Further tags

Συντομογραφία της αγγλικής φράσης good game (= καλό παιχνίδι).

  1. Μια ευγενική παρατήρηση που εκφέρεται μετά το τέλος ενός γύρου / αγώνα ή μετά το τέλος ενός παιχνιδιού (διαδικτυακού, όπου μετέχουν συνήθως πολλοί παίκτες, multiplayer game), για να δείξει ότι ένας αγώνας ήταν δίκαιος και ευχάριστος.

α) Συνήθως εκφέρεται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες του παιχνιδιού, ως επίδειξη καλής αθλητικής συμπεριφοράς.

β) Μερικές φορές μπορεί να έχει και ειρωνικό, περιπαικτικό ή προσβλητικό (υπο)νόημα.

  1. Ως συγκαταβατικό σχόλιο, συχνά εκφερόμενο από κάποιον που δε γνωρίζει την παραπάνω (1.) σημασία, και απλώς επαναλαμβάνει αυτό που οι άλλοι έχουν πει.

  2. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης: «μια χαρά».

Στην Αγγλική αποτελεί το αντίθετο του BG (bad game).

  1. Η Κόκκινη όμαδα κέρδισε, 50 - 47
    Κόκκινη ομάδα: GG
    Μπλε ομάδα: GG

  2. Στο τέλος ενός γύρου (λ.χ. στο διαδικτυακό παιχνίδι Dota):
    [Volmarias] gg
    [JikYo] gg
    [Tripitos] gg
    [Trelo
    Kokori] gg
    [Tardias] gg

  3. Η Μπλε όμαδα κέρδισε, 60 - 5
    Μπλε ομάδα: GG, κόκκινη ομάδα!
    Κόκκινη ομάδα: Άντε γαμήσου!

  4. Α: Πώς είσαι; Β: GG.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στίχος του ρεφρέν από ομότιτλο τραγούδι της Ρίτας Σακελλαρίου σε σύνθεση Γιάννη Καραλή (1987).

Θίγεται εν προκειμένω η αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο μιλφέιγ και το παστάκι (άκα το κούγκαρ και το γατάκι). Εδώ η έμφαση είναι στα πλεονεκτήματα της σαραντάρας που έχει πολλά πράγματα (υπερ)διπλάσια από την εικοσάρα: Εκτός από τα χρόνια, και εμπειρία, πείρα, χιλιόμετρα, κατ' ελπίδα λεφτά, και παρ' ελπήδα κιλά. Πόσω μάλλον που οι σύγχρονες σαραντάρες χάρη σε μια σειρά από μοντιφιές και καλή διατήρηση μπορούν να μοιάζουν τουλάχιστον με τριαντάρες αντί για σπασμένα μιλφέιγ.

Πάσα: Gatzman.

  1. Οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες. Ειδικά αν η σαραντάρα διαθέτει και εξοχικό στην εξωτική Μύκονο.
    Με τον Ορφέα γνωριστήκαμε κάτω από περίεργες συνθήκες. Αυτός μόλις είχε σταματήσει να εργάζεται στην εταιρεία του πατέρα του και εγώ μόλις είχα παραιτηθεί από μια δουλειά η οποία δεν με γέμιζε καθόλου. Στην αρχή όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά.
    Είχαμε απεριόριστο χρόνο ο ένας για τον άλλο, κάναμε εκδρομές με τα λεφτά της αποζημίωσης, σκεφτόμασταν να συγκατοικήσουμε στο διαμέρισμά μου. [...] Οι μέρες περνούσαν και πάνω στον τρίτο μήνα, χωρίς κάποιο προειδοποιητικό σημάδι, ο Ορφέας ξαφνικά εξαφανίστηκε. [...] Τελικά, έμαθα από τον αδελφό του ότι ο Ορφέας δεν άντεξε άλλο το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν και το έσκασε με την κολλητή της μαμάς του, η οποία εκτός του ότι ήταν μία καλοδιατηρημένη σαρανταπεντάρα, είχε και ένα απίστευτο εξοχικό στη Μύκονο! Money makes the world go round... (Εδώ).

  2. Μπορεί οι σαραντάρες να είναι ίσον με δύο εικοσάρες όμως οι πενηντάρες μάλλον δεν μας κάνουν δύο 25άρες.
    Εάν -καθώς λένε- η ζωή ξεκινάει στα 40, κυρίες μου πρέπει να βιαστείτε. Υστερα από δέκα χρόνια, οι άνδρες θα σας αγνοούν εντελώς.
    Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στη Βρετανία, οι οκτώ στις δέκα γυναίκες άνω των 50 έχουν την πεποίθηση ότι περνούν απαρατήρητες από το αντίθετο φύλο. (Εδώ).

(από Khan, 08/09/11)Σπασμένο μιλφέιγ (από Khan, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες. Δηλαδή όλος ο θόρυβος, ο ντόρος και η προσοχή πέφτουν σε ένα γεγονός, ενώ ταυτοχρόνως ένα άλλο πολύ πιο σημαντικό γεγονός γίνεται αθόρυβα και περνά προς στιγμήν απαρατήρητο, ενώ οι συνέπειές του θα φανούν αργότερα. Προφ η εικόνα αναφέρεται στην προσπάθεια αρκουδιάρηδων να προκαλέσουν χορό της αρκούδας με χτύπημα κροτάλων. Όμως η αρκούδα μπορεί και να χορέψει σε ανύποπτη στιγμή μακριά από το κροτάλισμα. Η έκφραση είναι επίκαιρη στον σύγχρονο μηντιακό πολιτισμό, όπου συχνά τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης στρέφουν εντέχνως την προσοχή του κοσμάκη σε μια δευτερεύουσα λεπτομέρεια, ενώ την ίδια στιγμή μια κοσμοϊστορική αλλαγή μπορεί να μείνει εκτός δημοσιότητας.

Πάσα: Gatzman.

«Δεν φταίει ούτε η παραγραφή, ούτε η αποσβεστική προθεσμία, για το φαινόμενο της ατιμωρησίας», υπογράμμισε ο βουλευτής, αποδίδοντας το πρόβλημα όχι στον νόμο αυτόν καθεαυτόν, αλλά στην εφαρμογή του.
«Αλλού βαρούν τα κρόταλα, κι αλλού χορεύει η αρκούδα», υπογράμμισε σκωπτικά ο Λ. Μίχος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από Βολιώτισσα έμαθα ότι σημαίνει σκάω από τη ζέστη (παρ. 1).

Στο νέτι το βρήκα και με τη σημασία τίγκαρα, γέμισα (παρ.2).

  1. Έτρεχα να προλάβω και φουλτάκιασα.

  2. Το ασπρο μου μαλλι δεν κρυβοταν με τιποτα και πηγα κι εκανα τη «φυτικη» του κορρε και φουλτακιασα (οπως λενε στο χωριο μου) στα σπυρια

Got a better definition? Add it!

Published

Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.

(Απελπισμένος χαρμάνης προς την τρίτη κατά σειρά άκρη που απευθύνεται:)
- Έλα ρε, τι γίνεται; Χαθήκαμε. - Ε, ναι, καλά όλα, ησυχία. Έχει πέσει πολλή δουλειά, δε βγαίνω πολύ. Τα ’χω κόψει και τα ντίλια.
- (Λυγμ!) Α, μάλιστα, καλά ρε συ, να βρεθούμε καμιά φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέας κοπής και σχετικά τρέντι επιφώνημα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας.

- Η 28η Οκτωβρίου φέτος πέφτει Παρασκευή.
- Αγαπώ!

- Μόλις ήρθε η πανταχούσα από την εφορία.
- Αγαπώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αδιαφορίας για την αντιπάθεια που προκαλέσαμε σε κάποιον. Η αδιαφορία αυτή είναι μερικές φορές βεβιασμένη και προσπαθεί να υποκρύψει την ανασφάλειά μας, μήπως κάναμε κάτι που δεν έπρεπε και συνεπώς μήπως φταίμε κι εμείς.

Στην λογική ότι δεν μπορείς να τα έχεις καλά με όλους, ότι κάποια στιγμή κάποιον θα δυσαρεστήσεις. Όσο περνάνε τα χρόνια όμως το αποδέχεσαι και βρίσκεις παρηγοριά στο ότι, ακόμα κι αν έχασες μια συμπάθεια, το άθροισμα από τους υπόλοιπους φίλους βγαίνει θετικό. Καταγράφεις την ζημιά και πας παρακάτω, όπως ένας πολιτικός σε προεκλογική περίοδο. Και επειδή εν προκειμένω «δεν κατεβαίνεις για δήμαρχος» που λένε, δεν αγχώνεσαι ιδιαίτερα.

Πρβλ. Τι είχαμε τι χάσαμε (ψωλέο σε ξεχάσαμε).

- Όπα ρε, γιατί της πέταξες αυτό για τον αδερφό της;
- Γιατί; Αφού αλήθεια είναι. Λες γι' αυτό να τό 'κλεισε;
- Σου τό 'κλεισε γκρανκ; Στα μούτρα;
- Ε σχεδόν... Τεσπά, μια ψήφος λιγότερη, τι να κάνουμε τώρα.

(από Galadriel, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανοίγω (γεμάτο και σφραγισμένο) μπουκάλι με ποτό. Αυτό μπορεί να είναι απλώς ένα κόκκινο ουισκάκι ή, κυρίως, ένα πιο σπέσιαλ, είτε σαραντάρι είτε κρασί, κάτι που κρατούσα για περιπτώσεις σαν κι αυτή.

Μάλλον δεν λέγεται όταν ανοίγουμε μπουκάλι σε μαγαζί - το μπουκάλι πρέπει να ανασύρεται από το προσωπικό μας απόθεμα.

Παρεΐστικη χαριτωμενιά που θυμίζει παλαιότερες εποχές: ότι και καλά «σφάζω μια κότα» ή τον μόσχο τον σιτευτό για να το 'φχαριστηθούμε όλοι. Ή καμιά ρέγγα.

- Φίλε δεν αρχίζουμε με κάνα ξίδι σιγά-σιγά; Καμιά μπυρίτσα παίζει;
- Μπυρίτσα λες; Ή να σφάξουμε ένα γκλένφιντιχ δωδεκάρι που έφερε ο κουμπάρος;

Got a better definition? Add it!

Published

Ρητορική ερώτηση διαμαρτυρίας που στηλιτεύει μια αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ερωτώντος και απαιτεί μια λογική εξήγηση για τη διακριτική μεταχείριση που αυτός υφίσταται. Ο τρόπος που διατυπώνεται η ερώτηση φέρνει το συνομιλητή σε δύσκολη θέση, εφόσον η μόνη δυνατή απάντηση είναι όχι, κι εσύ από μουνί βγήκες, άρα είμαστε ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, οπότε πρέπει περαιτέρω να βρεθεί μια πειστική δικαιολογία για τη συγκεκριμένη μεταχείριση, ή να αρθεί η δυσμενής διάκριση.

- (Πάφα πούφα πάφα πούφα…)
- Τι κάνετε εσείς εδώ; - Το ηλιοβασίλεμα βλέπουμε, τι θες να κάνουμε; - Και γιατί δε λέτε κουβέντα ρε ότι παίζει ο μπάφος; Εμείς από κώλο βγήκαμε δηλαδής; - Έλα, κάτσε στη σειρά σου και κόφ’ τις γκρίνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη μεταφορική εικόνα ενός ανοιχτού σπιτιού και σημαίνει «είμαι συνεχώς αφηρημένος / φλου». Ένας άνθρωπος ο οποίος αερίζεται σε μόνιμη βάση είναι εξαιρετικά δύσκολος σε οποιαδήποτε συνεννόηση και, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, παθολογικά ηλίθιος /-α.

Οι ακραίες περιπτώσεις αερίσματος μπορούν να εγείρουν επιπλέον μεταφορικές χρήσεις του αέρα, όπως «έχει απαγορευτικό», «μέχρι και τα βαπόρια είναι δεμένα», «οχτάρι γεμάτο (μποφώρ)» κλπ.

Προσπαθώ να συνεννοηθώ να βγω μαζί της όλη τη βδομάδα, αλλά η γκόμενα αερίζεται κανονικά. Δεν μπορούμε να κανονίσουμε με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified