Σημαίνει και το χάος και την αταξία, αναρχία, κάτι ανάλογο με τα μπουρδέλο και μουνί.
Μπήκε μέσα με φούρια και τα έκανε όλα πουτάνα!
Σημαίνει και το χάος και την αταξία, αναρχία, κάτι ανάλογο με τα μπουρδέλο και μουνί.
Μπήκε μέσα με φούρια και τα έκανε όλα πουτάνα!
Got a better definition? Add it!
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Γενάρη. Μόλις είχα γυρίσει από την δουλειά (παιδικό πάρτι, είμαι κλόουν για όσους το αγνοούν). Κουρασμένος, φτιάχνω έναν καπουτσίνο φρέντο με ολίγη, και κάθομαι στον υπολογιστή, και ανοίγω το σλανγκ. Πατάω το λjινκ «πρόσφατα» και βλέπω το λήμμα «λάιτσμαν». Το διαβάζω, διαβάζω και καμιά δεκαριά άλλα που έχασα, όντας στο πάρτι. Κλείνω τον υπολογιστή και πάω να ξεκουράσω το πανέμορφο και γεμάτο γραμμώσεις κορμί μου.
Μετά από δύο τρεις μέρες ύπνου (έχει και τα καλά του το επάγγελμα), ξυπνάω το πρωί. Τραβάω μια ρουφηξιά από τον προχθεσινό φρέντο, βάζω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, και χουφτώνοντας την πλούσια γενειάδα μου (ποιος είσαι ρε μεγάλε; ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία;), ανοίγω το σλανγκρρρ. Τσουπ, καινούριος ορισμός: «λάισμαν». «Μα τους χίλιους ταράνδους!!!!» αναφωνώ έκπληκτος. Προχθές ένας άλλος σλανγκιστής είχε ορίσει το λήμμα «λάιτσμαν». Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Πρέπει να τελειώσει εδώ αυτή η κατάσταση με την μεταφορά ξένων όρων στο σλανγκ και την κατά βούληση ορθογραφία των φίλτατων συσλανγκιστών.
Έντρομος, σηκώνομαι από την καρέκλα και βολτάρω στο σπίτι, φωνασκώντας, «όχι άλλοι λάινσμαν» Το φαινόμενο λάινσμαν πρέπει να λήξει εδώ, γιατί κινδυνεύει η αξιοπιστία του σάιτ.
Βέβαια, κατά την διάρκεια του παραληρήματος, κάποιος μοντ συγχώνευσε τους δύο παρεμφερείς ορισμούς σε έναν. Λεπτομέρειες... Το κακό είχε ήδη γίνει!
THE LINESMAN PHENOMENON:
Αντίστοιχο φαινόμενο στα ελληνικά (μάλλον θα το ονομάσω το «φαινόμενο μπούτσα»):
Got a better definition? Add it!
Μπαρμπαδισμός ολκής. Χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα από μεγαλύτερους σε ηλικία, πατερναλιστικά προς μικρότερους που, ως γνωστόν, έχουν όρεξη για αναίτιες εξόδους και βαριούνται να κάθονται σε μια καρέκλα, ή επί του καναπέος.
ΕπΙσΤηΜοΝιΚή ΑνΑλΥσΗ
Όταν κάποιος κάθεται για πολύ ώρα σε μία καρέκλα (και ιδίως αν κατά τακτά διαστήματα αφήνει και καμία), δημιουργείται μια νοτεράδα μεταξύ των κωλομάγουλων, η οποία παίρνει και την εσάνς του σκατού. Η άβολη αυτή κατάσταση (για όσους βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, π.χ. σε σινεμά), αποφεύγεται όταν το αντικείμενο σηκωθεί από την καρέκλα και βολτάρει, με αποτέλεσμα να διεισδύσει κάποια άλφα ποσότητα καθαρού αέρα μεταξύ σώβρακου και κωλοχωρισιάς (κυριολεκτικό κωλαέρισμα). Βοηθούν πολύ και οι βόρειοι άνεμοι σε αντίθεση με τους νότιους και υγρούς, που δυσχεραίνουν την κατάσταση.
ΣλΑνΓκΙκΗ ΑνΑλΥσΗ
Κωλαέρισμα είναι οι βόλτες χωρίς λόγο. Το χαζοξενύχτι με ατέλειωτες βόλτες στην άδεια χειμωνιάτικη πόλη (πεζή, με αυτοκίνητο ή μηχανή). Ο εκσφενδονισμός έξω από το σπίτι ή το γραφείο, για τον οποιοδήποτε, αλλά πάντα ασήμαντο λόγο. Δηλαδή, όταν αερίζουμε τον κώλο μας, έστω και αν είναι φρεσκοπλυμένος.
- Έντεκα πήγε και ο γιος σου δεν έχει ξυπνήσει ακόμα!!!
- Τι να κάνουμε, παιδί είναι.
- Εσυ τον έχεις κακομάθει, και η μάνα σου! Πού πήγε χθες και βγήκε στις δωδεκάμισι το βράδυ. Για κωλαέρισμα πήγε; Και δεν είπες και τίποτα. Μόνο να βάλει κασκόλ να μην κρυώσει!!!
- Εσύ γιατί δεν είπες τίποτα;
- Εγώ αν άρχιζα θα γινόμασταν κώλος, και θα μου έλεγες τα δικά σου... «Άσε το παιδί, θα μας ακούσει πάλι όλη η γειτονιά κλπ»
- Ρε, τι θέλετε εδώ τέτοια ώρα, και με τι ήλθατε;
- Με τις μηχανές, βαριόμασταν και είπαμε να σου έρθουμε...
- Μόνο που είναι διακόσια χιλιόμετρα, και βρέχει....
- Είχαμε ανάγκη από κωλαέρισμα. Δε λες που ήρθαμε, μόνο μας βάζεις και χέρι ρε μούχλα. Βάλε μπύρες και παράγγειλε πίτσες. The night is still young! που λέει και ο Steve Young!
Got a better definition? Add it!
Όρος προερχόμενος από το σκάκι, και δανεισμένος από τα γαλλικά (forcé : επιβεβλημένος/αναγκαστικός). Η κίνηση φορσέ στο σκάκι αφορά τον βασιλιά και τον επερχόμενο αποκεφαλισμό του, και πιο συγκεκριμένα:
α) την αναγκαστική μετακίνηση του σε μία και μοναδική θέση, ή
β) την αναγκαστική κίνηση άλλου πιονιού σε συγκεκριμένη θέση, για την προστασία του βασιλιά.
Ο όρος από το σκάκι πέρασε στον τζόγο αλλά και στην καθημερινότητα. Στον τζόγο αναφέρεται όταν το φύλλο, επειδή είναι καλό, σε βάζει αναγκαστικά σε ένα κόλπο που τελικά στραβώνει. Στην καθημερινότητα, αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι εναλλακτικές περιορίζονται στην εξής μία. Δηλαδή τα πράγματα σε οδηγούν σε μία μόνο διέξοδο, η οποία ως επί το πλείστον είναι και επώδυνη.
Συνώνυμα: αναγκαστικώς, μονόδρομος, επιβεβλημένη -από τις καταστάσεις- κίνηση, (για αγγλομαθείς) there is no plan B!
(από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
... οφείλεται σε κάποιας μορφής «φορσέ» ξεπούλημα. Αυτός ο φαύλος κύκλος ρευστοποιήσεων –λένε- θα μπορούσε να συνεχιστεί. ...
(πολιτικά άρθρα από το διαδίκτυο) ...Η παραμονή στο ΝΑΤΟ είναι φορσέ. Νομίζω εξάλλου ότι αυτό ήταν και το συμπέρασμα, στο. οποίο κατέληγε ο Αντώνης ο Κακαράς. Διότι δεν έθετε ένα γενικότερο ...
... Αυτό ήταν μια κίνηση φορσέ. Όχι, όμως, και όσα ακολούθησαν τη νύχτα της ήττας. Έχει ιδιαίτερη σημασία, το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής το ...
(από τη ζωή)
-Πω πω ρε μαλάκα! Μπήκες μέσα σόλο. Τον ήπιες...
-Τι να κάνω που η καντεμιά πάει σύννεφο. Πάει ο μαλάκας και βγαίνει στα πρώτα! Και ο άλλος ο άσχετος στα κουτουρού τσακάει. Με έβαλε το φύλλο μέσα.... φορσέ!
Got a better definition? Add it!
Ώσπερ = σαν.
Κύναιδως (κυν = σκύλος + αιδώς = ντροπή) = Σκυλοντροπή.
Κίναιδος = ξεκωλιάρης, πούστης. Συναντάται σε κωμωδία του Αριστοφάνη, που ως είναι γνωστό ήταν ο μεγαλυτερος βρωμόστομος συγγραφέας της αρχαιότητας.
Καπνίζω... σαν αράπης, σαν πούστης, ώσπερ κίναιδος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του αγγλικού freelancing, ήτοι παροχή υπηρεσιών (δηλαδή ουσιαστικά εξάσκηση ελεύθερου επαγγέλματος) με την ιδιότητα του εξωτερικού συνεργάτη.
Συναντάται περισσότερο συνεκδοχικά με πιο καλλιτεχνικά επαγγέλματα, όπως σκιτσογράφοι, φωτογράφοι, μεταφραστές, σύμβουλοι κλπ., αλλά και σε σχέση με τον χώρο της ελεύθερης δημοσιογραφίας. Τρανό παράδειγμα οι φωτορεπόρτερ.
Δεν συναντάται στην περίπτωση χειρωνακτικών επαγγελμάτων (εργάτες / εργατοτεχνίτες, υδραυλικοί κλπ.).
Να μην συγχέεται με τις κάθε είδους λάντζες, αυτές αφορούν άλλου είδους εργασιακά καθεστώτα.
Και με την οίστρος συμφωνώ, αλλά επειδή μάλλον δεν φτάνει, γύρνα στην “φρηλάντζα” γλυκιά μου και Αγνόησε τον πρώην!!! Ως ανεξάρτητη κειμενογράφος σου μιλώ... (από εδώ)
Η Dr M (όπως είναι το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο) είναι International freelance Head Hunter, φρηλάντζα που λέμε στα ελληνικά και έχει κοντράκτο με την Microsoft για $420.000 προμήθεια. Σε «τσεκάρει». (από εκεί)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως κουβερτούλα χαρακτηρίζεται ένα ανέκδοτο (ο Θεός να το κάνει) το οποίο είναι τελείως κουφό και απελπιστικά κρύο.
Τόσο κρύο που η ακρόασή του οπωσδήποτε προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κουβερτούλας που να αγκαλιάζει στοργικά τον ακροατή, ώστε να μην δαγκώσει το καυλί του (ή να μην παγώσει το μύδι της) από την παγωμάρα που αυτό αποπνέει.
Κάπου εδώ, ο επισκέπτης (ή ο μόνιμος θαμώνας) του σλανγκγρ, ίσως αναρωτηθεί: Γιατί κάτι το οποίο είναι τόσο κρύο, χαρακτηρίζεται ως κουβερτούλα; Οέο;
Εύλογη η απορία αλλά υπάρχει καπάκι απάντηση. Η κουβερτούλα λοιπόν, είναι κατ' ευφημισμόν αναφορά στο κρύο ανέκδοτο, με σκοπό να απαλύνουμε κάπως την παγωμάρα του. Και εδώ είναι όλη η ουσία του λήμματος. Κάτι αντίστοιχο, για παράδειγμα, αποτελεί η προσφώνηση της Μαύρης Θάλασσας, ως Εύξεινου (δηλαδή φιλόξενου) Πόντου.
Αυτό το φαινόμενο, το της κατ' ευφημισμόν αναφοράς, είναι και ενδεικτικό της σοβαρότητας μιας κατάστασης. Και ο σοφός ελληνικός λαός έχει προφανείς λόγους να το χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο λήμμα...
Got a better definition? Add it!
Ο κώλος.
Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.
Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.
Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:
α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.
Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.
Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.
β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.
γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.
Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.
Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)
Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.
(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')
Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)
Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)
Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)
Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...
Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται ετυμολογικά εκ του μπουρδέλου και του τρελοκομείου. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ροκ καταστάσεις που καμία εκ των άνω εννοιών δεν δύναται να περιγράψει από μόνη της. Πρόκειται, πάντως, για συνδυασμό αυτών.
Αναφέρεται σε μια παγιωμένη κατάσταση όπου υπάρχουν κανόνες, άγραφοι μεν, απαράβατοι δε. Που μπορούν ν' αλλάξουν φυσικά χωρίς προειδοποιήση. Εξ ου και το μπουρδέλο. Χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες κατά κόρον.
- Ρε μαλάκα Μπάμπη, ακόμα να πάρεις το σήμα;
- Αφού στο είπα ρε, χρειάζομαι και το Χ, κι ακόμα δεν πέρασα από το μπουρδελοκομείο. Τι θες κι εσύ τώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γαμήσι στο ύπαιθρο, απάνω σε καρό τραπεζομαντηλάκι, με χρήση άκρως διεγερτικών νηστήσιμων εδεσμάτων.
Παραλάσσεται και σε βουκολικό, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση γίνεται πάνω σε προβιά, με γκλίτσα παραπέρα - ή συμμετέχουσα - και με χρήση διεγερτικού γιδοτύρου.
Σε κάθε περίπτωση, σφάζουνε κόκκορα πριν από την πράξη.
- Εμ, Μαρούλα; Είσαι να πάμε το μεσημέρι για ένα σαρακοστιανό στο πάρκο του Αι-Λιά; Θα φέρω και λαγάνα.
- Ω, Παύλαν!
Got a better definition? Add it!