Το μέρος που μπορούμε να κάνουμε εύκολη αναστροφή με το αυτοκίνητο μας. Την άκουσα τη λέξη στην Σητεία στην Κρήτη.
Πάμε να βρούμε μιαν αυγαλεσά να στρίψουμε.
Το μέρος που μπορούμε να κάνουμε εύκολη αναστροφή με το αυτοκίνητο μας. Την άκουσα τη λέξη στην Σητεία στην Κρήτη.
Πάμε να βρούμε μιαν αυγαλεσά να στρίψουμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ανυπάκουος, ο δύστροπος, ο χατζηπεισμάνης, μεταφορικά και το κουφάλογο.
Συνήθης στην Κρήτη χαρακτηρισμός για σκυλιά (αλλά και μειράκια) ανεπίδεκτα μαθήσεως και πειθαρχίας.
- Φέρμα το, Άργο, φέρμααα...
(Ο σκύλος αντί να ιχνηλατήσει, κωλοκάθεται, και γλύφει μετα μανίας τα αρχίδια του)
- Ααααα... βλέπω τον εκπαίδευσες γερά, χαρ,χαρ,χαρ. Γράψας ο σκυλάκος!!
-ΦΕΡΜΑ, ΠΑΡΤΟ, γαμώ το ξεσταύρι σου γαμώ, ξυλαύτη σκύλε.
Got a better definition? Add it!
Η αμοιβαία χειροκίνητη ευχαρίστηση μεταξύ αντρών με τα χέρια τους σε στάση χιαστί. Πιο απλά: τα παλικάρια βρίσκονται δίπλα καθιστοί και τα χέρια τους διασταυρώνονται κατά την χειράντληση σπέρματος που κάνει ο ένας στον άλλο.
Προφανώς από τις λέξεις σταυρός + μινάρω (μαλακίζω). Από Πατρινό την άκουσα.
- Νικολάκη, μιας και περιμένουμε εδώ τόση ώρα δίπλα, δεν αφήνουμε τα τυπικά να κάνουμε καμιά σταυρομιναριά, να γουστάρουμε, να περάσει και η ώρα;
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματικό συνώνυμο της κρεατόβεργας, απαντώμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη (προφανώς λόγω της παραδοσιακής μανιώδους ενασχόλησης με τα όπλα).
Αυτουσια χρήση του λημματος σε κρητική μαντινάδα:
Αφού δεν τη γουστάριζες την κρεατομπιστόλα,
γιάντα την εκανάκευες και την εφίληες κιόλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται κυρίως από Θεσσαλονικείς για να χαρακτηρίσουν περιπαικτικά τον Αθηναίο με καταγωγή βορείων προαστίων αλλά και της Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, που είτε είναι, ή παρουσιάζεται, ως γόνος πλούσιας οικογενείας και προπαντός καλό παιδί.
Ετυμολογικά προκύπτει από τη συνήθεια των παραπάνω να ψωνίζουν πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά του ονοματεπώνυμου από το γνωστό ράφτη της Αθήνας Γιαννέτο.
- Τι με λες τώρα, τι να μας πει ρε και ο γιαννέτος που ασχολείται όλη μέρα με τη διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ.
Got a better definition? Add it!
Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.
Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).
Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.
Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.
- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος, ο ρεμπεσκές, αυτός που δεν ξέρει τη δουλειά του.
Πρόκειται για την πρώτη σε συχνότητα έκφραση υποτίμησης στη Λέσβο.
Σημασία πρέπει να δίνεται και στην προφορά του: το -ια- προφέρεται όλο μαζί προσθέτοντας από μπροστά και ένα ανεπαίσθητο -γ-.
Μην τα περνάς από κει τα καλώδια, βρε αδιαφόρετε, θα γίνει βραχυκύκλωμα!
Αδιαφόρετο είναι τούτο το μωρό, του 'πα να ταΐσει τα κακνιά κι αυτό παίζει την τσιλίκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ημίτρελος, αυτός που «δεν πατάει καλά», ο χαμένος στο διάστημα.
Από τον τοπικό προσδιορισμό σα πέρα (σα δώθε, σα κείθε, σα πέρα), δηλ. προς τα πέρα.
Συνώνυμο: ελαφρύς, αλαφρύς (τοπικό Β.Α. Αιγαίου)
- Μα ποιος σου είπε τέτοιες βλακείες;
- Ο Αντώνης.
- Καλά, αυτόν ακούς; Αυτός είναι σαπέρας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μούσκεμα, στην αυθεντική βλαχολαρισαϊκή της υπαίθρου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.
Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.
Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.
Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!
- Πήγες να δεις τις κότες;
- Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified