Further tags

Μη μπερδεύεστε δεν πρόκειται για τη βιομηχανική κλέμα. Πρόκειται για σαρδάμ με νόημα.

Είναι σύνθετη λέξη και απαρτίζεται από τις λέξεις κλέψιμο και ψέμα. Θα ειπωθεί κυρίως υπό εκνευρισμό, σε διαδικασίες η καταστάσεις ανταγωνιστικές μεταξύ ατόμων.

Κοινωνικές ομάδες που πιθανόν να την εκστομίσουν, είναι οπαδοί φίλαθλοι και στοιχηματίες, χαρτόμουτρα γκέυμερς και όχι μόνο. Χαρακτηριστικό δε της λέξης αυτής, ακριβώς επειδή το 99,9% των φορών θα προκύψει απο σαρδάμ παρά από λογική σκέψη, είναι ότι την πρώτη φορά που θα ειπωθεί, θα ακολουθήσει μια μικρή παύση ξαφνιασμού του στυλ τι είπα τώρα ο μαλάκας, που τη σειρά της όμως θα κλέψει η συνειδητοποίηση της κατάστασης επιβεβαιώνοντας έτσι στον αδικημένο ότι ναι, έχει πέσει θύμα πλεκτάνης, τον έκλεψαν και το αποτέλεσμα ή η διαδικασία αυτή καθ'αυτή είναι ψεύτικη.

Με άλλα λόγια ο ηττημένος επικαλείται την μη εγκυρότητα της διαδικασίας στην οποία συμμετείχε κηρύσσοντας έτσι την ήττα του ψεύτικη. Το κλέμμα διαπιστώνεται κυρίως κατά τη διάρκεια διαδικτυακού παιχνιδιού που λόγω κακής σύνδεσης ο παίχτης χάνει κάποια φρέιμς απ' το παιχνίδι, και μη βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε αρχίζει να ωρύεται πως το παιχνίδι τον κλέβει και πως έχασε με ψεύτικο τρόπο.

  1. - Καλα ρε μαλακα Γιώργο τόσο άσχετος ήσουν στο DragonBall δε το ήξερα...
    - Είσαι μπινές που θα με πεις και άσχετο, δε βλέπεις ότι το παιχνίδι είναι κλέμμα ρε μαλάκα;!

-2. - Α ρε κωλοβαζελίνες, σας πεθάναμε μέσα στο γαβροτίγανο τη κυριακή...
- Τι μιλάτε ρε γαύροι λαγοί να πούμε, αφού και η διαιτησία πουλημένη ήτανε, κλέμμα το παιχνίδι κλέμμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος γενικά, χρησιμοποιείται όμως κυρίως αντί του χανγκόβερ.

Εκ του αγγλικού headache.

  1. Πω, τι χέντακας είναι αυτός!

  2. - Μέρα, τι λέει;
    - Τι να λέει, έχω ένα χέντακα, λες και με χτύπησε τρένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμοσλανγκοπροθήμα βλαχο- προσδίδει σε σχεδόν οποιαδήποτε λέξη μια ουρδεσάνς χυδαίου και νεοπλουτίστικου. Σιγουράκι. Στα πλαίσια αυτά, βλαχοφιλελέδες αποκαλούνται τα πρηξαρχίδια που παπαγαλίζουν καμαρωτά χυδαίες φιλελέ ή νεοφιλελέ κασέτες, συχνά χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε.

Το εν λόγω μπινελίκι εξαπολύεται, inter alia:

Πάσα από το δουπού και πρώτο μήδι: ΜηΧεΣω.

1.Οι μόνες επιχειρήσεις που όταν κλείνουν συγκινούν τους βλαχοφιλελέδες είναι αυτές του ΚΚΕ Βλ.

2.ΠΟΙΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΕΜΑΘΕ ΤΟ TWITTER ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΦΙΛΕΛΕ; ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟ FB; (Φωνακλάς, εδώ.)

3.αμα αρχίσουν οι βλαχοφιλελε τις ντοπιολαλιες γαμα τα Βλ.

4.Crash-test κλασικών φιλελέδων vs. βλαχοφιλελέδων: συγκρίνατε την αισθητική των μετεκλογικών δηλώσεων Στέφανου Μάνου και Θάνου Τζήμερου:

«Ελπίζω οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν να μπορέσουν να συνεργαστούν να φτιαχτεί μια κυβέρνηση για να κυβερνηθεί η χώρα. Με τις δυνάμεις που διαθέτουμε θα βοηθήσουμε, γιατί κινδυνεύει να διαλυθεί ο τόπος» (Στ. Μάνος)

«...αναγνωρίζω πως είμαι προδότης, προδότης, προδότης (μπορείτε να το συνεχίσετε εσαεί), δοσίλογος, γερμανοτσολιάς, σκουλήκι που έκλεψε την ψήφο σας για δικό του όφελος, αλήτης, χαμερπής, κάθαρμα, μικροτσούτσουνη κομπλεξάρα (...) Εν τω μεταξύ, όλοι εσείς που πέσατε να κατασπαράξετε με λύσσα το πρώτο κόμμα που έγινε από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, επειδή δεν τα έκανε όλα ακριβώς όπως τα είχατε στο μυαλό σας, να χαίρεστε την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού που προέκυψε με την ψήφο σας ή με την αποχή σας.» (Θ. Τζήμερος)

@πορδοσάλτε (από σφυρίζων, 22/11/13) Το πέρασμα του Νίκου Ορφανού από τον ρόλο του Κίτσου στη βουλευτική έδρα με το φιλελέφτ Ποτάμι συνιστά μία κομβική στιγμή για τον ελληνικό βλαχοφιλελευθερισμό. (από Khan, 15/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για καθαρό φιάσκο.

Δεν είναι απλό να εξηγήσει κανείς σε ποιες περιστάσεις αρμόζει αυτή η έκφραση μιας και καλύπτει ένα εύρος από την απογοήτευση ενός αποτυχημένου «blind date» έως και το φτιάξιμο της Ομόνοιας. Χωρίς πολλά-πολλά είναι η κατάσταση που σου βγήκε σκάρτη.

  1. Πωπω δικέ μου εχθές βγήκα με την τύπισα που σου έλεγα από το ίντερνετ και δε μπορείς να φανταστείς για τί μπάζο μιλάμε, άσε άσε φόλα η δουλειά σου λέω.

2) Ρε ψηλέ πήγες και φτιάχτηκες απ' την Ομόνοια να πούμε;! Αφού ξέρεις ότι είναι φόλα η δουλειά εκεί να πούμε, σ' τα 'χω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχικά και σωματικά εξασθενημένος συνήθως λέει βαράω φρίκες, ενέσεις, διάλυση κ.ά. Με λίγα λόγια βαριέται και μαλακίζεται ενοχλώντας όσους είναι γύρω του.

  2. Ενώ σε άλλες εκφράσεις μπορεί να εννοεί την μεγάλη ηλιθιότητα που διακατέχει ένα άτομο σε κάποια χρονική στιγμή.

  1. Σε πανεπιστήμια:
    - Επόμενη ώρα τι έχουμε ρε συ;
    - Ανθρωπολογία ρε τρελέ.
    - Πο γαμώ το κέρατο, δεν αντέχω ρε, βαράω φρίκες.

  2. Σε έναν δημόσιο χώρο το άτομο Β πετάει εν αγνοία του το φραπέ που είχε αφήσει το άτομο Α λίγο πιο πέρα απ το τραπέζι του με σκοπό να το πιει αργότερα.
    Α: Όπα ρε μεγάλε, τον καφέ γιατι τον πέταξες;
    Β: Δικός σου ήταν ρε ψηλέ;!
    Α: Καλά δικέ μου, βαράς φρίκες σήμερα, άσ' το.

Σύγκρινε: φρικάρω, τρώω φρίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω άκυρο, εκθέτω κάποιον διαψεύδοντάς τον δημόσια και κατηγορηματικά και γενικά αποδεικνύοντας ρητά ή υπόρρητα ότι αυτά που λέει και κάνει είναι άκυρα.

Πάσα (Δ.Π.): vikar.

  1. Και πάνω που είχε αρχίσει ο πρετεντέρης την κασέτα, πετάγεται ένας που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του από τα παραθύρια και τον βγάζει μαλάκα! Και με στοιχεία! Θεούλης!

2. Γυναικείο ένστικτο είναι αυτό που σε βγάζει μαλάκα πριν προλάβεις να το κερδίσεις με την αξία σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με φωνές τρομάζω και σκορπίζω τα ζώα.
(Αρκαδικό)

- Αοούυαα..Πρρρρ...Γιαλλαλλαούυυι..Πρρρρρ.
- Κιτσο, τι έγινε, είσαι καλά;
- Ασ με ξεπρογκάω τα ζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιακή έκφραση.

Το ερώτημα είναι ρητορικό βεβαίως, αφού η απάντηση είναι προφανής, και ως τέτοιο χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι τόσο κολλημένο σε κάποια συνήθειά τους, ώστε να θεωρούμε ότι είναι αδύνατον να την κόψουν.

- Το καλύτερο έγινε στο τέλος: παίρνει το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο το ανάβει και μας λέει: «Το βλέπετε; Αυτό είναι το τελευταίο τσιγάρο που καπνίζω, από σήμερα τέρμα το κάπνισμα!»
- Ποιος ρε θα κόψει το τσιγάρο; Ο Γιάννης; Ναι, καλά! Κόβει η πουτάνα το γαμήσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified