Further tags

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Εννοούμε τον ακριβή στην ώρα του και συνεπή στα ραντεβού του.

-Θα έρθει ο Γιάννης; Είναι ήδη 22.30 και στις 23.00 ξεκινάει η επιβίβαση. -Μην ανυσυχείς, το πολύ σε 5 - 10 λεπτά θα είναι εδώ. Αφού τον ξέρεις πως είναι Άγγλος στην ώρα του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κατεστραμμένος άνθρωπος, έχει στο ενεργητικό του πολλές αποτυχίες, πολλές πίκρες και πολλές λύπες.

Από τότε που τον χώρισε τον Δημήτρη η Ελένη και του πήρε και τα παιδιά, έχει καταντήσει ναυάγιο. Κάθε βράδυ μεθυσμένος, τον απέλυσαν και από τη δουλειά και τώρα κινδυνεύει να του πάρει η τράπεζα και το σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασόβαρος άνθρωπος, ο χαζοχαρούμενος, αυτός που δε μπορείς να κάνεις μια σοβαρή συζήτηση μαζί του.

- Θα βγω για καφέ αύριο με τον Πέτρο. - Με τον Πέτρο; Αυτόν τον χάχα; Αυτός ό,τι και να του πεις θα γελάσει, κουβέντα σοβαρή δεν θα κάνεις μαζί του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται περιπαικτικά για να δηλώσει αυτόν που απέχει συνειδητά απο το σεξ και γενικά απο τις επαφές με το αντίθετο φύλο. Ακόμα δείχνει το άτομο που έχει προσκολληθεί στη σχέση που έχει και αγνοεί οτιδήποτε άλλο θηλυκό κυκλοφορεί.

-Θα πάμε το Σάββατο για ποτό με τα παιδιά μήπως και γνωρίσουμε και καμιά κοπέλα, να πούμε και στον Γιώργο να έρθει; -Και να του το πεις δεν θα έρθει. Από τότε που τα έφτιαξε με την Σοφία έγινε καλόγερος και δεν έχει μάτια για καμιά άλλη.

Ημισκούμπρια. Ο μοναχός. (από Hank, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άβουλος άνθρωπος, αυτός που εκτελεί εντολές άδιαμαρτύρητα και δεν μπορεί να εκφέρει άποψη. Δεν έχει δικαιώματα, δεν μπορεί να διεκδικήσει το δίκιο του και αμοίβεται πενιχρά.

Συναντάται κατα κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα εργασίας, ενώ αντίθετα απουσιάζει παντελώς στον δημόσιο τομέα.

Σκέφτομαι να φύγω απο το γραφείο που εργάζομαι, δεν αντέχω άλλο, μας έχουν όλους στον ίδιο χώρο, τα γραφεία δίπλα, διάλειμμα 20 λεπτά την ημέρα και δεν μας αφήνουν ούτε τσιγάρο να κάνουμε ακόμα και εκτός του γραφείου. Θέλουν να έιμαστε πάντα στην ώρα μας, αλλά να καθόμαστε και υπερωρίες τις οποίες ποτέ δεν πληρώνουν. Μας έχουν σαν τα ρομπότ όλους και δεν μιλάει κανένας απο φόβο μην τον απολύσουν...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ ήσυχος, ο ήρεμος άνθρωπος. Χρησιμοποιείται και για κάποιον που δεν κάνει άστατο ύπνο.

-Εσάς το μωράκι σας κοιμάται κανονικά ή ξυπνάει κλαίγοντας τα βράδια; -Όχι, είναι πολύ ήρεμο, κοιμάται σαν αγγελούδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων εξαιρετικά μικρό πέος.

— Πώς πήγε χτες το βράδυ με τον Μάκη;
— Άσ΄τα Νίτσα μου, τζάμπα η αναμονή... Όλα καλά στην αρχή, με πήγε στο καλό εστιατόριο, με τα ακριβά κρασιά, μετά για ποτό στο Galaxy... Αλλά... όταν πήγαμε στο σπίτι του και αρχίζουμε τα διάφορα, βγάζει κάποια στιγμή το παντελόνι και τι να δω; Μια σταλιά... Λιλιπούτσειος, σου λέω Νίτσα μου... Λιλιπούτσειος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική έννοια, η μεταφορική αναφέρεται στον πολύ μικρό σωματικά και ηλικιακά. Γενικότερα ο ασήμαντος.

12 χρονών κακομαθημένη μουνόψειρα και κοίτα συμπεριφορά...

Got a better definition? Add it!

Published