Further tags

Η μητέρα βρέφους και κατεπέκταση ανήλικου παιδιού, η μάνα μωρού. Πιο ειδικά, η μητέρα που είναι μικρή σε ηλικία, συχνά ανήλικη και η ίδια, η μάνα-μωρό (κατά το μικρομάνα).

Εκτός από συζητήσεις μεταξύ χαζομαμάδων, ακούγεται σε συζητήσεις για το εργασιακό καθεστώς που αφορά τις εργαζόμενες μητέρες, άρα πρόκειται για όρο της υπαλληλικής καθομιλουμένης. Πρόκειται όμως και για όρο της φυλακής, που αναφέρεται σε κείνες τις μητέρες που κρατούνται έγκλειστες μαζί με το παιδί τους, συνήθως σε ειδική πτέρυγα μωρομανάδων.

Στη γενική πληθυντικού, πλάι στον τύπο μωρομανάδων χρησιμοποιείται και ο τύπος μωρομάνων.

  1. - Γενικά υπάρχει μια τάση από τις μικρομάνες, να πιστεύουν ότι όλοι της ζηλεύουν. Εγώ έχω μεγάλο παιδί, αλλά στην αρχή κι εγώ έτσι ένιωθα, νόμιζα ότι επειδή έκανα παιδί είμαι ανωτέρου είδους! [...] Μάλλον οι μανάδες αφοσιώνονται 100% στο μωρό και παραμελούν τις φίλες, θεωρώντας ότι αυτές έχουν τώρα έναν υψηλό σκοπό και οι άτεκνες είναι επιπόλαιες που τις νοιάζει η διασκέδαση και οι καφέδες.
    - εγραψες!!! αλλη καμια δεν γεννησε μονο η μαριω το γιαννη!
    - Δυστυχώς φίλη μου αυτό είναι μια παγίδα στην οποία πέφτει το 99,9999% των μωρομανάδων! (από φόρουμ)

  2. Τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά που εργάζονται στο δρόμο έχουν αυξηθεί σημαντικά, αντανακλώντας τόσο τις συνέπειες από την κατάρρευση των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όσο και τις συνέπειες από την διευρυνόμενη ήδη οικονομική κρίση. [...] Στο παρόν αναφερόμαστε σε παιδιά Ρομά, ενώ σε ένα μικρότερο ποσοστό σε παιδιά Jevg από την Αλβανία. Τα κορίτσια υπεραντιπροσωπεύονται, και οι ηλικίες κυμαίνονται μεταξύ 6-12 ετών, με κάποιες περιπτώσεις μεγαλύτερων ή μικρότερων παιδιών. Ηλικιακά, ενδεχομένως, θα πρέπει να εντάξουμε και την κατηγορία των ‘μωρομάνων’, που αφορά μητέρες κάτω των 18, οι οποίες βρίσκονται στο δρόμο με τα παιδιά τους. (από εδώ)

  3. Εγώ θα σας πω ότι έχουμε καταγγελίες [...] για απόλυση εγκύου σε μεγάλο ξενοδοχείο στη Ζάκυνθο, νυχτερινό ωράριο που επιβλήθηκε σε καθαρίστρια –σε μεγάλο καζίνο- μωρομάνα ενός παιδιού, έγκυος ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να αποβάλει. (από πρακτικά της Βουλής)

  4. Kαλά ρε Ιερώνυμε που παριστάνεις πως δεν έχεις το χάλι του Χριστόδουλου, και λοιποί της Συνόδου, να μην σας χαρακτηρίσω. Δώσατε ρε δεκάρα τσακιστή για τα ανήλικα παιδιά που είναι στις φυλακές και στα σχολεία εγκλήματος τα αναμορφωτήρια; για τους αλλοδαπούς φυλακισμένους που δεν ξέρουν ούτε τη γλώσσα, για τις μωρομανάδες φυλακισμένες; για τους φτωχούς φυλακισμένους που δεν έχουν τα δισεκατομμύρια του Παντελεήμονα; (από ιστολόι)

  5. [Στη φυλακή] ο διαχωρισμός εμφανίζεται σε όλο το μεγαλείο του τεμαχίζοντας τους άντρες και τις γυναίκες σε ξεχωριστά κολαστήρια. Θα τεμαχίσει ακόμη μια φορά τις γυναίκες και τους άντρες αναλογικά σε πτέρυγες προστασίας, τοξικομανών, τσιγγάνων, ανηλίκων, μωρομάνων, απείθαρχων, λευκά κελιά. (από το ιντιμίντια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').

Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.

Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...

  1. Τι φωνάζουν ωρέ τα γκζάνια, αη πάντε παίχτε παραπέρα...

2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

(από VAG, 07/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος - οξύμωρο σχήμα του Χρήστου Γιανναρά στην «Καθημερινή» για να περιγράψει τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. (Βλ. και τσίπρα, η). Σημαίνει έναν νέο άνθρωπο, ο οποίος όμως αναπαράγει φρασεολογία περασμένων γενεών. Το φαινόμενο είναι πολύ σύνηθες σε αριστερίστικους κύκλους, σε επαναστατημένα τζόβενα, αλλά και σε reborn αγριοχρίστιανους.

Η προέλευση του όρου είναι από την βυζαντινή εικονογραφία, όπου τα παιδάρια - νήπια, και κυρίως το Θείον Βρέφος, εικονίζονται με σοφία, γνώση και σοβαρή έως συνοφρυωμένη έκφραση γέροντος.

- Τα άκουσες τα επαναστατημένα τζόβενα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο Αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής; Ύφος και τσιτάτα λες κι είμαστε στον Μάη του '68... Για να μην πω στην εποχή του Στάλιν! Τι να πω; Παιδαριογέροντες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.

-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλαφρος νεολογισμός με ιταλοπρεπή κατάληξη για το γκομενάκι, το παστάκι.

Συντόμως: νέτο.

Λέγεται και για άντρες (πώς λέμε μουνάρα).

  1. Πώς να βρείτε γκομενέτο...αν είστε σοφερίνες

  2. Πάει με χώρισε το γκομενέτο... Η αστοχία μου στις γκομενοπροβλέψεις και η αδυναμία να κεράσω ποτό την χαρωπή δεσποινίδα που μου κρατάει συντροφιά, με οδήγησε στο χωρισμό...

  3. Είσαι από τους τυχερούς δηλαδή που δεν έχει πάει με το γκομενέτο για ψώνια...

  4. δε μιλανε ετσι σε ενα γκομενετο, ακομα κ αν ειναι δεσμευμενο. μπορει αυριο να χωρισει

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ελληνικής ιθαγένειας και διαμονής, νεαρής κατ' αρχήν ηλικίας, που πάσχει από δουλικό μιμητισμό του λεγόμενου «αμερικανικού τρόπου ζωής».

Το εν λόγω άτομο παραδοσιακά λατρεύει τα μακντόναλντς, την κοκακόλα, το σινιέ ντύσιμο, τα επώνυμα προϊόντα γενικώς σε κάθε καταναλωτικό τομέα. Εκδηλώνει το θρησκευτικό του αίσθημα με το επιφώνημα ΟΜΙΤΖΙ! Απεχθάνεται την κουλτούρα, όπου κι αν ελλοχεύει αυτή (π.χ. βιβλία χωρίς εικόνες). Το λεξιλόγιό του αποτελείται από 300 ελληνικές και 300 ίνγκρικ λέξεις.

Σημαίνει ταυτόχρονα ότι το άτομο εμφορείται από την αφέλεια και ηλιθιότητα του γνησίου αμερικανακίου. Που κι αυτές όμως επικαθορίζονται πολιτιστικά, δεν αναφέρονται δηλαδή στο IQ του ατόμου, αλλά στην παντελή έλλειψη ευφυΐας ελληνικού τύπου: ως αντίθετο δηλαδή του καπάτσος, ανοιχτομάτης, αετονύχης, διαβόλου κάλτσα κλπ. Δεν αμφισβητείται ότι το αμερικανάκι μπορεί να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή στο ΜΙΤ, να κατασκευάσει διαστημόπλοια και να βαδίσει στο φεγγάρι. Όμως παρά τις ικανότητές του αυτές, ο ταξιτζής θα του πάρει τριπλή ταρίφα, ο εστιάτορας θα του φουσκώσει το λογαριασμό και η γκόμενα θα του τα φάει τα λεφτά.

Η έκφραση δεν πολυφοριέται πλέον μ' αυτή την έννοια. Λεγόταν πολύ κατά την πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, όταν, ελέω Θεοδωράκη, επιγόνων του και κομματικών νεολαιών, ο πολιτιστικός σωβινισμός ήταν στα ντουζένια του και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός εκδηλωνόταν και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το ρέκβιεμ του όρου νομίζω τραγουδήθηκε από τον Τζιμάκο στο επικολυρικό «κάλλιο να 'μαι πεθαμένος παρά αμερικανάαααακιιιι». Διότι οι γενιές που γεννήθηκαν από κει και πέρα γαλουχήθηκαν στην εταιρική κουλτούρα και μυθολογία, που είναι στην πραγματικότητα ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής», από βρέφη, με τους διαφημιστικούς βομβαρδισμούς από την άσβεστη τηλεόραση της οικίας τους και τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϋ ως αφήγηση, με τρόπο που αυτή εδραιώθηκε στα κατώτερα στρώματα του υποσυνειδήτου τους. Υπ' αυτή την έννοια δε θ' αργήσει ίσως για πολύ η μέρα που θα είμαστε όλοι αμερικανάκια, αλλά δε θα το γνωρίζουμε.

  1. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι
    μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
    με ταξίμια με φυτίλια
    με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του αμπαρωμένος
    θα τινάξω το καπάκι
    κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
    παρά αμερικανάκι.

  2. – 60 Ευρώ.
    – Τιιιι; Για μια ρετσίνα και τρία πιάτα; Για φέρε δω το λογαριασμό, ο τύπος μας πέρασε για αμερικανάκια.

Τζίμης Πανούσης, «Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι» (1993) (από vikar, 01/09/11)(από Khan, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.

- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκαδίτικο. Εκ του μούλος, δηλαδή μπάσταρδος.

Δηλώνει μάλλον πολυπληθή ομάδα αρσενικών, ηλικίας εφηβικής ή νεαράς, με απειλητικές διαθέσεις. Η χρήση της λέξης στο πρώτο παράδειγμα είναι η πλέον κλασική.

Κατ' επέκταση, πάει και για φάσεις τύπου για μπάσκετ θα πάτε;.

  1. - Μαλάκα, βάλαμε μπαταρίες και ροκανίδια στα ρόπαλα, και κατεβήκαμε μουλαρία στις απόκριες, ξύλο της πουτάνας σου λέω.

  2. - Ναι ρε μαλάκες, περιμένετε να κάτσουν τα γκομενάκια, που σκάμε στο κλάμπ μουλαρία τριανταδύο καβλαραίοι και κοιτάτε λες και δεν ξανάχετε δει πήρσινγκ να γυαλίζει μέσ' από διάφανη φούστα να πούμε. Γκντούπ (λιποθυμάει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified