Είναι μια λέξη που σημαίνει το άτομο που κάνει γύφτικη ζωή, αλλά και τον γυφτιάρη τσιγκούνη τού κερατά. Πολύ περιφρονητική λέξη, ιταλικής προέλευσης, από τα χρόνια τής Φραγκοκρατίας, όπου τότε σήμαινε τον σκλάβο, τον δυστυχή.
Λέξη χαμένη μέσα στον χρόνο. Το caci στα σημερινά Ιταλικά δεν υπάρχει ως πρόθεμα τυπικό κι ούτε το cacivel μπόρεσα να βρω.
Στα Ελληνικά λέμε και το «κατσιάζω», που σημαίνει το να μην πολυχαϊδεύεις ένα γατί επειδή θα «κατσιάσει», θα πέσουν οι τρίχες του, θα μαδάει δηλαδή. Gatto είναι η λέξη στα Ιταλικά για την / τον γάτα / γάτο, αλλά σε πολλές περιοχές τής Αχαγιάς (Αχαϊας) κατσούλι λένε γενικά το γατί. Η προφορά μιας λέξης αλλάζει κατά πολύ από μέρος σε μέρος και είναι δύσκολο να βρεις το από που ξεκίνησε μια έκφραση, ιδιαίτερα όταν τα γλωσσικά δάνεια από τη μια γλώσσα στην άλλη μπερδεύονται με τα χρόνια.
Παράδειγμα από τον μεγάλο μας ποιητή Νίκο Καββαδία :
«...Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια...»
(μπόλια = φακιόλι, τσεμπέρι, μαντήλα, γεμενί, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κάποιον που τον έχουν τυλίξει σε κάτι για να μη φαίνεται η φάτσα του)
και λίγο πιο κάτω λέει ο καλός μας μια πιο συνηθισμένη λέξη :
«... Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό...»