Further tags

Σλανγκ εδώ είναι η υπερεκμετάλλευση και η κάπως "ανάρμοστη" χρήση του επιθέτου απόλυτος, για να δειχθεί ότι το υποκείμενο άτομο, κατάσταση, ή γεγονός, κατέχουν σε υπερβολικό βαθμό το χαρακτηριστικό που τους αποδίδεται.

  1. Γιάνης Βαρουφάκης. Ο απόλυτος Θεός..
  2. Η νέα φωτογράφιση της Beyoncé μας υπενθύμισε πως η σταρ είναι το απόλυτο θηλυκό
  3. Γιομπαζολιας ο απόλυτος σούπερ σταρ των εκλογών.
  4. Μέχρι και ότι έχει 5 παιδιά θύμισε ο Υβριστής των Πάντων, ο Απόλυτος Σίχαμας, μήπως κ τον λυπηθούν κ τον βάλουν στη βουλή ... #ERTdebate2015
  5. καμία έκπληξη. Ο άνθρωπος είναι ο απόλυτος καραγκιόζης!!
  6. Ο απόλυτος οδηγός φροντίδας για άντρες. ΕΔΩ
  7. χολεντιλ για το βηχα: ο απολυτος εμετουλης... (ναι, ημουν αρρωστιαρικο) #aksexastespaidikesgeyseis
  8. νιώθω τόσο μαλάκας κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τον "πήγαινα" .... έχει γίνει (από όταν πήγε στο κόκκινο) ο απόλυτος αυριανιστής
  9. Κατά τον Σταϊκουρα συριζα πρέπει να ψηφίσει όποιος φέτος είχε μεγαλύτερο εισόδημα από πέρυσι αλλιώς νδ Το απόλυτο λολ επιχείρημα
  10. Π Καμμενος το απολυτο τρολ της πολιτικης: Πηρε σοβαρα καραμπινατη τρολιά και"δηλωσε" -παλι "σοβαρα"-οτι δν υπεγραψε μνημονιο αλλα...συμφωνια ΕΔΩ

Και ένα παράδειγμα μη σλανγκικής -νομίζω- χρήσης: "Είναι τρομερός ο απόλυτος αριθμός των assist που βγάζει η Εθνική. Τα εύσημα και στον Κατσικάρη". ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σλανγκασίστ : τσετία.

Τσέτα ή λεντισιά ήταν ένας τρόπος ομαδικού ψαρέματος, κυρίως από τους ψαράδες της Ερμιονίδας μέχρι τη δεκαετία του '60. Το ψάρεμα γινόταν ως εξής: Όλες οι βάρκες που συμμετείχαν παρατάσσονταν η μία δίπλα στην άλλη και σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ξεκινώντας από την ακτή μέχρι περίπου το τέλος της αποχής. Στη συνέχεια άρχισαν να κινούνται όλες μαζί παράλληλα προς την ακτή ανεβοκατεβάζοντας άσπρες πέτρες δεμένες με σκοινί. Με τον τρόπο αυτό τρόμαζαν τα ψάρια και τα οδηγούσαν όπου ήθελαν, συνήθως σ' έναν κλειστό όρμο όπου τα έπιαναν με δίχτυα ή συνηθέστερα με δυναμίτες.

Αποχή: η βραχώδης παράκτια υφαλοκρηπίδα.

Πιθανή ετυμολογία από τους Τσέτες (τουρκ. cete): ληστοσημμορία (από εδώ)

Με την συμμετοχή του κόσμου πέραν κάθε προσδοκίας, πραγματοποιήθηκε ανήμερα του Αγίου Ανδρέα, η αναβίωση της θρυλικής Τσέτας στο Πόρτο Χέλι, με διοργανωτή τον Πολιτιστικό Σύλλογο « ΦΑΡΟ» και την συνεργασία του τοπικού Συλλόγου Αλιέων.Η λεντισιά (Τσέτα), αποτελούσε τον πιο δημοφιλή και περίτεχνο τρόπο ομαδικού ψαρέματος, μέχρι και πριν από μισό αιώνα περίπου, στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα της Ερμιονίδος. (από εδώ)

Η μέθοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα καταστρεπτική επειδή "άδειαζε" τις παράκτιες περιοχές από ψάρια. Για το λόγο αυτό απαγορεύτηκε από το 1959 όπως φαίνεται και από την σχετική απαγορευτική εγγύκλιο του ΥΕΝ:

ΛΕΝΤΙΣΙΑ Ή ΤΣΕΤΑ

Ειδική μέθοδος αλιείας που διενεργείται με ομάδα αλιευτικών σκαφών, τα οποία φέρουν δίχτυα που κυκλώνουν συγκεκριμένες θαλάσσιες περιοχές. Στη συνέχεια, κρεμούν στο βυθό με σχοινιά άσπρες πέτρες και τις κινούν προκειμένου να εκφοβίσουν τα ψάρια και να τα κατευθύνουν προς τα δίχτυα ώστε να συλληφθούν. Έχει απαγορευτεί η χρήση της από το 1959 Β.Δ 11-10-57 (Α?/222). (από εδώ)

Αυτού του είδους το ψάρεμα εξαντλούσε τα αλιευτικά αποθέματα πολύ γρήγορα και γι' αυτό η τσέτα έπρεπε να αλλάζει συχνά τόπο. Φυσικά οι ψαράδες των περιοχών που έφτανε η τσέτα δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι και έτσι η λέξη τσέτα απέκτησε και δεύτερη, μεταφορική, σημασία : ομάδα ανθρώπων που αρπάζουν και/ή καταστρέφουν πράγματα, καρπούς κλπ.

Πλάκωσε η τσέτα του γείτονα (καμιά δεκαριά παιδιά κι εγγόνια) κι όχι σύκο, ούτε πράσινο φύλλο δεν αφήσανε!

Η έκφραση με τη μεταφορική της σημασία ήταν παλιότερα σε χρήση στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, συνήθως από ανθρώπους της θάλασσας . Πιθανόν να χρησιμοποιείται μ' αυτήν την έννοια και σ' άλλες παράκτιες περιοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει την απόλυτη ραστώνη, τεμπελιά, αποχαύνωση.

Την άκουσα πριν από καμιά τριανταριά χρόνια.

Τα δύο πρώτα συνθετικά της αναλύονται διεξοδικά στα λήμματα μούχλας, ρούχλας (με τα σχόλιά τους) και στα σχόλια του λήμματος ρούχλα.

Το τρίτο που αναφέρεται στο ομώνυμο χωριό της ορεινής Αχαΐας, μπήκε κττμγ μάλλον για λόγους ομοιοκαταληξίας, προκειμένου να συμπληρωθεί το τρίπτυχο, κατ' αναλογίαν προς άλλες "τριφυείς" εκφράσεις του τύπου "η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα" κλπ.

Πέρασα να τους πάρω για καμιά βόλτα, μπας και ξεκουνήσουνε λιγάκι. Πού τέτοια τύχη; Τους βρήκα σε κατάσταση ημιαποσύνθεσης: Η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.

Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!

Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":

Πασπάτης-Καλαφάτης και Σία

Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστική χώρα διαθέτουσα πύλες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις του χωροχρόνου. Την επισκέπτονται όσοι διαβάζουν αποκαλυπτικά - η κάμερα σε μένα - βιβλία, σε συνδυασμό με τη χρήση ευφορικών ουσιών. Κείται δε παραπλεύρως του Νταγκλαντές.

Λογοπαίγνιο με τη ντάγκλα και την έρημο Τάκλα Μακάν με την περίφημη Λευκή Πυραμίδα, για την οποία τόσο ψάξιμο έχει πέσει και τόσα ευφάνταστα έχουν γραφτεί, για ν' αποδειχτεί τελικά ότι πρόκειται για τον πολύ γνωστό αρχαιολογικό χώρο της Κίνας, το Μαυσωλείο Maoling!

-Μαλάκα είδα μια μεγάλη πυραμίδα και μόλις μπήκα μέσα...
-Τι είχες πιεί;
-Ρε τίποτα σου λέω, σπαθί.
-Νταξ' δεν έιναι τίποτα, είχα πάει κι εγώ.
-Σοβαρά ρε μαλάκα; Πού;
-Στο νταγκλαμακάν!

Όπως οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων αποκτούν το πρόθεμα Χατζη- στο επώνυμό τους (π.χ. Χαζηγεωργίου, Χατζηδημητρίου, Χατζηπαπάρας κλπ.), έτσι και οι επισκέπτες του νταγκλαμακάν αποκτούν το ενδιάμεσο όνομα (βελανιδοφαγιστί middle name) Ντάγκλας οι άνδρες (π.χ. Ευφρόσυνος Ντάγκλας Ρουφαλάκης) ή Ντάγκλα οι γυναίκες (π.χ. Ουρανία Ντάγκλα Φευγατίδου).

Σ.Σ. Αγνοώ αν ο Αλεξάντερ Ντάγκλας Χιούμ, παλαιός βρετανός πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός περί τα μέσα της δεκαετίας του'60, υπήρξεν επισκέπτης του νταγκλαμακάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα πει, 'μου την δίνει' ξαφνικά κι αλλάζω στάση (συχνά έρχομαι σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση).
Αυτή η ξαφνική αλλαγή στάσης, μπορεί να συμβαίνει αυθαίρετα (σ.ς.: αντιγιαλομιά), ή μετά από βουνά αδικιών, καταπίεσης κλπ, διότι, ως γνωστόν, στην διαλεκτική η ποσοτική συσσώρευση φέρνει την ποιοτική αλλαγή.
Συνώνυμο (που όμως περικλείει πολλά νεύρα και θυμό): "τα παίρνω στο κρανίο/ γκράνουλο".

  1. Τη βαρεσε στον ενα γιο να τους γραψει ολους στα παπαρια του και να το σκασει. Πηρε πουλο ομως και επεστρεψε με την ουρα στα σκελια...ΕΔΩ
    Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ξαφνικά κάποια άσχετα blogs τους τη βάρεσε να τον παρουσιάσουν ως μισογύνηεδώ
  2. Ωραία όλα αυτά, αλλά έχουν υπολογίσει χωρίς τους Βέλγους που τους τη βάρεσε να γίνουν ανεξάρτητοι και λένε στον Γουλιέλμο πάρε τα κουβαδάκια σου κι άμε να παίξεις αλλού, τη Βρυξέλλα μας δεν θα την πειράξεις! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν και από το λήμμα του Γκατσανδρός στα Λιντλ σε ψωνίσανε;, τα καταστήματα Lidl προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, πολύ χαμηλότερες από όλα τα άλλα. Ένας από τους τρόπους που το καταφέρνουν είναι, μεταξύ άλλων, και το ότι διάφορα προϊόντα τα προσφέρουν όχι σε κάποια γνωστή μάρκα που είναι ακριβότερη, αλλά σε κάποιες φτηνότερες μάρκες ή και σε δικές τους συσκευασίες.

Ο πάντα καχύποπτος Έλληνας θεωρεί ότι "το φτηνό είναι και ακριβό", άρα για να είναι τόσο σκανδαλωδώς φτηνά τα προϊόντα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακής πχοιότητας. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και σχετικά ανέκδοτα, συνήθως πολύ κακής ποιότητας, κυριολεκτικά ανέκδοτα από τα Λιντλ (ινσέψιο). Μια ακόμη διάσταση του φαινομένου Λιντλ είναι ότι πρόκειται για εταιρεία γερμανικών συμφερόντων, οπότε έχει εμπλακεί στη γενικότερη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον καιρό του Μνημονίου, που θεωρείται από κάποιους ότι ευνοεί τα γερμανικά συμφέροντα.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έκφρασης έγκειται κυρίως στο παρακάτω: Όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι είναι από τα Λιντλ εννοούμε ότι είναι σαν να μοιάζει με κάποιον/ κάτι άλλο, μόνο που είναι πολύ χειρότερης ποιότητας. Είναι δηλαδή κακέκτυπο, κακή απομίμηση, σαν να είναι μαϊμού του άλλου. Υποτίθεται ότι έχει παρόμοια λειτουργία με κάτι άλλο, είναι όμως πολύ κατώτερης αξίας. Στην εποχή των Μνημονίων η έκφραση μπορεί να συσχετιστεί και με τα περίφημα γενόσημα, δηλαδή φάρμακα που κάνουν περίπου την ίδια δουλειά, όντας λιγότερο ακριβά, ή και τα ισοδύναμα μέτρα (όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά τέσπα). Λ.χ. ένας πολιτικός που για να το παίξει αντισυμβατικός έρχεται στη Βουλή με μηχανή, όμως είναι χοντρός, πατσοκοιλιάς με διπλοσάγονο και χωρίς την ιδιαίτερη σαγήνη του Yanis λέμε ότι είναι Βαρουφάκης από τα Λιντλ.

Κατά μία ευρύτερη χρήση η έκφραση μπορεί να δηλώσει ο,τιδήποτε κακής ποιότητας, χωρίς κατ' ανάγκην σύγκριση με κάτι άλλο.

Μπορούν βεβαίως να προκύψουν και δυσκολίες κατανόησης, όταν λ.χ. διαβάζεις τον τίτλο είδησης "ανθελληνική πρόκληση από τα Λιντλ" δεν καταλαβαίνεις αν έχουν κάνει τα Λιντλ κάποια πρόκληση ή αν έχει κάνει ανθελληνιά κάποιος Μέτερνιχ ή Σόιμπλε από τα Λιντλ.

Ανθελληνική πρόταση από τα Λιντλ. (Εδώ. Ceci n'est pas παράδειγμα της σλανγκ χρήσης).

Έχουμε επίσης και μερικά ενδιαφέροντα ινσέψιο. Λ.χ. ο αντιμνημονιακός αγώνας που επικεντρώνει στο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τα Λιντλ μπορεί να χαρακτηριστεί ως

Αντιμνημόνιο από τα Λιντλ. (Σλανγκ χρήση και ινσέψιο εδώ).

Ενώ το κτήριο των Λιντλ που καταστρέφεται αμέσως με τον πρώτο σεισμό ή πλημμύρα είναι Λιντλ από τα Λιντλ κ.ο.κ.

Ινσέψιο

Άλλα (μη ινσέψιο) παραδείγματα:

  1. Προφυλακτικά από τα Lidl..γιατί τα παιδιά είναι ευτυχία! (Χιούμορ από τα Λιντλ εδώ).
  2. ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΙΚΑΛΗ "ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΑΠΟ ΤΑ LIDL!!! "Aνασχηματισμός από τα LIDL". (Κουρδιστό Πορτοκάλι).
  3. Διακοπές από τα Lidl!! (Τατζικιστάν) (Εδώ).

Περισσότερα παραδείγματα στα μήδια.

Βλ. και κινέζικο, κινεζιά (κυρίως το σχόλιο εδώ) και μέιντ ιν τσάινα, αλλά και μάρκα μ' έκαψες, φόλεξ, περιπτερέημπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση αυτή την άκουσα από την έφηβη κόρη μου με την έννοια: άσχετα, ό,τι νάναι, μπούρδες.

τσάγαλα: τα άγουρα αμύγδαλα (από το τουρκικό çağla).

Αρχικά νόμισα πως ήταν μιά νεανική έκφραση του συρμού, αλλά από μια ματιά στο γούγλη βρήκα και τα εξής:

Κι αν όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο για έναν επαγγελματία (αν μη τι άλλο έμπειρο), προσπαθώ να φανταστώ πόσο δυσκολότερα αποβαίνουν στο μυαλό του μέσου αναγνώστη, αν είναι από εκείνους δηλαδή που απέμειναν να παρακολουθούν τα γεγονότα, αν δεν έχει ήδη βαρεθεί να του «σερβίρουν» καθημερινά τα… «τσάγαλα με …γιαούρτι» των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και της πανσπερμίας άρθρων στον Ελληνικό και ξένο Τύπο. (από εδώ)

Ράππος προς Εσερίδη για την τελική απόφαση των καταδυτικών:

Τσάγαλα με γιαούρτι θα κάνεις (από εδώ)

Μετά απ' αυτά την ξαναρώτησα πού την άκουσε και διεπίστωσα πως την έλεγε μια καθηγήτρια στο φροντιστήριο, η οποία μάλιστα ήταν Θεσσαλικής καταγωγής.

Απ' όλα τα παραπάνω συμπεραίνω ότι αυτή είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιοχές της Θεσσαλίας. Σχετικές πληροφορίες, συμπληρώσεις ή διορθώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για καρακλάσικ έκφραση της καθομιλουμένης με πρώτο νόημα την δυσπιστία αλλά έχει καταλήξει να σημαίνει κυρίως την πολύ μεγάλη έκπληξη.

Δηλώνει ακριβώς το σημείο στο οποίο η μεγάλη έκπληξη, η οποία εκφράζεται με το επίσης καρακλάσικ έλα ρε! [ * ], κατά κάποιο τρόπο λεβελιάζει και αγγίζει τη δυσπιστία, δε μπορεί, δηλαδή, παρά να δηλωθεί με κάτι που να δηλώνει δυσπιστία (δηλαδή, ακριβώς με το φύγε ρε).

- Δε σ'τα λεγα εγώ;
- Τι έγινε ρε;
- Τι λέγαμε χθες; Αυτό που σου λέγα, ακριβώς όπως σου τό' λεγα...
- Έλα ρε φίλε!
- Α-κρι-βώς όπως σου τό λεγα!
- Φύγε ρε!
- Αμέ...
- Έλα ρε!
- Ναι σου λέω!
- Φύγε ρε!

Μεγαλειώδες νομίζω αυτό το έλα ρε!-> φύγε ρε!-> έλα ρε!-> φύγε ρε! εκκρεμές της έκπληξης - δυσπιστίας, στο οποίο υπολειμματικά απηχεί ακόμη κάτι από την γενεσιουργό - εικάζω - συνοδευτική σλανγκική κινησιο-χειρονομία, δηλαδή, το να πιάνεις τον άλλο από μανίκι, γιακά ή όπου για να τον φέρεις κοντά σου και να εξετάσεις π.χ. στο πρόσωπό του αν λέει αλήθεια ("έλα ρε!, τι είναι αυτά που μου λες;!") και όταν αυτός επιμείνει ότι λέει αλήθεια, τον σπρώχνεις, τον απωθείς, επειδή δε σε έπεισε και καλά ("φύγε ρε, τι είναι αυτά που μου λες;!") και για να τον εξετάσεις και εκ του μακρόθεν.

  • Απαντά επίσης ως: άντε φύγε ρε!
  • Πιο λάιτ, ευγενική, και σε καποιο βαθμο δήθεν εκδοχή: άντε ρε!
  • Επιπλέον έμφαση με το: σήκω φύγε (ρε)! ή το φύγε ρε τώρα!
  • Συνώνυμα, πιο ισχυρά: άντε χάσου ρε, άντε φύγε ρε, χέσε με, α στο διάολο
  • Απαντά επίσης, ας πούμε, ελλειπτικά ως: φύγε!
  • Σπανίως και κάπως διαλεκτικά με το φεύγα ρε!
  • Συνοδεύεται ή αντικαθίσταται από το πιο επιφωνηματικό: ώπα ρε! αλλά ακριβέστερα με το ουστ ρε (σιγά μη σε πιστέψουμε).
  • Αντίστοιχα αμερικλάνικα (και για το έλα ρε τώρα!): give me a break, get outta here, shut up
  • Αντίστοιχα αγγλικά: go away! και ως fuck off!
  • Στην Κρήτη (Ανώγεια) ακούγεται και το: άμε μπρε να πα χωστείς (=πήγαινε κρύψου)
  • Με μια δόση δυσπιστίας: ποιο;, πού;

[ * ]Το λήμμα που μας θύμισε/ενέπνευσε το παρόν λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε "φωνάζει ο κλέφτης". Όταν κάποιος που είναι ο χειρότερος από όλους ασκεί κριτική σε άλλους για θέμα στο οποίο αυτός είναι χειρότερος, με θράσος και ξετσιπωσιά.

Φάγανε, φάγανε, φάγανε επί τριάντα χρόνια, τώρα ασκούνε και κριτική για διαφθορά. Κράζει η πουτάνα την παρθένα ρε φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified