Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.
Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».
Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!
Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.
Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».
Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!
Σχετικό: ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τουρκιστί, το ελατήριο, αλλά και ο παλαιός σιδερένιος μηχανισμός ανοίγματος/κλεισίματος ξύλινης πόρτας σε αγροτόσπιτα, στον οποίο πατάς ένα πλήκτρο και αυτό ανασηκώνει ένα μικρό μάνταλο.
Μικρασιάτικος ιδιωματισμός, που ακουγόταν ενίοτε και στη 'δώθε Ελλάδα.
-Θείο, πατάω πατάω αλλά το ζεμπερέκι δε δουλεύει.
-Γαμώ τα ζεμπερέκια σου, τσόγλανε. Σ' το 'πα ότι θα το ξεκωλώσεις, όλη μέρα μπες-βγες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ομαδικό παίγνιο το οποίο παίζεται κυρίως από έφηβα αγόρια της επαρχίας.
Συνήθως ύστερα από κλήρωση (αριθμάκια) αποφασίζεται ποιος θα είναι ο πρώτος που θα ξαπλώσει μπρούμυτα σε επίπεδη επιφάνεια (κρεβάτι, γρασίδι). Ο εν λόγω άτυχος παίκτης υποχρεούται να υπομείνει το βάρος και τους σχολιασμούς των συμπαικτών του, οι οποίοι ένας μετά τον άλλον θα πέσουν με φόρα από πάνω του. Για παράδειγμα εάν συμμετέχουν δέκα άτομα, το νούμερο ένα θα ξαπλώσει κάτω κάτω, ακριβώς από πάνω του, το νούμερο δύο θα ακολουθήσει το νούμερο τρία και ούτω καθεξής μέχρι που τελευταίο θα τους πλακώνει όλους χωρίς να το πλακώνει κανείς το νούμερο δέκα.
Χαρακτηριστικό του παιχνιδιού είναι ότι συνήθως δεν προαποφασίζεται ούτε ποιοι θα συμμετέχουν ούτε ποιος θα είναι από κάτω! Εάν είσαι 12-19 χρονών και ζεις στην επαρχία... δεν μπορείς ποτέ να είσαι τελείως αμέριμνος, είτε ρεμβάζεις ανάσκελα είτε μπρούμυτα. Τα μεγαλύτερα αδέρφια σου και οι φίλοι τους μπορεί από στιγμή σε στιγμή να σε αιφνιδιάσουν φωνάζοντας «μπόλα» και ορμώντας κατά πάνω σου, προτού προλάβεις να αντιδράσεις! Η μαγεία του παιχνιδιού έγκειται στο ότι όλοι κάποια στιγμή θα έχουν «κάνει» αλλά και θα έχουν «φάει» έστω από μια μπόλα.
Μεταφορικά η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει τσακωμό και γενικότερα ένταση σε σχέσεις και καταστάσεις.
Γρήγορα! Τώρα που διαβάζει και δεν βλέπει πάμε να τον κάνουμε μια μπόλα!
Αν πάω και τον βρω να μιλήσουμε... θα γίνουμε σίγουρα μπόλα, σου το λέω! (μεταφορικά)
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματικός όρος του παλαιού αθηναϊκού ιδιώματος, σήμερα εν χρήσει μόνο για αστεϊσμό. Σημαίναι «με όλα του τα υπάρχοντα, συν γυναιξί και τέκνοις», εικάζω δε ότι προέρχεται από το «συν-» και «κρόταλον» (> *κούρταλο), άρα με όλα του τα υπάρχοντα να κροταλίζουν καθώς προχωρεί. Αποτελεί πιθανώς την πηγή του ηλίθιου σεφερλιακού επιφωνήματος «σακούρτελε».
Εγώ τον κάλεσα να έρθει μόνος του, κι αυτός μου ήρθε συγκούρταλος, και κάτσανε και πέντε ώρες! Έφριξα, σου λέω, έφριξα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη ανυπομονησία, το ξαφνικό άγχος να φύγει κανείς από κάπου.
Από το «κώλος», το «κάψα» (< καίω) και το -ίς/-ίδος. Χρησιμοποιείται κυρίως με την μορφή «με πιάνει κωλοκαψίδα» ή «έχω κωλοκαψίδα». Πρόκειται ίσως για τοπικό ιδιωματισμό, το έχω ακούσει στα Επτάνησα, αλλά και στην Πελοπόννησο.
- Πάμε, Γιώργο μου, έχει πάει 1 η ώρα!
- Αμάν πια! Θα φύγουμε, κάτσε λίγο ακόμα. Κωλοκαψίδα σ' έπιασε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι μια λέξη που σημαίνει το άτομο που κάνει γύφτικη ζωή, αλλά και τον γυφτιάρη τσιγκούνη τού κερατά. Πολύ περιφρονητική λέξη, ιταλικής προέλευσης, από τα χρόνια τής Φραγκοκρατίας, όπου τότε σήμαινε τον σκλάβο, τον δυστυχή.
Λέξη χαμένη μέσα στον χρόνο. Το caci στα σημερινά Ιταλικά δεν υπάρχει ως πρόθεμα τυπικό κι ούτε το cacivel μπόρεσα να βρω.
Στα Ελληνικά λέμε και το «κατσιάζω», που σημαίνει το να μην πολυχαϊδεύεις ένα γατί επειδή θα «κατσιάσει», θα πέσουν οι τρίχες του, θα μαδάει δηλαδή. Gatto είναι η λέξη στα Ιταλικά για την / τον γάτα / γάτο, αλλά σε πολλές περιοχές τής Αχαγιάς (Αχαϊας) κατσούλι λένε γενικά το γατί. Η προφορά μιας λέξης αλλάζει κατά πολύ από μέρος σε μέρος και είναι δύσκολο να βρεις το από που ξεκίνησε μια έκφραση, ιδιαίτερα όταν τα γλωσσικά δάνεια από τη μια γλώσσα στην άλλη μπερδεύονται με τα χρόνια.
Παράδειγμα από τον μεγάλο μας ποιητή Νίκο Καββαδία :
«...Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια...»
(μπόλια = φακιόλι, τσεμπέρι, μαντήλα, γεμενί, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κάποιον που τον έχουν τυλίξει σε κάτι για να μη φαίνεται η φάτσα του)
και λίγο πιο κάτω λέει ο καλός μας μια πιο συνηθισμένη λέξη :
«... Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό...»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιφώνημα της Κρητικής διαλέκτου. Μπορεί να δηλώνει αγανάκτηση και κούραση (αντίστοιχα με το «ουφ!», αλλά όχι με την έννοια της ανακούφισης) ή ευχάριστη έκπληξη, σαν να λέμε «όρε μάνα μου!»
Όφου πολύ δουλειά στο αμπέλι σήμερα... Απ' το πρωί είμαι στο πόδι κι ακόμα δεν έχω τελειώσει...
(Από διαφήμιση της Q - δείτε παρακάτω) Όφου τι θα γίνει με τέτοιο μπόνους! Επανάσταση!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Πάτρα) Έκφραση ικανοποίησης με την παρούσα καταβολή αχρεώστητης προσπάθειας δίκην χάρης προς τρίτο -και οριοθετεί ότι, οποιαδήποτε υπέρβαση, αποτελεί υπερβολή.
Σχετικές φράσεις: «Και πολύ σου και καλό σου / μεγάλη η χάρη σου / και πολύ σου πάει» (βλ. ατάκα … σοκολατάκια και πολύ τους πάει… από «Πάρτυ του ’50» σε δίσκο «Μικροαστικά» Λ. Κηλαηδόνη).
Ιταλιστί: E via!
Got a better definition? Add it!
Μικρασιάτικος ιδιωματισμός στη φράση: «ξηγιέμαι φιλάμ φιστίκ», που ισοδυναμεί με το «ξηγιέμαι αλμυρό φιστίκι».
Ο όρος προέρχεται από το τουρκικό filan (= τάδε, δείνα), που παρεφθάρη σε «φιλάμ» λόγω του αρχικού χειλικού συμφώνου της επόμενης λέξης («φιστίκι»), και του επίσης τουρκικού fιstιk (= φιστίκι) < ελλ. πιστάκιον < αγν. ετύμου.
Σήμερα μάλλον σπάνια έκφραση, που χρησιμοποιείται μόνο από γηραιότερους προσφυγικής καταγωγής.
Πώς την έχεις δει; Νομίζεις ότι μπορείς να ξηγιέσαι φιλάμ φιστίκ σε τα μας;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.
Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.
Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...
σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον
Got a better definition? Add it!