

Ο χαρακτηρισμός πιθανόν να έχει τις ρίζες του στα της θεάς Αθηνάς (Γλαυκώπις), όχι βέβαια ότι η θεά ήταν αλλοίθωρη, προς θεού!, αλλά γλαυξ = κουκουβάγια, ως γνωστόν.

- Και ποιαν πήρε;
- Εκείνη τη σκλοπομάτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Κρητική λέξη.

Η γλωσσού, η αδιάντροπη.

Ναι, είναι ντιρμπάζα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεμοθύελλα. Κρητική Διάλεκτος.

Ιντα γίνε, ... μα ίντα ανεμοτσάπουρο έπιασε ίδια δα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified