Further tags

Είναι παράφραση του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Δηλαδή «μη βιάζεσαι γιατί θα την χέσεις την κατάσταση (θα το ματιάξεις και θα πάει κάτι στραβά)».

- Μπαμπά θα μου πάρεις δικό μου αυτοκίνητο όταν περάσω στο Πανεπιστήμιο;
- Μη προτρεχέτω γιατί χεζέτω! Πέρασε πρώτα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέει ο σοφός λαός για να υπενθυμίσει στις γυναίκες ότι δεν μπορούν να συγκριθούν με τους άντρες όσο και να προσπαθούν.

Γυναίκα: - Αγάπη μου ανοίγεις το μπουκάλι γιατί δεν μπορώ;
Άνδρας: - Κλανιά ανδρός, γυναίκας δύναμη (ούτε ένα μπουκάλι δεν μπορείτε να ανοίξετε). Βεβαίως γλυκιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται κυρίως στην Πελοπόννησο, και σημαίνει πεινάω πάρα πολύ, είμαι νηστικός.

Χρησιμοποιείται περισσότερο σε αόριστο και σε παρακείμενο χρόνο. Αόριστος: ξεπίτησα
Παρακείμενος: έχω ξεπιτήσει

ps: Δεν κατάφερα να βρω ετυμολογία της λέξης, δεν είμαι καν σίγουρος ότι γράφεται έτσι, είναι άξιο αναφοράς επίσης ότι ο γούγλης δεν το φέρνει καν σαν αποτέλεσμα!

Οποιος ξερει περισσότερες πληροφορίες για τη λέξη, ας συνεισφέρει.

  1. Γιαγιά: - Πού χάθηκες όλη μέρα παλικάρι μου;
    Εγγονός: - Άσε ρε γιαγιά, έτρεχα όλη μέρα, δουλειές με φούντες στο πανεπιστήμιο.
    Γιαγιά: - Κάτσε να σε φιλέψω λίγες λαλαγκίδες που έφτιαξα, θάχεις ξεπιτήσει όλη μέρα.

  2. - Θα φάμε τίποτα ρε ξάδερφε; Ξεπιτήσαμε όλη μέρα.
    - Έχεις δίκιο, θα κόψω μια ντομάτα χαραχτή να φάμε τάκα τάκα και συνεχίζουμε.

για το τελευταίο αυτό ζήτημα, βλ. σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη Μεσσηνία σε γεγονότα όπως γλέντια, γιορτές και λοιπές εκδηλώσεις και σημαίνει αναποδογύρισμα (π.χ. τραπεζιών, καρεκλών κλπ).

Κατ' επέκταση η λέξη τουρνόκωλα υποδηλώνει το πιώμα-μεθύσι, το τσαλάκωμα και γενικότερα την επιτυχία του γλεντιού χωρίς αναστολές, όχι και μή.

  1. - Καλά του αγιωργιού θα γίνει χαμός στη γιορτή μας. Θα το κάψουμε
    - Τουρνόκωλα όλα ρε, δε θα μείνει τίποτα όρθιο.

  2. - Είχαμε πάει χτες στο Prive, μιλάμε φύγαμε μπουσουλώντας από το μαγαζί...
    - Έλα ρε φίλε, χαμός δηλαδή;
    - Άσε, σου λέω, τουρνόκωλα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπεριφέρομαι με θράσος, αυθάδεια, προπέτεια, με απόλυτη περιφρόνηση για γραπτούς και άγραφους κανόνες και νόρμες, συμπεριφέρομαι δηλαδή σαν κωλοπαιδαράς και κωλοπαίδι.

  1. ΚΙ ΟΙ ΑΝΤΑΡΣΥΟΙ ΟΝΤΩΣ ΚΩΛΟΠΑΙΔΙΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΑΠΑΝΤΑΝΕ. ΧΑΛΑΡΩΣΤΕ ΛΙΓΟ ΒΑΡΥΜΑΓΚΕΣ. (Εδώ).

  2. Που εχει τον Τεβες, τον Μπαλοτελι, τον Αντεμπαγιορ, ακομα και τον Κολο Τουρες και τους πληρωνει για οσους μηνες κωλοπαιδιζουν-ειναι τιμωρημενοι-μουτρωμενοι-τσακωμενοι... (Εδώ).

(από Khan, 27/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.

Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.

Η κάποτε αθώα διαφήμιση της Hershey που άρχισε τους βρώμικους συνειρμούς. (από Khan, 05/12/12)Μέρεντα με Kavli (από Vrastaman, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μια απολύτως αποτυχημένη συνεννόηση, που είναι τελείως άλλα αντ' άλλα της Παρασκευής το γάλα, καθώς άλλα λέει ο ένας, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος και η επικοινωνία ναυαγεί πλήρως. Συναφής έκφραση το συνεννόηση κλαρίνο, όπου και μια σειρά από συνώνυμα.

Σημειωτέον ότι κατά την μάλλον επικρατούσα εκδοχή το μπουζούκι (δες εδώ) «ετυμολογείται από την τουρκική λέξη bozuk που σημαίνει χαλασμένος, ακατάστατος, ίσως επειδή χρειαζόταν να αλλάζει συχνά κούρδισμα» (χωρίς να υπονοούμε ότι από αυτήν την τουρκική σημασία προέρχεται η ελληνική έκφραση συνεννόηση μπουζούκι). Δες και τα σχόλια στο μπουζουκοκέφαλος.

Πάσα: Allivegp.

  1. Η ωριμότητα είναι καθαρά θέμα ατόμου. Αλλά μια 20άρα δύσκολα θα έχει κοινά με έναν 35άρη. Όχι ότι είναι θέσφατο αλλά συνήθως εκείνη θα νοιάζεται να περάσει το μάθημα και να πάει το Σάββατο στον Μαζωνάκη κι εσύ να βγάλεις τον μήνα και να πληρώσεις τα χαράτσια. Θα σου λέει για κλάμπινκγ και εσύ θα της λες για το ωραίο ταβερνάκι στην ακρογιαλιά. Συνεννόηση μπουζούκι δηλαδή. (Εδώ).

  2. CIPA-ΚΕΒΕ: Συνεννόηση μπουζούκι… κινέζικο. Όσο παράδοξο και αστείο και αν ακούγεται, τη Δευτέρα 30 Μαϊου πραγματοποιήθηκαν δύο διαφορετικές παρουσιάσεις για την Κύπρο στη Σανγκάη της Κίνας σε ξενοδοχεία που απέχουν μεταξύ τους μερικά λεπτά! [...] Τίθεται ξεκάθαρα θέμα ασυνεννοησίας και ελλειπούς οργάνωσης. Ειδικά για τον CIPA που λειτουργεί με κρατικούς πόρους εύκολα μπορεί να διερωτηθεί κάποιος γιατί δεν έγινε μία διευθέτηση τα δύο συνέδρια να πραγματοποιηθούν μαζί. Και για εξοικονόμηση πόρων αλλά και για διευκόλυνση τυχόν ενδιαφερόμενων επενδυτών. (Εδώ).

  3. Οι σχέσεις σήμερα. Συνεννόηση μπουζούκι. (Δες εδώ το παράδειγμα).

(από Khan, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γραφιστική αργκό, το ξεγύρισμα είναι η απομόνωση ενός στοιχείου της φωτογραφίας για να χρησιμοποιηθεί σε άλλη φωτογραφία ή για να δημιουργήσουμε μία νέα σύνθεση.

Η πιο συχνή εφαρμογή ξεγυρίσματος είναι η απαλλαγή από το φόντο, γι' αυτό και ακούγεται και η λέξη ξεφοντάρισμα.

Εφιάλτης του γραφίστα είναι το ξεγύρισμα προσώπου, όταν μάλιστα έχει κυματιστά μαλλιά ή μαλλιά που ανεμίζουν (αν και κάποιοι φαίνεται να μην ιδρώνουν πολύ -βλ 1ο μύδι), κι αυτό γιατί όσο προσεκτικό ξεγύρισμα κι αν κάνει πάντα θα μείνουν σκουπιδάκια που θα τον αναγκάσουν να χρησιμοποιήσει και άλλες τεχνικές (φλουτάρισμα, ελαφριά διαφάνεια των ακραίων πίξελ, πείραγμα στα χρώματα ή τον φωτισμό, χρήση φίλτρων κ.α. ή κόψιμο μέρους των μαλλιών) που όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να χάνει η φωτογραφία την φυσικότητά της.

Παραγγελιά: ironick

- ενθυμούμαι αξέχαστα πρώτη μέρα , πρώτη δουλειά να πρέπει να ξεγυρίσω άπειρες φωτογραφίες με σχολικά είδη σε διάφορα τρελά σχέδια και με διάφορα διακοσμητικά να κρέμονται ....και να διορθώσω προηγούμενα χάλια ξεγυρίσματα που είχε κάνει ...ένας « χειριστήs » photoshop!!!!!!! στη 50η φωτό έβλεπα το πενάκι σα σπαθί , εμένα chief of da clan , ανά φωτό αναβάθμιζα το σπαθί μου στισ 10 άλλαζα πίστα στην 150η τερμάτισα!!!!!.... το παιχνίδι :lol: (απ' εδώ)

- Μια από τις πιο δύσκολες εργασίες στο Photoshop είναι η επεξεργασία και το ξεγύρισμα μιας ανθρώπινης φιγούρας με μαλλιά με σκοπό την μεταφορά της σε άλλο φόντο. (απ' εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified